3.3.23

Aθηνά Τιτάκη, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες

Η ώρα η κακιά ήταν, κι αυτή βλαστημάω. Γιατί από ανθρώπους ξέρω. Κάθε μέρα στους δρόμους πιάνω κουβέντες με τους πελάτες. Όλα τα κινάει το χρήμα, αυτό είναι το συμπέρασμα, ν’ αλλάζει ο παράς χέρια. Δεν έχω παράπονο, βλέπεις δεν ξέρουν όλοι να σοφάρουν. Στην αρχή ήταν δύσκολο, γκάζι, φρένο, ανηφόρες, ζημιές. Δεν βαριέσαι… Καλύτερα απ’ το χαμαλίκι με τα κάρα, τη βρώμα και την καβαλίνα. Τώρα φοράω καθαρό πουκάμισο και βοηθάω τις κυρίες ν’ ανέβουν στην καρότσα. Δεν είμαστε πολλοί στην πιάτσα, καμιά διακοσιαριά αγοραία, έχουν βγει και τα τραμ με τον ηλεκτρισμό και οι καροτσιέρηδες μάς σαμποτάρουν.
Μιλάω για την κακιά μου τύχη γιατί ο συγκεκριμένος θα μπορούσε να διαλέξει κάποιον άλλο, ένα ανοιχτό λαντώ, βρε αδερφέ! Αλλά μια άμαξα δεν θα βόλευε, τώρα που το καλοσκέφτομαι. Με πήρε κούρσα από τη Δεινοκράτους και με μια λέξη διέταξε τον προορισμό κάπως αγριεμένος. Το καλό ήταν πως με πλήρωσε μπροστά, το πάμε με το χιλιόμετρο, κι είπα δώσε τόπο στην οργή… πελάτης είναι ό,τι θέλει κάνει. Κάνα δυο φορές τον κοίταξα από το καθρεφτάκι μήπως και μαλάκωσε να πούμε καμιά κουβέντα αλλά τίποτα, ήταν βαρύς, κομματάκι ανήσυχος. Κοίτα τη δουλειά σου, λέω, και το τιμόνι σου!
Στη Βασιλίσσης Όλγας ακούω βρόντο. Είπα, πάει το λάστιχο. Κατέβηκα να κοιτάξω, κι εκεί που δίνω μια κλοτσιά στην πίσω ρόδα, τι να δω! Ο πελάτης είχε κολλήσει πάνω στο δεξί τζάμι με αίματα κ’ είχε μια τρύπα στο κεφάλι. Κατατρόμαξα, σάστισα! Μισανάσαινε, έβαλα στα γρήγορα μπρός, και γραμμή για τα Μεσόγεια στο Α´ Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Έπιασα σχεδόν τα εβδομήντα χιλιόμετρα που φτάνει το κοντέρ! Θα μπορούσε να γίνει ατύχημα, τα χαμίνια παίζουν πετροπόλεμο, και πετάγονται απρόσεχτα μπροστά στις ρόδες, κόσμος στον χωματόδρομο να κουβαλάει πραμάτειες και ντενεκέδες με νερό. Κάρα, άλογα, σκόνη, οχλοβοή. Οι εντολές της Τροχαίας είναι ξεκάθαρες κι ο νόμος του Βενιζέλου αυστηρός. Ποινή φυλάκισης από έξι μέρες ως τρεις μήνες, έτσι κι αφήσεις άνθρωπο στον τόπο. Ποιος νοιαζόταν! Στο νοσοκομείο οι γιατροί είχαν κακά μαντάτα, ο άνθρωπος ξεψύχησε, και κάλεσαν την Αστυνομία. Τα είπα στον Αστυφύλακα με το νι και με το σίγμα και πήρα τ’ ανάποδα τον δρόμο για το αμαξοστάσιο.
Ονομάζομαι Δ. Χατζημήλας κι οδηγώ το υπ’ αριθμόν 13368 αθηναϊκό ταξί. Είναι ένα γαλλικό πενταθέσιο Berliet VI των δέκα ίππων, κατασκευάστηκε στη Λυών κι έχει δεξιά το τιμόνι. Το αμάξωμά του συναρμολογήθηκε στην «Αθηνά, Ανώνυμος Εταιρία Αυτοκινήτων», ανάμεσα σε πολλά Ford και Adler, κ’ η αλήθεια είναι πως θαυμάζω την ταχύτητα, τη μοντέρνα γραμμή, τα στρογγυλά φανάρια, το ταχύμετρο και τη μίζα του.
Σκηνή 4