Ερωτοτροπούσαν για πολλή ώρα κι ήπιαν ένα ποτήρι κρασί για το καλωσόρισμα. Είχε πάρει ένα μπουκάλι γιασεμόλαδο από τα αφορολόγητα. Λίγες σταγόνες αρκούσαν για να ταξιδέψουν μακριά, εκεί στα Ιμαλάια, όπου γεννιέται τούτο το λουλούδι. Της θύμιζε τη γλάστρα με το γιασεμί που είχε έξω από τη πόρτα της και το είχε φυτέψει η κυρα-Αντωνία. Τότε που άρχιζε να φτερουγίζει η καρδιά της για τον Αλέξανδρο. «Το γιασεμί κορίτσι μου, δεν είναι μόνο ένα λουλούδι, είναι συναίσθημα. Είναι έρωτας». Κι από τότε έκοβε κλαδάκια όταν ανθοφορούσε και έκλεινε το άρωμά τους μέσα στα βιβλία, το αποξήραινε στα πουγκιά και τα έχωνε ανάμεσα στα ρούχα της. Γέμιζε την αγκαλιά και τον κόρφο της με τα ανθάκια του κι έτσι μοσχοβολούσε πάντα το χάδι της όταν τον άγγιζε. Το ακολουθούσε από τότε που το γνώρισε. Ως υπνωτισμένη περπατούσε στα σοκάκια και όπου το μύριζε σε εκείνη τη γωνιά πήγαινε και καθόταν. Έκοβε ένα ανθάκι και το μύριζε για πολλή ώρα. Με την αγάπη το είχε συνδέσει. Για εκείνη ήταν το κάλεσμα της αγάπης στον μοναδικό της έρωτα. Ολόκληρη ιεροτελεστία και παραμύθια έπλαθε με το μυαλό της. Τα θυμόταν τα παραμύθια και δεν ξεχνούσε ποτέ της όταν νανούριζε το αγγελούδι της να βάζει στο στήθος της το άρωμα του. Ήταν κάποια πράγματα που δεν τα ξεχνούσε ποτέ ούτε θα τα ξεπερνούσε. Τι συνειρμούς μπορεί να σου φέρει ένα λουλούδι! Πόσο μακριά σε ταξιδεύει!.
Τους είχε πάρει η νύχτα όταν κτύπησε η πόρτα του δωματίου. Δεν βγήκαν από το μπάνιο, μόνο φώναξαν ότι ετοιμάζονταν, για να βγουν έξω και ότι θα τα έλεγαν αργότερα. Ήταν ο άνθρωπος του ξενώνα που ειδοποιήθηκε από το προξενείο. Ήθελε να μάθει αν οι νεοφερμένοι ήταν ευχαριστημένοι με τη φιλοξενία. Χάρηκαν για το ενδιαφέρον. Είδαν ότι υπάρχει μια άλλη Ελλάδα που κρατά ακόμη ατόφιο αίσθημα της φιλοξενίας. Όσο και αν η γλώσσα άρχιζε να φθίνει από γενιά σε γενιά, αυτό που δεν χάνεται είναι η ελληνική καρδιά. Πίσω από την κουρτίνα ο φτερωτός έρωτας θα περίμενε την επιστροφή τους.
Είχε απλωθεί το κόκκινο του ουρανού και η πείνα άρχισε να τους φλερτάρει. Βγαίνοντας στην παραλιακή λεωφόρο περπάτησαν στην άμμο που απλωνόταν στην ατέλειωτη θάλασσα. Ήθελαν να νιώσουν ότι περπατούν στην πατρίδα και να ακούσουν σαν ηχώ μέσα από το κοχύλι το γέλιο του γιου τους. Να τους δώσει κουράγιο και δύναμη. Από μια ταβέρνα έφτασαν στα αυτιά τους ελληνικοί ήχοι. Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη από τη ταινία Ζορμπάς, τραγούδια με τη φωνή της Μελίνας Μερκούρη, του Νίκου Ξυλούρη, τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και φυσικά τραγούδια με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας, που έκαναν θραύση στους ομογενείς.
Ο ιδιοκτήτης ήταν μετανάστης τρίτης γενιάς που βρήκε κι εκείνος μια άλλη Ελλάδα να τον αγκαλιάσει. Η επιγραφή τους ταξίδεψε στο Αιγαίο τους. Ο Παρασκευάς, που είχε γίνει Πάρις για τους Αμερικανούς, που τρελαίνονταν για την ελληνική κουζίνα του, καταγόταν από την Ίο. Είχε σπουδάσει σε μια σχολή μαγείρων στη Φλόριντα. Έβαζε με μαεστρία τις δικές του πινελιές που γινόταν όλο και πιο απολαυστικές. Είχε πάρει τη φήμη του καλύτερου μάγειρα στη παραλία της Φλόριντα και είχε συνέχεια κόσμο στο μαγαζί του. Τα ταξίδια του στην Ελλάδα ήταν συχνά, προκειμένου να υιοθετήσει καινούριες αιγαιοπελαγίτικες γεύσεις και να προμηθευτεί υλικά ξεραμένα, όπως ρίγανη, κάπαρη, θυμάρι, δυόσμο, βασιλικό, λούζα. Ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει από την Ελλάδα στις αποσκευές του, ήταν ό,τι καλύτερο για την επιχείρησή του. Αυτό όμως που το είχε ως ευαγγέλιο ήταν οι ελληνικές ανορθόγραφες συνταγές της γιαγιάς του. Τις είχε κουβαλήσει μαζί της όταν πήγε για πρώτη φορά στην Αμερική. Αυτό το ξεφτισμένο και πολυκαιρισμένο τετράδιο ήταν το πιο πολύτιμο και στάθηκε η έμπνευση για να ορθοποδήσουν στην Αμερική.
Από μικρός ο Πάρις μεγάλωνε στην ελληνική κουζίνα. Όσο ζούσε η γιαγιά του και μετά με τη μητέρα του παρακολουθούσε αχόρταγα το κάθε βήμα. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να πάρει την απόφαση για τον δρόμο που θα χάραζε. Τις ώρες που δεν είχε δουλειά, δεν έχανε την ευκαιρία να μιλά στο προσωπικό και τους λιγοστούς θαμώνες και τους μετέφερε εικόνες από το νησί του από το τελευταίο του ταξίδι. Για να ποτίσει τους ξενιτεμένους άρωμα από το Αιγαίο που είχαν χάσει εδώ και χρόνια. Το είχαν ανάγκη το ταξίδι οι ξενιτεμένοι. Για να πάρουν δύναμη, έστω πλαστή, για να μπορούν να ονειρεύονται. Για τους περισσότερους θα έμενε απλά ένα όνειρο. Τους μετέφερε την ιστορία που από στόμα σε στόμα ταξίδευε στην επόμενη γενιά. Τους προσέφερε κυκλαδίτικες γεύσεις που ευχαριστούσαν τον ουρανίσκο τους. Όλες αυτές τις εικόνες και τις γεύσεις τις κουβαλούσε μαζί του πίσω στη μακρινή Φλόριντα σαν ανεκτίμητο θησαυρό.»
Οπισθόφυλλο βιβλίου
«Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χότζα καταλαμβάνει την εξουσία στην Αλβανία, κι αυτό είναι καταστροφικό για την ελληνική μειονότητα. Τα σύνορα κλείνουν, και στα χρόνια που ακολουθούν, οι εκτελέσεις, η εξορία και ο βασανισμός των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου γίνονται καθημερινό φαινόμενο.
Ένα ζευγάρι καταφέρνει να δραπετεύσει από την κόλαση. Βρίσκουν καταφύγιο στην Τήνο, όπου με σκληρή δουλειά καταφέρνουν να ορθοποδήσουν. Ο γιος τους ερωτεύεται την Αντιγόνη, κόρη μιας παλιάς αρχόντισσας του νησιού, αλλά ο ρατσισμός θα σταθεί εμπόδιο στη σχέση τους. Θα καταφέρει άραγε η αγάπη να ξεπεράσει τις δυσκολίες;
Ένα βιβλίο για την κοινωνική ανισότητα, τις λησμονημένες πατρίδες και τους μετανάστες αυτού του κόσμου.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή