Αύριο γιορτάζουν οι Ευγενίες. Χρόνια τους πολλά.Είναι ένα όνομα που το λέω με συγκίνηση. Ευγενία έλεγαν τη μάνα μου.Το όνομά της το έμαθα, όταν πρωτοπήγα σχολείο, στα έξι μου. Πώς; Κάπως έτσι:
Πώς λένε τη μάνα σου;
Σεπτέμβρης του 1942, γερμανική κατοχή, έναρξη του σχολικού έτους. Ο πατέρας μου, ράφτης στο επάγγελμα, με συνοδεύει την πρώτη μέρα στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού μου, για το πρώτο μάθημα, στην πρώτη τάξη. Στο προαύλιο συναντούμε το δάσκαλο. Ο κύριος Παπαδ., συντοπίτης και συνομήλικος και συμμαθητής της μάνας μου στο δημοτικό, μετά τις ευχές, τους χαιρετισμούς και τα καλωσορίσματα, στρέφεται σ’ εμένα και αρχίζει την εξέτασή μου:
- Πώς σε λένε;
- Νίκο Βαρμάζη, απαντώ.
-Τίνος παιδί είσαι;
- Του Μήτσιου, του ράφτη.
Ο δάσκαλος συνεχίζει να ελέγχει τη σχολική μου ωριμότητα. Εγώ αρχίζω να ξεθαρρεύω.
- Πώς λένε τη μάνα σου;
- Νύφη! Απαντώ χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς δισταγμό. Ο δάσκαλος και ο πατέρας μου ξεκαρδίζονται στα γέλια. Εγώ παραξενεύομαι και απορώ.
Ο δάσκαλος επανέρχεται:
- Αλλιώς;
- Δμήτραινα, απαντώ ευχαριστημένος, γιατί έδωσα και δεύτερη απάντηση στο δάσκαλο, που την υποδέχεται πάλι με γέλια, όπως και ο πατέρας μου.
- Αλλιώς, επιμένει ο δάσκαλος.
- Δεν ξέρω, απαντώ στο δάσκαλο στενοχωρημένος, στριμωγμένος από την ερώτησή του. Κατάλαβα ότι δεν έμεινε ευχαριστημένος από τις απαντήσεις μου και θεώρησα ότι με έπιασε αδιάβαστο και μάλιστα μπροστά στον πατέρα μου.
- Να ρωτήσεις τη μάνα σου, να μάθεις το όνομά της, μου είπε ο δάσκαλος, κόβοντας κάπως απότομα τον σύντομο διάλογό μας, που με έβαλε σε πολλές απορίες και ανασφάλειες.
Αυτή είναι η πρώτη κρυάδα που πήρα από δάσκαλο, πριν καλά καλά μπω στη σχολική τάξη και γνωρίσω τη σχολική πραγματικότητα. Είχα γίνει έξι χρονών, είχα τον κοινό νου, ήξερα πολλά για τα ζώα, τα ήμερα και τα άγρια, γνώριζα τα ονόματά τους, ήξερα για τα δέντρα και τα φυτά, τα βούζια και τα λάπατα, είχα μάθει να ξεχωρίζω τα φίδια, τα πουλιά και τις φωλιές τους, γνώριζα τις γεωργικές εργασίες, τα δρεπάνια, τις παλαμαριές και τα δοκάνια, τη σπορά, το αλώνισμα και το λίχνισμα, και δεν ήξερα το όνομα της μακαρίτισσας της μάνας μου. Δεν το ήξερα, διότι το όνομα Ευγενία δεν το είχα ως τότε ακούσει μέσα στο σπίτι από κανέναν, ούτε από την ίδια τη μάνα μου. Η γιαγιά μου η Μαρία, κυρίαρχο πρόσωπο του σπιτιού, δεν τη φώναζε ποτέ με το όνομά της αλλά πάντοτε Δμήτραινα ή νύφη. Αυτά τα ονόματα είχα ακούσει και αυτά ήξερα.
Έτσι γινόταν τότε στα χωριά. Η γυναίκα φεύγοντας από το πατρικό της έχανε και το όνομά της και εφεξής ζούσε με το ανδρωνυμικό της. Αυτό απαιτούσε η απόλυτη υποταγή στον άντρα. Αυτή ήταν η παράδοση.