3.3.23

Αλλα τα βραδια - Β.Παπακωνσταντινου & Γ.Μιχαλακοπουλος (Αφηγηση)


Και να που φτάσαμε εδώ Χωρίς αποσκευές Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας, αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου `ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο, κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη! Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων, ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς. Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα. Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω. Ὄχι, μοῦ λένε. Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους. Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά… Τί ἔχετε, μοῦ λένε. Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι. Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους. Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται. Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη! Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω. Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί, ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε. Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους. Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ. Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί. Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Δος μου το χέρι σου.. Δος μου το χέρι σου..