17.1.22

Το μπουρίνι – Μ. Καραγάτσης (Ένα απόσπασμα)

Όταν ο ήλιος βασίλεψε κάτω, στην άκρη του ατέλειωτου κάμπου, οι θεριστάδες, μ’ ένα λαχάνιασμα ίσιωσαν το κορμί τους, ύστερ’ απ’ το σκύψιμο μιας ολόκληρης ημέρας. Το βραδινό αεράκι θρόισε απαλά μέσα στα στάχυα. Πάνω στα λιγοστά δέντρα —τα ξεραμένα από την κάψα και το λίβα— κούρνιασαν οι στερνές κάργιες*, μέσα σ’ όργιο από φωνές.

Πιο κάτω, έξω απ’ τα τσαντήρια των γύφτων, τα τσουκάλια έβραζαν πάνω σε μεγάλες φωτιές. Ένα μελαχρινό πλήθος, ντυμένο κουρέλια πολύχρωμα και καθισμένο ανακούκουρδα, περίμενε —σιωπηλό και χαυνωμένο απ’ τη δουλειά της ημέρας— το κατέβασμα της χύτρας απ’ το τσιγκέλι του τρίποδου. Μέσα απ’ τους ιδρωμένους κόρφους βγήκαν μαντίλια λερά, γεμάτα μ’ ένα κομμάτι ψωμί κρίθινο, ένα κρομμύδι, δυο σκελίδες σκόρδο. Τα τσιμπούκια γέμισαν λαθραίο καπνό, κλεμμένο απ’ τους αυλαγάδες* των καραγκούνηδων. Κάποιο βιολί αντήχησε παράξενα. Μια σπασμένη αντρίκια φωνή το συνόδεψε. Η νύχτα ακολουθούσε αργά το μακρόσυρτο δείλι του καλοκαιριού.

Οι καραγκούνηδες χώρισαν απ’ τους γύφτους. Τράβηξαν για το χωριό τους, που μόλις υψωνόταν πάνω απ’ το χώμα. Ούτε ένας καπνός δε στεφάνωνε τις χαμηλές στέγες. Ούτε μια φωνή δε ζωντάνευε τους μίζερους αυλαγάδες. Όλοι —άντρες, γυναίκες και παιδιά— είχαν πάει στο θέρο. Μέσα στο λυκοφώτισμα*, η ανάρια* παρέα τους σερνόταν αμίλητη κι άχαρη. Κανένα πρόσχαρο χρώμα πάνω στα ξεραμένα κορμιά. Όλοι φορούσαν βαριά σιγκούνια* από μαύρο μαλλί, ξεβαμμένο απ’ τον ήλιο, ποτισμένο απ’ τις βροχές και τους ιδρώτες. Καθώς περνούσαν μπροστά απ’ το κονάκι —που ήταν λίγο πιο έξω απ’ το χωριό— χαιρέτισαν τον αφέντη τους τον τσιφλικά, καμπουριάζοντας το κορμί. Άχνα δεν βγήκε απ’ το λαρύγγι τους. Μόνο τ’ άγνωρα παιδιά —που σέρναν τα γυμνά τους πόδια στην παχιά σκόνη του χωραφόδρομου— σταμάτησαν μια στιγμή, με στόμα ανοιχτό, μπροστά στις ψηλές μπότες, τα μακριά μουστάκια και το μονόκλ του Πήτερ Χατζηθωμά. Ύστερα, σκόρπισαν στα σπίτια τους. Οι γυναίκες άναψαν το μικρό λαδολύχναρο, για να στρώσουν τα σκουτιά του ύπνου. Να δώσουν ένα κομμάτι ψωμί στα μισοκοιμισμένα παιδιά. Μερικοί άντρες —οι νεότεροι— ξεκίνησαν αργά για τον καφενέ. Να περάσουν την ώρα κουτσοπίνοντας τσίπουρο, πριν αποκατιάσουν*.

Εκείνο το βράδυ, ο γερο-Γκουντής ο Ποτούλης, σαν γεύτηκε το ψωμί και το κρομμύδι του, αντί να πάει στο γιατάκι*, φόρεσε το τρίχινο σκουφί του και τράβηξε κατά την πόρτα. Η γριά του —η Γκουντίνα— ξαφνιάστηκε.

— Πού πααίν’ς, Γκ’ντή;

— Δ’λειά σ’! της απάντησε ο άντρας. Κι η σκλάβα του κάμπου βουβάθηκε μπρος στην προσταγή του αφέντη της.

Ο Γκουντής πήρε το δρόμο του κονακιού, με την αργή και μετρημένη περπατησιά των καμπίσιων της Θεσσαλίας. Μες στο μυαλό του γύριζε τα λόγια που θα ‘λεγε του τσιφλικά. Η αταβική* διπλωματία της τεσσεροχιλιόχρονης σκλάβας γενιάς του, πάλευε μέσα του με την απελπισία της στιγμής. Σαν έφτασε μπρος στη βαριά πόρτα με τα μαντεμένια* καρφιά, δεν είχε πάρει ακόμα απόφαση. Αναστέναξε βαθιά. Κι έκρουσε το μάνταλο. Τα λυκόσκυλα ούρλιαξαν στην αυλή. Πάνω στις πέτρες ακούστηκαν περπατησιές. Η πόρτα μισάνοιξε.

— Ποιος είναι; ρώτησε μια φωνή.

— Ιγώ. Η Γκ’ντής, η Πουτούλ’ς.

—Τι χαλεύ’ς γιέρου;*

— Θέλου να ιδώ τ’ αφεντ’κό.

— Κάτσι να ρουτήξω.

Η πόρτα ξανάκλεισε. Ο Γκουντής έμεινε μόνος, μες στη νύχτα. Πέρασαν λίγα λεφτά. Και πάλι ο Αρβανίτης ούσμπασης* άνοιξε το βαρύ θυρόφυλλο.

— Άιντε, ορέ Γκουντή. Το αφέντια σε καρτεράει στο οντά*.

Το κονάκι ήταν σπίτι παλιό, δίπατο, απ’ τον καιρό των Κονιάρων. Ο παλιός τσιφλικάς —ο Ρουστέν-μπεης— που το κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του, το ‘χε αφήσει να σαραβαλιαστεί. Τα καφάσια του χαρεμλικιού* σάπισαν κι έπεσαν. Απ’ τα σπασμένα τζάμια, ο σκληρός βοριάς του κάμπου έμπαινε λεύτερος. Σαν ο Ρουστέν-μπεης γέρασε και σπατάλησε την περιουσία του σε γλέντια κι ελεημοσύνες, πούλησε το τσιφλίκι του —το Κοριλάρ— στον Πήτερ Χατζηθωμά. Κι αυτός, κλείστηκε στο σαράι* του της Λάρισας, ανάμεσα στις αγαπημένες του γυναίκες — ο Αλλάχ δεν του ‘δωσε παιδιά. Και πρόσμενε το θάνατο με ψυχή γαλήνια, σαν καλός μουσουλμάνος που ήταν. Εξάλλου, στην καρδιά του βασίλευε πίκρα μεγάλη. Εδώ και λίγα χρόνια, το βιλαϊέτ* της Λάρισας γίνηκε γιουνάνικο*. Το Γκιαούρ ασκέρ* με τα γαλάζια παντελόνια, έπνιξε τον κάμπο. Κι από πίσω του, μια συμμορία από πειναλέους Παλιολλαδίτες. Που έπεσαν σαν ακρίδα και λοιμική* στο παρθένο χώμα της Θεσσαλίας…
Ο καινούριος τσιφλικάς του Κιριλάρ —ο Πήτερ Χατζηθωμάς— ήταν από κείνους τους Ρωμιούς που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αγγλία. Λεβεντάνθρωπος πενηντάρης, διατηρημένος εξαίσια από την υγιεινή ζωή και τον αθλητισμό των Αγγλοσαξόνων. Έφτασε στο μίζερο καραγκουνοχώρι φέρνοντας μαζί του τρία μπαούλα με κοστούμια σπορτ, πέντε λυκόσκυλα, μια ντουζίνα ρακέτες του τέννις, ολόκληρη συλλογή από κυνηγετικά όπλα και μια Φραντσέζα. Διόρθωσε το παλιό κονάκι, σε τρόπο που να ‘χει όλες τις ανέσεις. Όσο για το χτήμα και τ’ ανθρώπινα χτήνη που το δούλευαν, δεν άλλαξε τίποτα. Οι προϋποθέσεις του ανθρωπισμού δεν έχουν καμιά σχέση με τις δουλειές. Business are business…Όταν ο Γκουντής μπήκε στον οντά, ο Χατζηθωμάς έπινε το βραδινό του ορεχτικό, ύστερ’ από μέρα πολύ κοπιαστική. Η Φραντσέζα του κάπνιζε ξαπλωμένη στην πολυθρόνα, πλάι στο παράθυρο. Δίπλα της, σ’ ένα τραπεζάκι, ήταν η καράφα με το ούζο, κι ένα ποτήρι από κρύσταλλο βοημικό. Ο χωριάτης, για μια στιγμή, έμεινε ξαφνιασμένος μπρος στην όμορφη γυναίκα με τη νωχελική και προκλητική θωριά. Ούτε είχε ακούσει ποτέ —ούτε είχε φαντασθεί— ότι μπορούσε να υπάρχει στον κόσμο, τέτοιο πλάσμα. Γρήγορα όμως μαζεύτηκε στον εαυτό του. Χαιρέτισε με τεμενά. Και περίμενε σιωπηλός, να του μιλήσει πρώτος ο αφέντης.

— Τι θέλεις, γέρο; τον ρώτησε ο Χατζηθωμάς.

Ο Γκουντής αναστέναξε κατεβάζοντας τα μάτια. Τα ξεραγκιανά του δάχτυλα τριγύριζαν, σαστισμένα, τον τρίχινο του σκούφο.

— Αφέντη, είπε. Τι να γίνει; Ο Θιος μι κατατρέχ’. Ντιπ! Σπυρί δεν έβγαλα! Ούτι του ιένα τρία!* Τι να γένου, η έρμους;

Ο Χατζηθωμάς άναψε την πίπα του:

— Τι θέλεις να σου κάνω εγώ, γέρο; Η σοδειά, φέτο, είναι κακή.

Τα μάτια του Γκουντή σηκώθηκαν απ’ το σκούφο:

— Αφέντη μ’. Η Θιος καταράσ’ κι του χώμα μ’. Οι άλλοι έχ’ νε του ιένα ιφτά κι ουχτώ. Κι σάμπους του βιο μ’ είνι μιγάλου; Τα ξέρ’ς τα χουράφια μ’…

— Τι σοδειά έχεις, γέρο;

— Έχου διν έχου διακόσια σταμπόλια*. Η αφεντιά σ’ θα μι πάρ’ τα μ’ σά. Τι να κάνου μι ικατό σταμπόλια; Πέντι κατουστάρ’ και θα πιάσου στου παζάρ’*. Η καπνός του αυλαγά μ’ χάλασι. Τουν έφαϊ του σκ’ λίκι. Κάτι κρουμμύδια μου μνήσκουν*. Τι να γένου, η έρμους;

Ο Χατζηθωμάς άρχισε να στεναχωριέται:

— Και τι θέλεις από μένα;

— Μη μ’ πάρ’ς του μισό φέτους — είπε ο Γκουντής. Πάρι μουνάχα πινήντα σταμπόλια. Κι από χρόν’, α θέλ’ η Θιος, να στα δώσου…

— Δεν γίνονται αυτά γέρο. Αν αρχίσω να χαρίζω στον ένα και στον άλλον, πάω χαμένος. Βγάλ’ τα πέρα όπως μπορείς.

Πάγωσε η καρδιά του Γκουντή:

— Κυρ Πέτρο! Αφέντη μ’! Θα χαθώ! Θα κριμαστώ! Πώς να ζήσου, ιένα χρόνου, μι πεντακόσιες δραμές; Πώς να πλερώσου τ’ ομόλογο*;

— Ποιο ομόλογο; ρώτησε ο Χατζηθωμάς, κοιτώντας το γέρο με περιέργεια.

— Χρουστάου διακόσιες δραμές στου Χαΐμ*, στ’ Λάρ’σα. Τι να ‘κανα; Του κουρίτσι μ’ είχι αρρουστήσ’. Έλιουνι, πέθνησκι. Του πήα στ’ Λάρ’ σα, στου γιατρό. Η γιατρός μι πήρε είκουσι δραμές. Η σπιτσέρης*, τρανταπέντι. Μ’ είπι, η γιατρός, να τ’ δίνου, του κορ’τσιού, κάθε μέρα κρίας. Ξουδεύ’κα, χριώθ’κα, πνίγ’κα! Κι του χουράφ’, δεν έδ’ κι ούτε ιένα τρία…

— Κι ήταν ανάγκη να πας στη Λάρισα το κορίτσι σου γέρο; Κι εδώ μπορούσε να γίνει καλά.

Στα μάτια του Γκουντή ζωγραφίστηκε απέραντη αγωνία:

— Πέθνησκι, αφέντ’, του κουρίτσ’! Έλιουνι! Μουνάχου το ‘χου. Η Ζουγράφου μ’, σαν του κρύου του νιρό! Πώς να βαστάξ’ η ψυχή μ’;

Οι καπνοί της πίπας σκέπασαν το πρόσωπο του Χατζηθωμά.

— Άιντε, γέρο — είπε. Πήγαινε. Και θα ιδούμε…

Ο Γκουντής προσκύνησε, και βγήκε πισωπατώντας. Δεν είχε πια πνοή. Τα γόνατά του ήσαν κομμένα. Σαν βρέθηκε έξω, ανάσανε βαθιά τον καθαρόν αέρα. Η νυχτερινή γαλήνη απλωνόταν χαρωπή στον πλατύ κάμπο. Πίσω απ’ τον Κίσαβο, σιγοπρόβαλε το φεγγάρι. Τα χρυσά πέλαγα του σταριού πήραν ζωή μυστική. Στην κατασκήνωση των γύφτων οι φωτιές δεν είχαν σβήσει ακόμα…

Περίληψη: Ο Γκουντής είχε, εκτός από τη Ζωγράφω, και ένα δεκαοχτάχρονο γιο, το Νάσο· ήταν ζωηρός και ανυπόταχτος, θαύμαζε τη ζωή των τσιγγάνων και των άλλων νομάδων του θεσσαλικού κάμπου και αντιστεκόταν στη θέληση του πατέρα του να στρωθεί στη σκληρή δουλειά.

Μ. Καραγάτσης. Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του ’30». Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1908 και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1960.


Σαν τέλειωσε ο θέρος, ο επιστάτης του τσιφλικά —ο Γιώργης— ζύγισε το γέννημα* των κολίγων*, για να πάρει το μισό. Έτσι ήταν ο νόμος στη Θεσσαλία, από τον Όλυμπο στην Γκούρα, από το Πήλιο στ’ Άγραφα. Η γη ήταν χτήμα του τσιφλικά. Κι οι καραγκούνηδες τη δούλευαν από πατέρα σε παππού, την πότιζαν με τον ιδρώτα τους, για να δίνουν το μισό γέννημα στον αφέντη.Πήγε ο Γιώργης και στο κιουτσέκι* του γερο-Γκουντή, να ζυγιάσει. Γινόντανε δυο ζύγια. Ένα, να δείξει πόσο ήταν ολόκληρο το γέννημα. Κι άλλο ένα, για να πάρει ο τσιφλικάς το μισό. Άρχισε το πρώτο ζύγι.

Ο Γκουντής κι ο Νάσος κουβαλούσαν τα σακιά με το στάρι στην παλάντζα. Ο Γιώργης ζύγιζε κι έγραφε τα νούμερα στο τεφτέρι. Έξαφνα, ο Γκουντής σταμάτησε, με μάτι γεμάτο παράπονο. Ο επιστάτης, καθώς ζύγιζε, έβαζε το πόδι κάτω απ’ την παλάντζα, αβγατίζοντας έτσι κάθε πέζο* τέσσερες και πέντε οκάδες.

— Κυρ Γιώργη μ’ — είπε ο Γκουντής. Στου Θιο θα δώκ’ς την ψυχή σ’! Μη μ’ αδικείς, τουν έρμου!

Ο επιστάτης κοκκίνισε από θυμό:

— Πάψε, γέρο! Ξέρω τι κάνω! Κι αν νομίζεις πως σ’ αδικώ, τα παράπονά σου στον αφέντη.

Ο γέρος έσκυψε το κεφάλι και λούφαξε. Η πείρα μιας ολόκληρης ζωής τον είχε διδάξει πως δεν πρέπει να τα βάζεις με τον αφέντη. Μα η ψυχή του Νάσου αναταράχτηκε. Με μούτρο φλογισμένο από θυμό, πήγε κοντά στον έμπιστο του τσιφλικά.

— Άκου, κυρ Γιώργη — είπε. Α ματαβάλ’ς του πουδάρ’α’ στου τάσ’ της παλάντζας, στου κόβου του πουδάρ’ σ’!

Ο επιστάτης για μια στιγμή στάθηκε αμίλητος, ξαφνιασμένος απ’ το θράσος του κολίγα. Τέτοιο πράμα δεν είχαν ματαϊδεί τα μάτια του! Μέσα του άναψε θυμός σκυλίσιος. Άρπαξε το κουρμπάτσι* και το σήκωσε με απειλή:

— Τσογλάνι του κερατά! Σε μένα μιλάς έτσι, μωρέ;

Με κίνηση γοργή, ο Νάσος ξέφυγε το χτύπημα. Έτρεξε στη γωνιά του κιουτσεκιού, που ‘ταν ριγμένος ένας σωρός ξύλα. Κι άρπαξε το τσεκούρι:

— Α, με βαρέσ’ς, ρουφιάνι, σ’ λιανίζου σαν κιμά!

Ο γέρο-Γκουντής έπεσε ανάμεσά τους, να προλάβει το μακελειό.

— Κυρ Γιώργη μ’! τραύλιζε. Κυρ Γιώργη μ’! μην τουν ξεσυνερίζ’σι τουν έρμου!

Και γυρνώντας στο γιο του, με μάτι σκληρό:

— Ισύ, δ’ λειά σ’! Τι ανακατέβ’σι; Δ’κόμ’ δεν είν’ του βίος; Τι μπαίν’ς στ’ μέσ’, δικεόρος*;

Η Γκουντίνα που ζύμωνε μπομπότα* στο χαγιάτι, έτρεξε λαφιασμένη σαν άκουσε το σαματά. Έπαιζαν ανήσυχα τα τρομαγμένα μάτια της. Πάλευε η ανάσα στ’ αχαμνό της στήθος. Ξοπίσω πρόβαλε η κόρη της, η Ζωγράφω. Λιγνή, αδύνατη, τυλιγμένη στο σκούρο τσεμπέρι.


— Τη δ’λειά σ’, ισύ! ξανάειπε ο Γκουντής στο γιο του. Άιντε στου χουράφ’! Για μπιλάδις είσι μουνάχα.

Ο Νάσος υποταγμένος στη φωνή του πατέρα του, πέταξε με λύσσα το τσεκούρι πάνω στα ξύλα. Το σαγόνι του έτρεμε. Τα μάτια του ξέσκιζαν το άπειρο, σαν ατσάλι. Δεν έβγαλε λόγο. Με περπατησιά βαριά, δρασκέλισε τη φραχτωσιά* του αυλαγά. Και τράβηξε στα χωράφια, με ψυχή τρικυμισμένη.

— Τι τρέχει εδώ;

Στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε ο Χατζηθωμάς. Φορούσε σετακρούτα* φρεσκοσιδερωμένη, κάσκα ολόλευκη, γάντια κρεμ. Το μονόκλ, σφηνωμένο στο μάτι, του ‘δινε ύφος γεμάτο ευγένεια και θέληση συγκρατημένη. Ο Γκουντής λύγισε το κορμί του ως τη γη, καθώς έτρεξε να προαπαντήσει τον τσιφλικά.

— Τίπ’ τας, αφέντη μ’! Τίπ’ τας! Ικείνους η ρέμπελους*, η γιος μ’ κακουμίλ’ σι του κυρ Γιώργη. Μα το ‘διουξα, του παλιόπ’δου! Είπα του κυρ Γιώργη, να μην το ξεσυνερ’στεί.

Ο Χατζηθωμάς τριγύρισε το μονόκλ του στο μίζερο κιουτσέκι με τους καπνισμένους τοίχους. Κοίταξε τα λιγοστά σακιά με το γέννημα του Γκουντή. Τις κρεμασμένες αρμάδες* του καπνού. Το σωρό τα ξύλα, πλάι στο στόμα του φούρνου. Κατόπι είδε την Γκουντίνα, που κοιτούσε πετρωμένη απ’ το φόβο, κρατώντας ανοιχτά τα γεμάτα προζύμι δάχτυλά της. Και ξοπίσω τη Ζωγράφω, με τα μεγάλα ανόητα μάτια και το μισάνοιχτο στόμα. Με σιγανές χειρονομίες άναψε τσιγάρο. Και ξάπλωσε στην καρέκλα, που τσακίστηκε να του φέρει ο Γκουντής. Με τρόπο έκανε νόημα του επιστάτη. Κι ο Γιώργης γλίστρησε αθόρυβα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Ο τσιφλικάς έριξε χαμογελαστή ματιά στο γέρο που στεκόταν πελαγωμένος, μην ξέροντας τι να κάμει και τι να μιλήσει. Κι είπε:

— Ε, γέρο Γκουντή! Δεν με κερνάς κάνα τσίπουρο;

Οι καραγκούνηδες έγιναν χίλια κομμάτια να τον περιποιηθούν. Και σε λίγο, η Ζωγράφω απόθεσε μπροστά του το δίσκο με το τσίπουρο και μεζέ ντομάτα.

— Η κόρη σου είναι; ρώτησε ο Χατζηθωμάς.

Ο Γκουντής κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας, δίχως ν’ αποκριθεί.

— Να σου ζήσει! Εις υγείαν σας!

Αφού ήπιε το τσίπουρο, ο τσιφλικάς πήρε τον κολίγα κατά μέρος. Και του είπε:

– Είδα κι εγώ, Γκουντή, πως δεν πηγαίνεις καλά, φέτος. Πως έχεις ανάγκη από χρήματα. Εγώ, δεν είμαι κακός αφέντης. Στην ανάγκη βοηθάω τους κολίγους μου. Γι’ αυτό λοιπόν, απ’ τα διακόσια σταμπόλια της σοδειάς σου, δεν θα σου πάρω το εκατό. Δώσ’ μου μονάχα τριάντα. Κι από χρόνου, έχει ο Θεός…

Ο Καραγκούνης άρπαξε το χέρι του Χατζηθωμά, να το φιλήσει. Μα αυτός, το τράβηξε με τρόπο:

— Ήσυχα, γέρο! Ήσυχα… Αυτή τη χάρη στην κάνω, επειδή είσαι καλός και πιστός κολίγος. Κι από κει, αν θέλεις, δώσ’ μου το κορίτσι σου να το πάρω υπηρέτρια στο κονάκι. Να βοηθάει την κυρά Τασιά, που γέρασε πια. Θα το τρέφω. Θα το ντύνω. Και θα του δίνω τρία τάλιρα το μήνα. Σύμφωνοι;

Και πριν ο Γκουντής προφτάσει ν’ απαντήσει, ο Πήτερ Χατζηθωμάς προχώρησε κατά την πόρτα. Κι έφυγε γεμάτος μεγαλοπρέπεια.


ΤΟ ΜΠΟΥΡΙΝΙ πρωτοδημοσιεύτηκε στα 1935 και περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων Το μεγάλο Συναξάρι. Η υπόθεση του διηγήματος αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες ζωής των κολίγων του Θεσσαλικού κάμπου και τοποθετείται χρονικά στα τέλη του περασμένου αιώνα. Παρακολουθούμε στο απόσπασμα, που το παραθέτουμε ως δείγμα της νατουραλιστικής γραφής του Καραγάτση, το μεγάλο τσιφλικά να εκμεταλλεύεται τον ιδρώτα και την τιμή του κολίγα του.

***

***

κάργια: είδος πουλιού, ανήκει στα κορακοειδή.
αυλαγός: μεγάλο και εύφορο χωράφι.
λυκοφώτισμα: (λυκόφως) το μισόφωτο μετά τη δύση του ηλίου, το φως του σούρουπου.
ανάρια: (επίρρ.) σε αραιά διαστήματα.
σιγκούνι ή σεγκούνι: γυναικείο μάλλινο μαύρο φόρεμα, εξωτερικό, στην ενδυμασία της Καραγκούνας.
αποκατιάζω: κοιμάμαι (μτφ. από τις κότες).
γιατάκι: στρώμα, κοίτη.
αταβικός: κληρονομικός.
μαντεμένιος: από μαντέμι (χυτοσίδηρος).
τι χαλεύ’ς γιέρου: τι γυρεύεις γέρο.
ούσμπασης: επιστάτης.
οντάς: θάλαμος, δωμάτιο.
χαρεμλίκι: γυναικωνίτης.
σαράι και σερά(γ)ι: (λ. τουρκ.) ανάκτορο, μέγαρο.
βιλαϊέτ και βιλαέτι: (λ. αραβ.) επαρχία, νομός.
γιουνάνικο: (λ. τουρκ.) ελληνικό· έτσι ονόμαζαν οι Τούρκοι το ελληνικό κράτος που απελευθερώθηκε.
ασκέρ: στρατός — εδώ πλήθος.
λοιμική: δηλ. νόσος· αρρώστια επιδημική, θανατηφόρα.
του ιένα τρία: το ένα τρία, δηλ. ένα μέρος σπόρος και τρία μέρη παραγωγή.
σταμπόλι: μονάδα βάρους για τα σιτηρά.
παζάρ’: παζάρι, αγορά.
μνήσκουν: μένουν.
ομόλογο: έγγραφο αναγνωρίσεως χρέους.
Χαΐμ: εβραϊκό όνομα.
σπιτσέρης ή σπετσιέρης: φαρμακοποιός.
γέννημα: καρπός, σιτηρά.
κολίγος ή κολίγας: αγρότης χωρίς κλήρο που καλλιεργούσε το χωράφι και έδινε τα μισά προϊόντα στον τσιφλικά.
κιουτσέκι: μικρός στεγασμένος χώρος για την αποθήκευση των σιτηρών.
πέζο: το βάρος, το φορτίο που ζυγίζουμε κάθε φορά.
κουρμπάτσι: (λ. τουρκ.) μαστίγιο.
δικεόρος: δικηγόρος.
μπομπότα: ψωμί από αλεύρι αραβοσίτου.
φραχτωσιά: φράχτης.
σετακρούτα: (λ. ιταλ.) μεταξωτό ύφασμα.
ρέμπελους: ρέμπελος, ανυπόταχτος, επαναστάτης.
αρμάδες ή αρμαθιές: δέσμες αραδιασμένες από πολλά ίδια πράγματα περασμένα σε κλωστή, ορμαθός.

  • Πίνακας: Δημήτρης Γιολδάσης – Αλώνισμα