30.8.22

Ο ΟΛΥΜΠΟΣ, το ΛΙΤΟΧΩΡΟ, ο ΕΝΙΠΕΑΣ, η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ...

«Εκτός της ..."Παναγιάς σου" κανείς δεν σε θυμάται, σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι τού Χαμού» Ποίημα του Νίκου Καββαδία








 


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
                     Στο Γιώργο Κουμβακάλη
Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι.
-Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Modigliani,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί;

Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.


Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που ΄κλαιγε πνιχτά μεσ’ το ρικσά.

Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες «σ’ αγαπώ».
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.


ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

 

Ανθισμένα αγριολούλουδα,

στους πρόποδες του Ολύμπου στρωμένα,

αψηφούν με θράσος του Μάρτη τις ψυχρές ριπές

του αέρα ανάσες,

τρεμοσβήνουν σαν κεριά αναμμένα παλεύοντας το αγιάζι

στο μανουάλι της Παναγιάς  του Ολύμπου,

αντέχουν στο κρύο «ως εκ θαύματος».

Λιτή προσευχή στην εικόνα της αγίας μάνας

ψιθυρίζουν τα άνθη νυχθημερόν.

Μπρος  στο ξωκλήσι του Ενιπέα 

διαβάτης του χρόνου, 

εσύ,

αναζητάς με το βλέμμα

τα παλάτια αρχαίων θεών στον Μύτικα ψηλά

στραμμένα τα μάτια.

Γη του πέτρινου τόπου,

λιθόχωρος του Αγίου Διονυσίου

αιωρούμενη οσμή θυμιάματος στο Μετόχι,

βυζαντινές  ικεσίες αντιλαλούν στα φαράγγια

των αγώνων προπύργιο,

της Επανάστασης τόπος λυτός

του εμφύλιου σπαραγμού οδύνη περίπλοκη,

πληγή στης μάνας το στήθος 

τα αντιμαχόμενα παιδιά

νεκρά στο χώμα αδέρφια.

Λιθόχωρος  των ηρώων και των χορωδών.

Λιτόχωρο του μύθου και της ιστορίας,

προσήλιο απάγκιο των ναυτικών

των ορειβατών αφετηρία εξερεύνησης 

 αρχαίων παλατιών.

-Επισκέπτη του ιερού βουνού,

περιδιαβαίνεις στους πρόποδες,

στης ακροθαλασσιάς τα κύματα ξαποσταίνεις

θωρώντας από τα Γκρέμια τη Λητώ 

να καθρεπτίζεται

στο φεγγάρι της θάλασσας.

Κάθε αγάπη σου στη ράχη των κυμάτων ταξιδεύει,

Φως, τη ζωή μας ζεσταίνει,

Φως, στη ζωή μας λαμποκοπά.

Γη διαλεγμένη από τους θεούς,

γη ευλογημένη από την Παναγιά του Ολύμπου,

το πέτρινο ξωκλήσι της ελπίδας, της χαράς και της αγάπης.


*** Υπάρχουν πέντε εκδοχές για τρεις ορθογραφίες της λέξης Λιτόχωρο (ή Λητόχωρο ή Λυτόχωρο), με την επικρατούσα να δίνει και τη σημερινή ονομασία με γιώτα. Η μυθική Λητώ θεωρείται υπαίτια για την ορθογραφία με η, ενώ η γραφή με υ προκύπτει από το «λυτός» (δηλ. ελεύθερος) τόπος. Το τελευταίο οφείλεται πιθανόν στο μετριότερο καθεστώς τουρκοκρατίας (σε σύγκριση με άλλες περιοχές) του κεφαλοχωριού της Πιερίας ή γενικά στο «ελευθερίζον» φρόνημα των ντόπιων. Επιπρόσθετα, η λέξη ίσως προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη λιτή (+χώρος), δηλαδή την προσευχή. Ακόμη, μπορεί να είναι παράφραση της λέξης Λιθόχωρο, δηλαδή του πέτρινου τόπου, γνώμη που βρίσκει τους περισσότερους υποστηρικτές. Υπάρχει, τέλος, η άποψη πως Λιτόχωρο σημαίνει απλώς λιτός χώρος.
Μέσα στο ποίημα διαβάζουμε όλες τις εκδοχές!!