ΠΥΘΙΟΝΙΚΑΙΣ I
ΙΕΡΩΝΙ ΑΙΤΝΑΙΩΙ ΑΡΜΑΤΙ
Χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων [στρ. α]
σύνδικον Μοισᾶν κτέανον· τᾶς ἀκούει
μὲν βάσις ἀγλαΐας ἀρχά,
πείθονται δ᾽ ἀοιδοὶ σάμασιν
ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων
ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα.
5καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις
αἰενάου πυρός. εὕδει δ᾽ ἀνὰ σκά-
πτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖ-
αν πτέρυγ᾽ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις,
ἀρχὸς οἰωνῶν, κελαινῶπιν δ᾽ ἐπί οἱ νεφέλαν [αντ. α]
ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάϊ-
θρον, κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων
ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, τεαῖς
10ῥιπαῖσι κατασχόμενος. καὶ γὰρ βια-
τὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπών
ἐγχέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν
κώματι, κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλ-
γει φρένας ἀμφί τε Λατοί-
δα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν.
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοάν [επωδ. α]
Πιερίδων ἀΐοντα, γᾶν τε καὶ πόν-
τον κατ᾽ ἀμαιμάκετον,
15ὅς τ᾽ ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος,
Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε
Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μάν
ταί θ᾽ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι
Σικελία τ᾽ αὐτοῦ πιέζει
στέρνα λαχνάεντα· κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει,
20νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
ΠΡΩΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ ΤΟΝ ΑΙΤΝΑΙΟ,
ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΡΜΑΤΟΔΡΟΜΙΑ
Ω φόρμιγγα χρυσή, του Απόλλωνα [στρ. α]
και των Μουσών με τις μενεξελιές πλεξούδες
κτήμα κοινό και ταιριαστό,
σε σένα των χορωδών το βήμα υπακούει,
σαν η λαμπρή γιορτή αρχίζει·
τα σήματά σου οι αοιδοί ακολουθούνε,
όταν τα προοίμια, με των χορδών σου τον παλμό ανακρούεις,
που του χορού δηλώνουν την αρχή.
5Εσύ και την ανέσπερη φωτιά στου κεραυνού τη λόγχη σβήνεις.
Πάνω στο σκήπτρο του Διός
κοιμάται ο αετός, των πουλιών ο αρχηγός,
αφήνοντας χαλαρές δεξιά ζερβά να πέφτουν
τις γοργές του φτερούγες·
γλυκά τα βλέφαρά του κλείνει, [αντ. α]
γιατί νεφέλη μελανή στο αγκυλωτό κεφάλι γύρω έχεις απλώσει,
και κοιμισμένος τη λυγερή του ράχη ανασηκώνει
10από τις συγχορδίες σου μαγεμένος.
Αλλά και ο βίαιος Άρης
του κονταριού του την τραχιά αιχμή στην άκρη αφήνει
και νιώθει την καρδιά του να γλυκαίνει από τον ύπνο·
οι μαγικοί σου ήχοι και το μυαλό των αθανάτων συνεπαίρνουν
χάρη στου τέκνου της Λητώς την τέχνη
και των βαθύκολπων Μουσών.
Και όσα, πάνω στη γη και το ακατάλυτο το πέλαγο, [επωδ. α]
ο Δίας δεν αγαπά ταράζονται,
των Πιερίδων τ᾽ άσματα σαν ακούσουν,
κι εκείνος που κείτεται στον Τάρταρο τον τρομερό,
15των θεών ο εχθρός, ο εκατοντακέφαλος Τυφώνας·
αυτόν, που κάποτε τον έθρεψε της Κιλικίας η ξακουστή σπηλιά,
τώρα οι κυματόδαρτες ακτές πέρ᾽ απ᾽ την Κύμη
και η Σικελία τα δασύτριχα του πιέζουνε στέρνα,
κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί,
της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό,
20που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.
πηγη