Ι
Γιατί ποτέ δεν είσαι μόνη μαζί μου
γυναίκα ανεξερεύνητη, πιο ανεξερεύνητη κι από την άβυσσο
όπου αργοπορούν οι πηγές του παρελθόντος
Οι άγνωστες μητέρες σου, με κόκκινες χειρονομίες
αμφισβητούν τον έρωτά μας μες στο μεγάλο δάσος
πάνω στα σκαλοπάτια των γκρεμισμένων πολιτειών τους
Και πίσω από τις πύλες της καρδιάς σου
ακούγονται γίγαντες ν’ ανεβαίνουν
προς την απόλυτη βασιλεία του ανθρώπου
Ακούς τη φωνή μου να τραγουδάει τ’ όνομά σου
σε ένα αυτί
που το κατοικούν ωκεανοί προαιώνιοι;
ΜΑΥΡΗ ΑΓΟΡΑ
Το κίτρινο οινόπνευμα της τρέλλας ξεχειλίζει τους πανάρχαιους
βάλτους
ο αητός με το ψειριασμένο πούπουλο βασανίζεται από την
καταισχύνη της πείνας
Και στην ταπεινωμένη γη
απομένουν μόνο βαθιά μνήματα
Ποιος ψαράς θα μου πουλήσει το ψάρι της χίμαιρας;
ποιος φούρναρης θα ψήσει το τελευταίο μου ψωμί;
Τη νύχτα η γυναίκα αφήνει στα χέρια του εραστή της
το φόβο που κούρνιαζε στον κόρφο της
Είδα την παρέλαση των βασιλιάδων στον Κάτω Δρόμο
τον Αλφόνσο τον Εδουάρδο τον Κάρολο τον Ουμβέρτο και
τους τέσσερις ρηγάδες της τράπουλας
να πετάνε το σκουριασμένο στέμμα τους
στα παλιοσίδερα
ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΣΕ ΔΙΑΚΡΙΝΩ
Με όλους τους καθρέφτες μου τα χίλια μάτια μου
γιατί δε σε διακρίνω
παρά μόνο ανάμεσα από τα κάγκελα της γραφής
μέσα στη φυλακή του τριγώνου μες στην παντοτεινότητα
του κύκλου
ή μες στην έρημο της άσπρης σελίδας;
Τρώω το αυγό και τη φτερούγα του αετού
όμως δεν κατακτώ
παρά μόνο με τη λέξη
αυτό που μου ξεφεύγει
μεσ’ απ’ το φίλτρο των βλεφαρίδων και των χεριών
ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ Τ’ ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΜΑΤΙΑ
Τη νύχτα κάτω από τα κλειστά σου βλέφαρα
με κοιτάζουν τα σιντεφένια μάτια σου
μάτια μάγισσας
Ποτέ δεν είμαι σίγουρος για τη μοναξιά μου
τα μάτια σου που τα ’φεραν οι νυχτοπεταλούδες
καρφώνονται επάνω μου και ψάχνουν τα όνειρά μου
Γυναίκα μου ολοφώτεινη
αστραφτερή σαν χαλαζίας
καταμεσής του ύπνου μου
ΔΑΜΑΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Μάταια η θύελλα σε καταδιώκει
εξαπολύοντας πίσω σου
τα ηλεκτρικά λιοντάρια της
Μάταια ο φόβος του βουνού
αναδεύει τ’ αραχνοΰφαντα πέπλα σου
Εκατό χιλιάδες τριαντάφυλλα ζημιά
ο μεγάλος βράχος αποκεφαλισμένος
το σπίτι όλο ζημιές ώς το παραγώνι
Μα όταν η θύελλα πήγε να σ’ αγγίξει
Ω Κλαίρη του ξάγναντου
δαμάστρια της αστραπής
Το διαμάντι της καρδιάς σου
την κυνήγησε με το πάναγνο πρίσμα του
Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς
Από τη συλλογή «Πολλαπλή γυναίκα» (1956).
Πηγή: «Ιβάν Γκολ - Ποιήματα [1920-1950] - Επιλογή, μετάφραση, επίμετρο, σημειώσεις, Ε.Χ. Γονατάς», εκδ. Στιγμή, 2003.
Μάταια ο φόβος του βουνού
αναδεύει τ’ αραχνοΰφαντα πέπλα σου
Εκατό χιλιάδες τριαντάφυλλα ζημιά
ο μεγάλος βράχος αποκεφαλισμένος
το σπίτι όλο ζημιές ώς το παραγώνι
Μα όταν η θύελλα πήγε να σ’ αγγίξει
Ω Κλαίρη του ξάγναντου
δαμάστρια της αστραπής
Το διαμάντι της καρδιάς σου
την κυνήγησε με το πάναγνο πρίσμα του
Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς
Από τη συλλογή «Πολλαπλή γυναίκα» (1956).
Πηγή: «Ιβάν Γκολ - Ποιήματα [1920-1950] - Επιλογή, μετάφραση, επίμετρο, σημειώσεις, Ε.Χ. Γονατάς», εκδ. Στιγμή, 2003.