Αισθήματα έχω αδερφικά
για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά
που με χιόνια και βροχές
να με φυλάνε έχουν διαταγές.
Μικρόφωνα βάζουν για ν’ ακούν
όσα από το στόμα μου περνούν
τραγούδια και βρισιές κι αστεία
στον καμπινέ και στην τραπεζαρία.
Αδέρφια μου ασφαλίτες, εσείς μόνο
τον δικό μου ξέρετε τον πόνο.
Εσείς ξέρετε πως
η σκέψη μου είναι διαρκώς
τρυφερή και παθιασμένη
στον αγώνα αφιερωμένη.
Λόγια που αλλιώς θα ‘χαν χαθεί
στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί.
Και για ύπνο όταν πάτε
τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε.
Ευχαριστώ γι αυτό πολύ
συνεργάτες μου πιστοί.
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη
Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο
Θα φροντίσουμε εμείς γι’αυτό
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει
Στους μπουρζουάδες
Κριτική να κάνουμε
αυτό δεν φτάνει
Του γουρουνιού του αστισμού
Να κόψουμε πρέπει τα πόδια
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει
Η ελευθερία για μας
Είναι μια ωραία γυναίκα
Έχει υπογάστριο και υπεργάστριο
Δεν είναι κάνα χοντρογούρουνο αστικό
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει
Ούτε ένας χαφιές
Δουλειά να μη βρίσκει
Κι έτσι στρατιά ολάκερη
Θε νά’χουμε ανέργων
Χριστούλη μου όμορφη πού’ναι
Η προφητεία αυτή
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει
Αυτούς τους έχω βαρεθεί
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους γερμανούς τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Μας μένει ό,τι καλό ήταν και καθάριο
Πως διάφανη ήταν πάντα η ψυχή σου
Κι έβλεπε μέσα σου κανείς
Αγάπη, μίσος μα ποτέ φόβο
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Αυτοί σε φοβούνται
Μα εμείς σ’αγαπούμε
Βλέποντας εμπρός στον αγώνα
Εκεί που γελάει ο χάρος
Κει που ο λαός τέρμα βάζει στη μιζέρια
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Και δεν έγινες εργατομανδαρίνος
Ούτε τέρας ιερό να κυνηγάς τον παραβάτη
Και τον ήρωα να κάνεις πίσω από το γραφείο
Σε αντίθεση αγεφύρωτη με τα παλιά παράσημά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Ο σύντροφος Χουλιαν Γκριμάου
Αχ αδερφοί
στης Μαδρίτης Την γκρίζα αυγή
Την ώρα που σε μας οι άνδρες ακόμα κοιμούνται
Πεθαίνει ο Χουλιάν Γκριμάου
Αχ αδερφέ
Στης Μαδρίτης την γκρίζα αυγή
Την ώρα που σε μας ο ήλιος από αίμα βγαίνει
Πεθαίνει ο Χουλιάν Γκριμάου
Αχ μάνα
Στις Μαδρίτης της γκρίζα αυγή
Προτού κανείς εδώ διαβάσει την εφημερίδα
Πεθαίνει ο Χουλιάν Γκριμάου
Σύντροφοι
στης Μανδρίτης την κόκκινη αυγή
Ο Χουλιάν Γκριμάου
Μαζί μας ζει
Ζει κι ωστόσο είναι νεκρός
(Τα ποιήματα μελοποιήθηκαν από το Θάνο Μικρούτσικο και ερμηνεύτηκαν από την Μαρία Δημητριάδη το 1975, στο δίσκο “Πολιτικά τραγούδια”.