Στον καλπασμό του τα κλαδιά χορεύουν τον αέναο χορό τους.
Καιρός που αλλάζει τη διάθεσή του στον καθρέφτη της θάλασσας.
Χτυπά σαν καμπάνα ο φλοίσβος την ακτή για μια νέα λειτουργία του χρόνου.
Η Μεσόγειος, λινό φουστάνι, αναδεύεται στον έρωτα του ανέμου.
Νερό, αέρας, γη, ανασυντάσσονται για το σύμπαν του φθινοπώρου.
Θρόισμα φύλλων που ανώδυνα αποχωρούν. Ξόδι της ξαστεριάς και της νηνεμίας του γιαλού. Και ουρανός που ρίχνει ανεμόσκαλα να περιμαζέψει σοδειά για το σεργιάνι της βροχής. Σύννεφα ταξιδεύουν στη μοίρα τους, μοσχοβολώντας βρεγμένο χώμα.
Πουλιά της αποδημίας ανεβαίνουν στα μάτια, φτερουγίζουν μέχρι τα σύνορα της νοσταλγίας. Κλωστές από μέρες ενδημικές ξηλώνουν και πλέκουν απ΄ την αρχή το κιλίμι για τα νέα μα γνώριμα βήματα.
Μέρα τη μέρα το χώμα ανασύρει οφειλές από τα κιτρινισμένα δεφτέρια του. Μαγνητίζει τις νεφέλες , υψώνει ρίζες χέρια προς τον ουρανό τον ζωοδότη. Κάθε σταγόνα ένα φωνήεν από το αλφάβητο των δωρεών. Καλπάζει το εμβαδόν της νύχτας και η βροχή κρατάει τα γκέμια, υπόσχεται να μη σβήσει το φως.
Νύχτες που γνέθουν τους οπώρες του πρωινού. Μέρες που δαγκώνουν τον ήλιο, να τον κρατήσουν σε μερίδες κάτω από τα δόντια.
Μηρυκάζει ενίοτε ο Σεπτέμβρης νότες του καλοκαιριού. Κάποια τραγούδια ζητούν να είναι αειθαλή και καρποφόρα. Δεν είναι εποχή χωρίς την ενατένιση του πιο γλαυκού ορίζοντά της.
Μα κρύβει πάντα το φθινόπωρο μες στις σταγόνες του τα δάκρυα των θερινών μας θρήνων από ελευθερίες που τεμαχίστηκαν στον αέρα, πατρίδες που γέμισαν σταυρούς και εσταυρωμένους.
Εποχή των κίτρινων φύλλων, που έρχεσαι όπως τα πιο λυπημένα χειρόγραφα των ποιητών, χτίζουμε εμπρός στα γήινα χρώματά σου τις ουράνιες άμυνές μας. Κρατάμε κάτω από το δέρμα, σαν καινούριο αίμα, τον παφλασμό της αυγουστιάτικης πανσελήνου, το σκασμένο ρόδι πάνω στις πλάκες και τα σπόρια των υποσχέσεων.
Για να αγκαλιάσουμε τον χρωστήρα του φθινοπώρου,
Στις βεράντες των μεγαλουπόλεων με τους στριμωγμένους κήπους
Στις αυλές με την υπόκλιση στις γραμμές της φύσης
Στην εξοχή με τις φιγούρες των χρωμάτων
Στα πεζοδρόμια με την ταχύρρυθμη επάνοδο της συνήθειας
Στη δουλειά με τη μονοτονία της επανάληψης
Στην αληθινή ζωή που κερδίζει μόνο η βαθιά επίγνωση θανάτου, η παρήγορη δωρεά της ανάστασης. Ατέρμονος ο κύκλος και ο πόθος του.
*Ποιήτρια-Επιθεωρήτρια Δημοτικής Εκπαίδευσης