21.9.22

Ρώμος Φιλύρας: Ο μποέμ του ονείρου

Η λυρική έξαρση κι ο αυθορμητισμός αποτελούν μάλλον κοινούς τόπους μέσα στην ποιητική μας παράδοση, αλλά σε πολύ λίγες περιπτώσεις εμφανίστηκαν τόσο εντυπωσιακά όσο στην περίπτωση του Ρώμου Φιλύρα, μιας από τις γνησιότερες φωνές ανάμεσα σε όσους ξεκίνησαν από τον μεταπαλαμικό λυρισμό, για να φτάσουν ως τις πιο ακραίες ανανεώσεις του παραδοσιακού στίχου. Σπάνια, στ’ αλήθεια, ό,τι συνήθως ονομάζουμε έμπνευση και φυσικό δώρο το συναντάμε και σε άλλους όπως στον Φιλύρα, μα και σπάνια βρίσκουμε τόσες ποιητικές διαλείψεις και ανισότητες σε ποιητή με τέτοια λυρική ποιότητα· μια ποιότητα που κατάφερε να τη διατηρήσει ως την τελευταία του στιγμή, κι όταν ακόμα είχε διαβεί τη θύρα του δημόσιου ψυχιατρείου.

Γιατί η λυρική έξαρση γι’ αυτόν δεν ήταν μονάχα ένας ποιητικός τρόπος· αποτελούσε καθολική στάση και τρόπο ζωής, μοναδική λυτρωτική διέξοδο από τα δεσμά του βίου, ώστε και μόνη της να αντιπροσωπεύει τον ακρογωνιαίο λίθο της ποιητικής του.

Για τούτο και τις ώρες του πικρού απολογισμού μέσα στο ψυχιατρείο, μαζί με την τραγική του μοίρα, θα θρηνήσει και τη μεγάλη του διάψευση: ότι «παρήλθε» χωρίς να μπορέσει να συγκλονίσει «σε σεισμό» την ψυχή του κόσμου, ότι δεν έγινε τελικά, όπως το διασαλπίζει αλλού σε στιγμές ανατάσεων και ψευδαισθήσεων, «ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης, ο πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείται, ο μεγάλος ο θείος των ρυθμών υποφήτης».

Ο τύπος του γνήσιου ποιητή για τον Φιλύρα, τόσο πριν όσο και μετά την αρρώστια του, είναι ο «πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείται», μόνον ο εμπνευσμένος και μόνον ο πηγαίος, χωρίς λογιότητα και εργαστηριακές αλχημείες πάνω στο ποίημα, χωρίς επιστημοσύνη και σπουδές, ο «μποέμ του ονείρου», ο «πιστός στο ωραίο» και «στη γοητεία της στιγμής» – κι αυτό στάθηκε από την αρχή μισοσυνειδητά μισοασυνείδητα το ιδανικό του πρότυπο. […]




Γιος του Βασίλειου Οικονομόπουλου και της Ασπασίας Σαρηγιάννη, ο Ρώμος Φιλύρας γεννήθηκε την 1η Αυγούστου 1888 στο Κιάτο της Κορινθίας. […] Στα επίσημα χαρτιά του λεγόταν Ιωάννης Οικονομόπουλος, μα ο ίδιος πολύ λίγο φαίνεται να χρησιμοποίησε το πραγματικό του όνομα. Το Δημοτικό και το Σχολαρχείο τέλειωσε στην πατρίδα του, με δασκάλους ένα θείο του και τον πατέρα του, κι όταν η οικογένειά του μεταφέρθηκε στον Πειραιά, γράφτηκε στο εκεί Α’ Γυμνάσιο Αρρένων, απ’ όπου αποφοίτησε το 1904. Το γεγονός ότι παρουσιάστηκε στο στρατό με την ιδιότητα του σπουδαστή, μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως πρέπει να είχε γραφτεί στη συνέχεια και σε κάποια ανώτερη σχολή· είναι ζήτημα, όμως, αν φοίτησε καθόλου. Κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού κι έλαβε μέρος στις μάχες της Μακεδονίας και της Ηπείρου, με αποτέλεσμα να πάθει κρυοπαγήματα. Το 1916 διορίζεται ανθυπολοχαγός αρχειοφύλαξ και κατόπιν στρατιωτικός γραφεύς Β’ τάξεως με το βαθμό του υπολοχαγού, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να δημοσιογραφεί. Η δημοσιογραφία, άλλωστε, υπήρξε το μονιμότερό του επάγγελμα μετά την αποφοίτησή του απ’ το Γυμνάσιο. Στο μεταξύ, γύρω στα 1920, αρχίζουν να εμφανίζονται, ύστερα από ανίατη αφροδίσια αρρώστια, τα πρώτα συμπτώματα της βλάβης του λογικού του, το 1924 διαγράφεται από τα στελέχη των στρατιωτικών υπαλλήλων «ως πάσχων εξ ανιάτου νοσήματος» και το 1927 εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο, όπου έμελλε να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια του. Πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1942, χωρίς να πάψει όλο αυτό το διάστημα να γράφει και να δημοσιεύει.

Το ποιητικό ταλέντο του Φιλύρα εκδηλώθηκε πολύ πρώιμα. Ο ίδιος […] μας πληροφορεί ότι το πρώτο του ποίημα το έγραψε σε ηλικία οκτώ χρονώ, κι ότι έργα του πρωτοδημοσίεψε στο περιοδικό «Χαρά», που έβγαινε το 1897 στο χωριό Ψάρι του Δήμου Στυμφαλίας, κι αργότερα στη «Διάπλαση των Παίδων» […]. Την πρώτη του, ωστόσο, εμφάνιση στη λογοτεχνία έκανε από τον «Νουμά», τον Ιούλιο του 1903, ενώ φοιτούσε ακόμα στο Γυμνάσιο, κι από τότε συνεργάστηκε, χωρίς διακοπή, τόσο στο πρωτοποριακό αυτό περιοδικό του Ταγκόπουλου όσο και σε πλήθος άλλα […]. Συχνή και ποικίλη υπήρξε κι η δημοσιογραφική και λογοτεχνική συνεργασία του στις εφημερίδες, όπου έγραφε κατά καιρούς το χρονογράφημα, την κοσμική στήλη, την κριτική του θεάτρου και του βιβλίου ή δημοσίευε ποιήματά του.

Λιγότερο σχετικά είναι το δημοσιευμένο σε συλλογές έργο του. Πριν κλειστεί στο δημόσιο ψυχιατρείο, είχε τυπώσει τα ποιητικά βιβλία «Ρόδα στον αφρό» (1911), «Γυρισμοί» (1919), «Οι ερχόμενες» (1920), «Κλεψύδρα» (1921), «Ο πιερρότος» (1922), «Θυσία» (1923) και το πεζό «Ο θεατρίνος της ζωής» (1916), που συγκεντρώθηκαν όλα μαζί το 1939 από τις εκδόσεις Γκοβόστη, με κριτική εισαγωγή και επιμέλεια του Αιμίλιου Χουρμούζιου, ως πρώτος τόμος των «Απάντων» του, χωρίς να κυκλοφορήσει ποτέ και δεύτερος. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος από την παραγωγή της τελευταίας του δεκαπενταετίας, γραμμένο τις ώρες των φωτεινών του διαλειμμάτων και σκορπισμένο στις εφημερίδες και τα περιοδικά, εξακολουθεί να παραμένει ασυγκέντρωτο κι άγνωστο, ενώ αρκετά απ’ τα ανέκδοτα χειρόγραφά του έχουν ίσως χαθεί για πάντα, αν λάβουμε υπ’ όψη μας με πόση ευκολία και γενναιοδωρία τα μοίραζε ο ίδιος σε όσους τον επισκέπτονταν κατά την περίοδο της αρρώστιας του. […]




Ο Φιλύρας –το τονίσαμε κιόλας αρκετά– ήταν ποιητής με σπάνια έξαρση και πηγαία λυρικά αναβρύσματα, αλλά και με όλα τα μοιραία επακόλουθα του ποιητικού αυτοσχεδιασμού στη μορφή και στη δομή των ποιημάτων του, ώστε να μοιάζει περισσότερο νεορρομαντικός και φανταιζίστας παρά νεοσυμβολιστής, όπως οι άλλοι της νεορρομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής, όπου τελικά ανήκει κι αυτός. Κατ’ εξοχήν αντιεργαστηριακός, άφηνε ελεύθερα την έμπνευση να τον κυβερνήσει, σπάζοντας απ’ τις πρώτες του ακόμα συλλογές την ως τότε λογοκρατική αντίληψη για την ποίηση και φροντίζοντας να βολεύει «εκ των ενόντων» τα κενά που δημιουργούσε στο στίχο, στη γλώσσα και στην εννοιολογική συνοχή του ποιήματος η εγκατάλειψή του στη διάθεση της στιγμής. Αν τώρα προσθέσουμε και τον αντίχτυπο που είχε από ένα σημείο και πέρα στην ποίησή του η περιπέτεια του σαλεμένου του λογικού, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα της όλης ακαταστασίας του κατακερματισμένου απ’ την αρρώστια έργου του, ενός έργου που παρά τις ανισότητές του δεν παύει ν’ αποτελεί έκφραση μιας απ’ τις πιο αυθεντικές και τις πιο γνήσιες φωνές του νεοελληνικού λυρισμού […].




Καθώς τον χαρακτήρισε ο Βάρναλης, ο Φιλύρας είναι «ορμεμφυτικός, αδιανόητος, εκρηκτικός». Γι’ αυτό ίσως, εκτός από κάποια επιπόλαια μαθητεία στον Παλαμά, στα σονέτα του Μαβίλη και περισσότερο στον Μαλακάση, δεν παρουσιάζει σπουδαίες επιδράσεις. Αντιφατικός και διακυμαινόμενος, έχει συχνά ύφος και έξαρση «μείζονος» και θέματα «ελάσσονος». […]

Και η γυναικολατρεία του περνάει κι εκείνη από παρόμοιες διακυμάνσεις. Πρόκειται για ένα είδος αδιάκοπου ερωτικού οργασμού, που έχασε το δρόμο του κι έμεινε στην κατάσταση της εφηβείας. […] Προπάντων όμως, χαρακτηριστικό και τούτο του ερωτικού του ανικανοποίητου και της ρομαντικής καταγωγής του, είναι οι απρόσιτες, οι άπιαστες οπτασίες, «εκείνες που του φύγαν». Οι πραγματικές, όποιες μπόρεσε να τις κρατήσει μέσα στα χέρια του, έμειναν γι’ αυτόν «συνηθισμένες».

Αλλά ο Φιλύρας, πέρα απ’ την ίδια την ποιότητα του λυρισμού του, παρουσιάζει ενδιαφέρον κι από την άποψη τη γραμματολογική. Μέσα στο έργο του, καθώς και στο έργο δυο τριών άλλων σύγχρονών του, σημειώνεται μια στροφή ιδιαίτερα σημαντική για την ποίησή μας. Από την παλαιότερη ποιητική νοοτροπία περνάμε στη νεώτερη, από την αδρότερη αίσθηση στη λεπταισθησία, ενώ, απ’ την άλλη μεριά, πριν και μαζί με τον Καρυωτάκη, γίνεται κι ένας απ’ τους πρώτους που ανοίγουν ρήγμα στην παράδοση. […]

*Αποσπάσματα από κείμενο του Κώστα Στεργιόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Ο Ρώμος Φιλύρας και ο πηγαίος λυρισμός» και είχε δημοσιευτεί –με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα ετών από το θάνατο του Φιλύρα– στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, κριτικής και κοινωνικού προβληματισμού) το 1982 (αρ. φύλλου 7-8, Ιούλιος – Αύγουστος 1982).


ΠΗΓΗ: in.gr