Γράμματα που έγραψε στο βλέμμα τους η αγάπη
Όνειρα που κέντησαν στον ύπνο τους οι αράχνες
Ο θάνατος σαν ύφασμα σύρθηκε ανάμεσά τους
Έσβησαν έτσι τα λαμπρά τους μάτια σαν λυχνάρια
Το δέρμα τους που ήταν σφιχτό σαν το πανί στον άνεμο
Δεν νιώθει πια τη ζεστασιά που χύνουν τα κορμιά
Σαν ημερομηνίες τα ονόματά τους
Όμως καθώς χαμογελάς χαμογελούν ακόμα
Τα βήματά τους αντηχούν μέσα στα βήματά μας
Και στην καρδιά μας νιώθουμε το χτύπο της καρδιάς τους.
*
Όπως αποκαλύπτει και ο τίτλος του, κινητήριο ερέθισμα του ποιήματος, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Κεντρική Στοά (1968), είναι η επώδυνη μνήμη. Ο ποιητής είναι επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό και γι’ αυτό ρέπει σε μια γραφή συνειρμική, που αδιαφορεί για τη λογική συγκρότηση και ανέλιξη του ποιήματος. Έτσι, οι στίχοι γράφονται και παρατίθενται σαν ασύντακτες εκλάμψεις της μνήμης. Στο επίκεντρο λόγου χάριν αυτής της μνήμης είναι τα γράμματα και τα όνειρα των νεκρών, που τώρα ανακαλούνται ή αναπλάθονται.