9.6.21

Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Γη της οδύνης

Γη της οδύνης
Μόνο στου Αλή Πασά τα χρόνια, που κάθε τόσο έρχονταν στην πολιτεία μαύρα μαντάτα φωτιάς και χαλασμού, — το Χάρκοβο σήμερα για εκδίκηση της μάνας του της Χάμκως, το Σούλι αύριο γιατί δεν είχε προσκυνήσει, το Γαρδίκι την παράλλη γι’ άλλο λόγο,
μόνο στα δίσεχτα εκείνα χρόνια, όταν στο μεγάλο πλάτανο, στο σταυροδρόμι της Μητρόπολης, κρέμονταν όσα παλικάρια ξακουστά έπεφταν στα χέρια του τυράννου, — ίσια κορμιά, ακόμα και στο θάνατο αλύγιστα,
μόνο στα χρόνια του Αλή Τεπελενλή, όταν Χριστιανοί σάπιζαν αλυσοδεμένοι στα μπουντρούμια, όταν σε ψηλά παλούκια έβλεπες μπηγμένα ανθρώπινα κεφάλια, — αγέρωχα κι αυτά, κι ας ήτανε χωρίς κορμί,
μόνο στα μαύρα χρόνια που στοίχειωσε η Λίμνη γιατί μια νύχτα δίχως άστρα τής έριξαν δεμένες δεκαοχτώ ομορφονιές, — στους απαλούς λαιμούς πούχαν φιλήσει Τούρκων ξαναμμένα χείλη, θηλειές με αγκωνάρια είχαν τότες περαστεί,
μόνο σ’ εκείνα τα σκοτεινά και κρύα χρόνια είχαν ζήσει τα Γιάννενα μέρες σαν ετούτου του Νοέμβρη του 43.

Ζούσαν οι άνθρωποι, κυκλοφορούσαν φοβισμένα, κρυφά κι απόκρυφα μιλούσαν μεταξύ τους, μα η σκέψη είχε πετρώσει και δε δούλευε. Η πολιτεία όλη κινιόταν βραδύτερα, μηχανικά, σαν από κεκτημένη ταχύτητα, μα η ψυχή της είχε πεθάνει.

Και πώς να μην πεθάνει η ψυχή της πολιτείας, πώς να δουλεύει η σκέψη όσων την κατοικούσαν!

Τα χαρωπά τραγούδια της λευτεριάς είχαν γίνει μοιρολόγια της συμφοράς. Οι ελπίδες που φούσκωναν τα στήθια είχαν γίνει βάρος-βουνό που πλάκωνε τις καρδιές. Τα μάτια ήταν στεγνά γιατί δεν κλαιν τα μάτια που κοιτάνε με απόγνωση. Το καμάρι για τους ηρωισμούς που ζωντάνευαν ξανά το Σούλι και το Πέτα είχε γίνει επίμονος θρήνος για τους χαμούς.

Κι όλοι ρωτούσαν:
—Γλύτωσε ο δείνα;
—Γλύτωσε ο τάδε;
—Στο πέρα χωριό που κάηκε, πόσοι πρόφτασαν να φύγουν;
Κι οι απαντήσεις έμοιαζαν η μία με την άλλη:
—Λένε ότι σκοτώθηκε.
—Λένε πως τον βρήκαν σκοτωμένο… Μα δεν είναι σίγουρο ότι ήταν αυτός, γιατί ήταν φαγωμένος απ’ τους λύκους και τα όρνια.
Ή αντίθετα:
—Λένε πως γλύτωσε.
—Λένε πως οι κάτοικοι πρόφτασαν οι πιο πολλοί και κρύφτηκαν στα δάση.
Μόνο για τον Αρχηγό, το Ζέρβα, και για μερικά πρωτοπαλίκαρά του, οι φήμες ήταν πιο θετικές: Είχαν γλυτώσει.
Μα και γι’ αυτούς οι φήμες δεν έλεγαν τίποτα παραπάνω. Άλλοι πίστευαν πως κρύβονταν σαν τα τσακάλια στα φαράγγια. Άλλοι πως είχαν φύγει για μακριά, —για την Αθήνα ίσως— να κρυφτούνε σε μέρη που δεν τους ήξεραν. Μια φορά, είχαν εξαφανιστεί. Και τί νάκαναν άλλο! Κυνηγημένοι ήταν, πελεκημένοι, ξαρμάτωτοι, κι ο τόπος πλημμυρισμένος από Γερμανούς κι από ελασίτες… Τί νάκαναν άλλο!

Μα και τί νάκαναν κι οι Γιαννιώτες κι οι άλλοι Ηπειρώτες γύρω τους! Ως τώρα στερούνταν, συχνά βαστούσαν την ανάσα τους, μα καμάρωναν κι έλπιζαν!… έλπιζαν!… Τώρα δεν έμενε να κάνουν άλλο παρά να θρηνούν και να περιμένουν…
Να περιμένουν τί; Το χαμό, ή ένα θαύμα… μόνο ένα θαύμα… Αλλά γίνονται θαύματα όταν είσαι δίχως άρματα κι οι εχθροί σου είναι τ’ ανήμερα θεριά, η φωτιά και το σίδερο;
Όχι, δε γίνονται! φώναζε η πραγματικότητα.

Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Γη της οδύνης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1966, σ. 88-91