Αποδείχνει πεισματάρικα ότι υπάρχει μέσα του κάτι που “αξίζει τον κόπο να…”, που ζητάει να το προσέξουν.
Με κάποιο τρόπο, αντιμετωπίζει τη διαταγή που τον καταπιέζει μ’ ένα είδος δικαιώματος να μην καταπιεστεί περισσότερο απ’ όσο μπορεί ν’ ανεχτεί.
Μαζί με την αποστροφή για τον παρείσαχτο, σε κάθε εξέγερση υπάρχει μια τέλεια, στιγμιαία εναρμόνιση του ανθρώπου μ’ ένα μέρος του εαυτού του.
Αυτόματα λοιπόν παρεμβαίνει μια κρίση αξίας που τον εκθέτει σε χίλιους κινδύνους.
Μέχρι τότε σώπαινε αφημένος στην απελπισία της παραδοχής μιας κατάστασης έστω κι αν την έκρινε άδικη.
Σωπαίνοντας αφήνεις να πιστεύουν ότι ...
δεν έχεις ούτε κρίση ούτε επιθυμία για τίποτα και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά δεν επιθυμείς τίποτα.
Η απελπισία, όπως και το παράλογο, επιθυμεί και κρίνει τα πάντα και τίποτα ειδικά.
Η σιωπή την εκφράζει εύγλωττα.
Αλλά όταν αρχίσει να μιλάει, ακόμα κι αν πει όχι, επιθυμεί και κρίνει.
Ο επαναστατημένος με την ετυμολογική έννοια αλλάζει στάση.
Ήταν υποταχτικός κάτω από το μαστίγιο του αφέντη.
Ξαφνικά παύει να είναι πειθήνιος.
Θέλει ν’ αντιτάξει κάτι που προτιμάει σε κάτι που δεν του αρέσει.
Κάθε αξία δεν συνεπάγεται και επανάσταση, αλλά κάθε κίνημα εξέγερσης συνεπάγεται σιωπηλά μια αξία.
Αλλά πρόκειται πάντα για αξία;
Από το κίνημα εξέγερσης γεννιέται, έστω και συγκεχυμένα η συνειδητοποίηση: η αντίληψη που ξεπροβάλλει ξαφνικά πως μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί έστω και προσωρινά. Μέχρι τώρα αυτός ο συνταυτισμός δεν είχε γίνει αντιληπτός.
Ο δούλος άντεχε όλες τις υπερβολικά άδικες πράξεις πριν από την εξέγερση.
Συχνά μάλιστα είχε δεχτεί χωρίς ν’ αντιδράσει διαταγές πιο καταπιεστικές από κείνη που προκάλεσε την αντίδρασή του.
Έκανε υπομονή, απωθώντας τες ίσως μέσα του αλλά μια και σώπαινε συνέχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τα άμεσα συμφέροντά του παρά για τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων του.
Χάνοντας την υπομονή του, με την ανυπομονησία αρχίζει ένα κίνημα που μπορεί να επεχταθεί σε κάθε τι που αποδεχόταν μέχρι τότε.
Αυτή η ορμή δρα σχεδόν πάντα αναδρομικά.
Ο σκλάβος τη στιγμή που απορρίπτει την ταπεινωτική διαταγή του αφέντη του απορρίπτει και την ίδια την ιδιότητα του σκλάβου.
Το κίνημα εξέγερσης τον οδηγεί πιο πέρα από την απλή άρνηση.
Ξεπερνά ακόμα και το όριο που έθετε στον αντίπαλό του ζητώντας τώρα να τον μεταχειρίζονται σαν ίσο.
Αυτό που ήταν πρώτα μια ακαταμάχητη αντίσταση του ανθρώπου γίνεται τώρα ολόκληρος ο άνθρωπος που ταυτίζεται μ’ αυτή και περιέχεται σ’ αυτή.
Το μέρος της προσωπικότητάς του που επιθυμούσε να το σέβονται το θέτει πάνω από τ’ άλλα και του δίνει προτεραιότητα απ’ όλα τ’ άλλα, ακόμα κι από τη ζωή.
Γίνεται γι’ αυτόν το υπέρτατο αγαθό.
Ζώντας μέχρι τότε μέσα σ’ έναν κονφορμισμό, ο σκλάβος ρίχνεται απότομα από το “μια κι είναι έτσι τα πράγματα…” στο “όλα ή τίποτα”. Η συνείδηση προβάλλει στο φως μαζί με την εξέγερση.
Διαπιστώνουμε όμως πως είναι συνείδηση ενός όλου ακόμα αρκετά αδιαμόρφωτου και συνάμα ενός “τίποτα” που προαγγέλλει τη δυνατότητα της θυσίας του ανθρώπου γι’ αυτό το όλο. Ο επαναστάτης θέλει να είναι το παν, να ταυτίζεται ολοκληρωτικά μ’ αυτό το αγαθό που συνειδητοποίησε ξαφνικά και που επιθυμεί ν’ αναγνωρίζεται και να γίνεται σεβαστό σαν στοιχείο της προσωπικότητάς του, η να είναι ένα τίποτα, δηλαδή να αποστερηθεί οριστικά τη δύναμη που κυριαρχεί μέσα του.
Τέλος αποδέχεται την τελική πτώση που είναι ο θάνατος, αν υποχρεωθεί να στερηθεί αυτό το αποκλειστικό ιερό δικαίωμα που θα ονομάσει, π.χ., ελευθερία.
Καλύτερα να πεθαίνει όρθιος παρά να ζει γονατιστός.
Η αξία, σύμφωνα με τους καλούς συγγραφείς, “αντιπροσωπεύει τις πιο πολλές φορές ένα πέρασμα από το γεγονός στη δράση, από την επιθυμία στο επιθυμητό (με τη μεσολάβηση της κοινής επιθυμίας γενικά)”. Το πέρασμα στο δικαίωμα είναι έκδηλο, όπως είδαμε, στην εξέγερση.
Το ίδιο και το πέρασμα από το “θα έπρεπε να ήταν έτσι” στο “θέλω να είναι έτσι”.
Αλλά είναι ίσως πολύ περισσότερο έκδηλη η έννοια της μετουσίωσης του ατόμου σε αγαθό. Η προβολή του Όλα ή Τίποτα δείχνει πως η εξέγερση, αντίθετα με την τρέχουσα γνώμη, και παρ΄όλο που γεννιέται μέσα σ’ ό,τι πιο ατομικό έχει ο άνθρωπος, αμφισβητεί την ίδια την έννοια του ατόμου.
Αν, πραγματικά, το άτομο δέχεται να πεθάνει, και πεθαίνει, όταν έρθει η στιγμή μέσα στην εξέλιξη της εξέγερσής του, δείχνει μ’ αυτό ότι θυσιάζεται για ένα αγαθό που πιστεύει πως ξεπερνά τα όρια του δικού του πεπρωμένου.
Αν προτιμά την πιθανότητα του θανάτου από την άρνηση του δικαιώματος που υπερασπίζεται είναι γιατί τοποθετεί αυτό το δικαίωμα πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό.
Δρα λοιπόν στο όνομα μιας αξίας που δεν έχει ακόμα να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του αλλά που αισθάνεται τουλάχιστο πως είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους. Βλέπουμε ότι η επιβεβαίωση που συνεπάγεται η κάθε πράξη εξέγερσης εξελίσσεται σε κάτι που ξεπερνά το άτομο αφού το βγάζει από την υποθετική μοναξιά του και του δίνει μια αφορμή δράσης. Είναι όμως σημαντικό να σημειώσουμε ακόμα ότι αυτή η αξία που προϋπάρχει πριν από κάθε δράση βρίσκεται σε αντίφαση με καθαρά ιστορικές φιλοσοφίες, σύμφωνα με τις οποίες η αξία καταχτιέται (αν καταχτιέται) όταν τελειώνει η δράση.
Η ανάλυση της εξέγερσης οδηγεί τουλάχιστο στην υπόνοια ότι υπάρχει μια ανθρώπινη φύση όπως τη φαντάζονταν οι Έλληνες και σε αντίθεση με τ’ αξιώματα της σύγχρονης σκέψης. Γιατί να επαναστατήσει κανείς αν δεν έχει μέσα του κάτι σταθερό να προασπίσει;
Ο σκλάβος δεν ξεσηκώνεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις, όταν κρίνει πως με την υπάρχουσα τάξη κάτι μηδενίζεται μέσα του που δεν ανήκει μόνο σ’ αυτόν, αλλά είναι κοινός τόπος, όπου όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι εκείνος που τον προσβάλλει και τον καταπιέζει, μπορούν να βρουν μια κοινότητα.
Δυο παρατηρήσεις θα στηρίξουν τούτο το συλλογισμό. Θα σημειώσουμε πρώτα ότι το επαναστατικό κίνημα δεν είναι στην ουσία εγωιστικό κίνημα. Μπορεί βέβαια να έχει εγωιστικούς προσδιορισμούς.
Αλλά εξεγείρεται κανείς όχι μόνο ενάντια στην καταπίεση αλλά και ενάντια στο ψέμα. Άλλωστε, από τους ίδιους τους προσδιορισμούς του και μέσα στην εντονότερη ορμή του, ο επαναστατημένος δεν υπολογίζει τίποτα αφού τα παίζει όλα για όλα. Απαιτεί αναμφίβολα το σεβασμό και για τον εαυτό του αλλά στο βαθμό που ταυτίζεται με μια φυσική κοινότητα.
Στη συνέχεια πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η εξέγερση δε γεννιέται μόνο και υποχρεωτικά μέσα στον καταπιεζόμενο αλλά μπορεί να ξεπηδήσει επίσης μονάχα και στο θέαμα της καταπίεσης που έχει για θύμα της κάποιον άλλο. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ταυτισμός με κάποιον άλλο. Και πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν πρόκειται για ψυχολογικό ταυτισμό, ούτε για πρόφαση πως τάχα το άτομο αισθάνεται ότι η προσβολή απευθύνεται σ’ αυτό το ίδιο.
Απεναντίας, πολλές φορές συμβαίνει να μην ανέχεται κανείς να κάνουν στους άλλους προσβολές που ο ίδιος είχε ανεχτεί χωρίς αντίδραση. Οι αυτοκτονίες διαμαρτυρίας Ρώσων τρομοκρατών μέσα στα κάτεργα, γιατί βασάνιζαν τους συντρόφους τους, αποτελούν χτυπητό παράδειγμα. Πολύ περισσότερο δεν πρόκειται για το αίσθημα κοινότητας συμφερόντων. Είναι δυνατό να μας οδηγήσει σε εξέγερση και μια αδικία που επιβάλλεται σε κείνους που θεωρούμε αντιπάλους. Υπάρχει μόνο ταυτισμός πεπρωμένων και τοποθέτησης.
Το άτομο δεν αποτελεί λοιπόν αυτό μόνο την αξία που πρόκειται να υπερασπιστεί. Χρειάζονται, το λιγότερο, όλοι οι άνθρωποι για να την συνθέσουν. Στην επανάσταση ο άνθρωπος γίνεται ο πλησίον του και απ’ αυτή την άποψη η ανθρώπινη αλληλεγγύη έχει μεταφυσικό χαραχτήρα. Απλούστατα, για την ώρα, πρόκειται για κείνο το είδος αλληλεγγύης που γεννιέται μέσα στα δεσμά.
ALBERT CAMUS- Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (απόσπασμα)