Ένοιωσε στο μυαλό του εκείνη τη θεία τρέλα που έλεγε χιλιάδες χρόνια πριν ο Πλάτωνας.
«Αν αγνοούμε το παρελθόν δε διδασκόμαστε…» σκέφτηκε αναλογιζόμενος σε πόσα λάθη μπορεί να οδηγήσει η ομορφιά. Πλησίασε δίπλα της με βαριά σταθερά βήματα κοιτάζοντας προς το απέραντο γαλάζιο.
«Θα μείνετε πολλές μέρες στο νησί…;» ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος για την απάντησή της. Έμεινε να κοιτάει τη σιλουέτα της.
«Α, αυτό είναι μυστικό…κύριε Αχιλλέα!» είπε χαμογελώντας και ίσως κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού που ήταν ελεύθερο από τον φακό.
«Τόσο σπουδαίος λόγος για να είναι μυστικό…!»
«Εντάξει…για να πω την αλήθεια, δε ξέρω. Θα δείξει…»
«Θα δείξει; Αν επιτρέπεται, είσθε μόνη σας;»
Άφησε ξανά μισό χαμόγελο στα χείλη κούνησε το κεφάλι μαζί με τους ώμους χωρίς να δώσει σαφή απάντηση και συνέχισε με νάζι τα κλικ στη μπουκαμβίλια που τα πορφυρά λουλούδια της έδεναν με το κάτασπρο ασβέστη του τοίχου, τους βασιλικούς και τις μολόχες, την μπλε ξύλινη εξώπορτα, το μαύρο γάτο, τους γλάρους που άνοιγαν τα φτερά τους ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους, συννεφάκια που γυρόφερναν στον ουρανό… Ακόμη και περαστικούς που περνούσαν έξω στο δρόμο, φωτογράφιζε από ψηλά την άγνοιά τους.
Γύρισε κοίταξε τον Αχιλλέα και τράβηξε πολλά κλικ…Το πρόσωπό του, τις ρυτίδες του, το βαθύ βλέμμα του, τα μισάνοιχτα χείλη του, το χαμόγελό του, τα χέρια του…το τραπεζάκι …το κομπολόι του…τις γλάστρες.