σα χλαμύδα, που είχε ρίξει το κεφάλι προς τα πίσω, πατούσε στις μύτες των ποδιών της απαλά σε κάθε νότα που γέμιζε το χώρο, κουνώντας με χάρη τα χέρια της σαν ικέτιδα, σαν επικεφαλής του χορού αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, χαϊδεύοντας τις δέσμες φωτός που έπεφταν από το ρομποτικό της απέναντι γωνίας. Μοίραζε το ευτυχισμένο χαμόγελο σε όσους την κοιτούσαν ενώ η στάχτη από τα αναμμένο τσιγάρο της ανάμεσα στα δάχτυλα, είχε φτάσει στη γόπα αλλά κατά ένα περίεργο λόγο δε έλεγε να πέσει… Η ατμόσφαιρα εξέπεμπε ερωτισμό.Ήταν η μουσική, τα ποτά, οι άντρες που κοιτούσαν σιωπηλοί περιμένοντας ο καθένας ότι περίμενε, ο χορός των γυναικών…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου