Πολυγραφότατος και πάντα πολύ κοντά στην πηγή της έμπνευσής του, ο Χρήστος Γιανναράς, παρά το
προκεχωρημένο της ηλικίας του, δεν είναι μόνο ο πιο μεταφρασμένος σε ξένες γλώσσες συγγραφέας αλλά κι ένα είδος ασίγαστου κριτή της νεοελληνικής κοινωνίας. Η στήλη του στην εφημερίδα «Καθημερινή» έχει αποδώσει μια μεγάλη σειρά απο μικρά δοκίμια, τα οποία αναλύουν καθέτως και οριζοντίως τα παρακμιακά συμπτώματα του νεοέλληνα. Εχουμε και λέμε: Η νεοελληνική ταυτότητα, Κριτικές Παρεμβάσεις, Το κενό στην τρέχουσα πολιτική, Ελληνικά προτελεύτια, Χώρα υποχείρια παιγνίου, Απερισκέπτως αυτόχειρες, Κύκλος φαύλος στροβιλώδης, Αφελληνισμού παρεπόμενα, Ελληνότροπος πολιτική, Αντιστάσεις στην αλλοτρίωση, Πολιτισμός, το κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής, Ιχνηλασία νοήματος, Η παρακμή ως πρόκληση, Η Αριστερά ως Δεξιά - Η Δεξιά παντομίμα, Κομματοκρατία, Εις μικρόν γενναίοι, Προφορική αμεσότητα, Η λογική αρχίζει με τον έρωτα, Κοινωνιοκεντρική Πολιτική: Κριτήρια, Μαχόμενη απελπισία, Έπαινος ψήφου τιμωρητικής, Η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα σήμερα, Το πολιτικό ζητούμενο στην Ελλάδα σήμερα, Κατά κεφαλήν καλλιέργεια, Η πολιτική γονιμότης της οργής, και βέβαια, Η καταστροφή ως ευκαιρία. Στην επιφυλλίδα με τίτλο «Γιατί απόβλητο το πολιτικό προσωπικό» γράφει: «Το πρόβλημα είναι ένα και αδυσώπητο, δεν επιτρέπει θεματική ποικιλία στις επιφυλλίδες: Τι πρέπει να γίνει για να ξαναλειτουργήσει η ζωή στη χώρα μας; Πώς να νικήσουμε τον εφιάλτη της ανασφάλειας, τον πανικό από το φάσμα της ανεργίας, από το ενδεχόμενο της πείνας, της οχλοκρατίας που μετράει κιόλας θύματα;». Ο άνθρωπος που θέτει την ερώτηση: «Τι πρέπει να γίνει για να ξαναλειτουργήσει η ζωή στη χώρα μας;» δεν μιλάει ως θεολόγος αλλά ως πολίτης σαρανταπληγιασμένος και πάνω απ’ όλα ως μέλος μιας κοινωνίας που θέλει ν’ απελευθερωθεί από τον εαυτό της. Σε όλο το μάκρος της επιφυλλιδογραφίας του το θέμα παραμένει το ίδιο (τι είναι, τέλος πάντων, η νεοελληνική κοινωνία) και τα κριτήρια αμετακίνητα. Δεν πρόκειται για τα γνωστά και τετριμμένα: τρεις Ρωμιοί, πέντε γνώμες, όστις κλέπτει το κράτος ουδένα κλέπτει, ο Έλληνας επιστρέφει από παντού χωρίς να έχει πάει πουθενα κ.λπ. Ο Γιανναράς έχει συλλάβει συνολικά τη νεοελληνική κοινωνία ως εκφαυλισμένη ολότητα η οποία, ό,τι κι αν κάνει, βυθίζεται στον εαυτό της, τροφοδοτώντας το συμπέρασμα ότι στο νεοελληνικό κρατίδιο από πολύ νωρίς ήταν ήδη πολύ αργά... «Η χώρα είναι ολοφάνερα ακυβέρνητη, την εξουσιάζουν ανθρωπάρια απίστευτης ανικανότητας, μικρόνοιας και ασυνειδησίας. Δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε τα ποινικού δικαίου εγκλήματα, τα “γκρουπούσκουλα” των ψυχανώμαλων σαδιστών του κοινωνικού περιθωρίου στην καρδιά της πρωτεύουσας. Ελάχιστες μέρες μετά τη φρίκη των βανδαλισμών στην πλατεία Συντάγματος, ξεγυμνώθηκε εκρηκτικά και το από χρόνια ανεξέλεγκτο σκάνδαλο του ποδοσφαιρικού υποκόσμου, θρεμμένο και κανακεμένο απ’ όλο το φάσμα του κομματικού κουκλοθεάτρου. Και αμέσως μετά οι δημόσιες καταγγελίες (πόσοι, άραγε, αγνοούσαν το γεγονός) ότι τους διευθυντές των Εφοριών δεν τους επιλέγει και τοποθετεί το υπουργείο Οικονομικών αλλά οι συνδικαλιστικές ηγεσίες - όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στις περισσότερες υπηρεσίες». Ήδη από το 1986, ο συγγραφέας με το Finis Graeciae είχε προβλέψει τις συνέπειες του ηροστράτειου μετασχηματισμού του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτός που ελέγχει τα πολιτικά πεπραγμένα της παπανδρεϊκής εποχής δεν είναι μέλος ενός κόμματος αλλά ηθικός παρατηρητής. Τι είχε να αντιτάξει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η Νέα Δημοκρατία στον μετασχηματισμό του Ανδρέα Παπανδρέου; Ουσιαστικά, τίποτα. Πίστευε ότι ήταν φορέας εξουσίας, ανταγωνιζόταν τον αντίπαλο, αλλά δεν έθετε κοινωνικούς στόχους. Ετσι το ΠΑΣΟΚ ισοπέδωσε κάθε κοινωνική ιεραρχία, διέλυσε την αξιοκρατική στελέχωση στον δημόσιο τομέα, εξάρθρωσε τα πανεπιστήμια, ανασκολόπισε τα σχολεία και το εκπαιδευτικό ήθος, κατάργησε την ιστορική συνέχεια της ελληνικής γραφής επιβάλλοντας μονοτονικό κ.λπ. κ.λπ. Θα πίστευε κανείς ότι ο κατ’ επάγγελμα θεολόγος εχθρεύεται την οιαδήποτε μορφή δημοκρατίας καθότι τα πολιτεύματα -όποια κι αν είναι αυτά- δηλώνουν εμμένεια, αποδοχή του κόσμου, ενώ η πίστη έχει να κάνει με άλλες κατηγορίες. Ωστόσο, τα γιανναρικά επιχειρήματα πόρρω απέχουν από παρόμοια τερτίπια. Η θρησκεία, διατείνεται ο ίδιος, βρίσκεται στους αντίποδες του εκκλησιαστικού γεγονότος διότι δεν μεταγγίζει «νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Μάλιστα, στην πλέον οργανωμένη και συλλογική μορφή της, η θρησκευτικότητα μπορεί να φτάνει μέχρι την αρρώστια και την απανθρωπία (σέκτες πουριτανών, πιετιστών, «γνησίων ορθοδόξων»). Γι’ αυτό, άλλωστε, η θρησκεία δεν γεννάει ποτέ πολιτισμό, όπως κάνει η αναζήτηση νοήματος, αιτίας και σκοπού της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Πρόκειται για καλλιέργεια μιας σχέσης που σκοπεί στην αμεσότητα της ψηλάφησης, στη δυναμική μιας πληρότητας που δεν πληρούται ποτέ. Τούτο έστιν αληθώς το ευρείν τον Θεόν, το αεί αυτόν ζητείν, το ουδέποτε της επιθυμίας κόρον ευρείν. Η μεταφυσική δίψα ζητάει τη μέθη της γνώσης που «χαρίζεται μόνο στη σχέση, μόνο με την ελευθερία από το εγώ, στο πανηγύρι του έρωτα». Ο Γιανναράς έχει στοχαστεί σφαιρικά όσο και ιστορικά το φαινόμενο του νεοελληνικού κρατιδίου. Στην επιφυλλίδα με τίτλο «Κάλλιον αφτιασίδωτη υποτέλεια» προειδοποιεί τον αναγνώστη του: «Η σημερινή επιφυλλίδα είναι αυστηρώς ακατάλληλη για ιδεολόγους εθνικιστές - οπαδούς του “ελληνοχριστιανισμού”, του κοραϊσμού, του “εκσυγχρονισμού”, ή όποιους άλλους». Προκλητικά, αλλά διόλου άτοπα, προτάσσεται μια «παιγνιώδης υπόδειξη» του Μάνου Χατζιδάκι: «Να φέρουμε τους Ευρωπαίους να μας κυβερνήσουν, ώστε να μπορέσουμε εμείς ν’ ασχοληθούμε με τα ουσιώδη». (Ξεχνάει ο Μάνος ότι οι πρώτοι που ήρθαν με κυβερνητικά καθήκοντα ήταν οι Άγγλοι και οι Βαυαροί;) Εν πάση περιπτώσει, γεωγραφικά σύνορα αποκτά η χώρα με την ίδρυση του «εθνικού» κράτους το 1821, αφήνοντας εκτός συνόρων τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών του βαλκανικού, μικρασιατικού και μεσανατολικού χώρου. Ο ελληνισμός, με άλλα λόγια, οι πόλεις-κράτη των αρχαίων αλλά και η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ουδέποτε απέβλεψαν σε παρόμοιο σχήμα. Το ιμπέριουμ των Ρωμαίων είναι κατοπινό μόρφωμα. «... Ο Ελληνισμός συνέχισε να παράγει πολιτισμό με πανανθρώπινη εμβέλεια, όντας υποτελής στους Ρωμαίους αρχικά και υπόδουλος στους Οθωμανούς αργότερα. Η πολιτιστική του δυναμική εξελληνίζει ένδοθεν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έτσι ώστε όταν η Δύση υποτάσσεται στα βαρβαρικά φύλα και αποκόβεται (με το Σχίσμα, το 1054) από τον πολιτισμό της χριστιανικής Οικουμένης η λέξη “Ρωμηός” να σημαίνει τον φορέα της πολιτιστικής συνέχειας του Ελληνισμού. Ακόμα και κάτω από τον οθωμανικό ζυγό ο Ελληνισμός συνεχίζει τη δημιουργική ανέλιξη της γλωσσικής του συνέχειας, την πολιτική ως κοινό άθλημα πραγμάτωσης του «κατ’ αλήθειαν» βίου (στην αυτοδιοικούμενη κοινότητα) - παράγει ποίηση, τραγούδι, εκπληκτική αρχιτεκτονική, έκπαγλη φορεσιά, αξεπέραστους θεσμούς συνεργατικούς». Το συμπέρασμα του Γιανναρά είναι υποβλητικό: Ο Ελληνισμός τελειώνει ιστορικά με την ίδρυση του «εθνικού κράτους»! Αυτό το απίθανο σύμφυρμα χριστιανο-αρβανιτο-βλαχο-φαναριωτο-κρητικών και ό,τι βάλει ο νους μας ελευθερώνεται ως προτεκτοράτο των Άγγλων και μέσω της Μεγάλης Ιδέας του Κωλέττη (που την έφερε από τα Παρίσια) πουλάει παρόν για ν’ αποκτήσει μέλλον. Αν λογαριάσουμε τους τοπικούς πολέμους, τους εμφυλίους, τους παγκόσμιους πολέμους, τις εκστρατείες προς Ανατολάς, τις χούντες και τις μούντζες που εξαναγκάστηκε να υποφέρει αυτό το κρατίδιο, μπορούμε να εκτιμήσουμε τις συνέπειες. Μια χώρα που βρισκόταν από αιώνων μεταξύ Ανατολής και Δύσεως αποφάσισε να στραφεί προς τη Δύση, πιθηκίζοντας τα πάντα (ενδυμασία, θεσμούς, κράτος, στρατό, παιδεία, λογοτεχνία, αθλητισμό). Και μόνο η βίαιη αλλαξοφορεσιά των φουστανελάδων πολεμιστών που αναγκάστηκαν να φορέσουν «τα στενά» αρκεί για να μεταδώσει το πνεύμα του μιμητισμού. Και μόνο η μανιώδης αρθρογραφία μεταξύ Φαρμακίδη και Οικονόμου εξ Οικονόμων (ο τελευταίος έδωσε προσφάτως τα’ όνομά του σε ποδοσφαιρική ομάδα!) αρκεί για να δώσει μια ιδέα των νέων συνθηκών. «Διακόσια χρόνια πασχίσαμε οι Νεοέλληνες να γίνουμε Ευρωπαίοι και δεν καταφέραμε παρά μόνο τον βυθισμό μας στη μοναξιά, στην ανημπόρια, στην καθυστέρηση. Ούτε Ευρωπαίοι ούτε Έλληνες πια, αλλά ένα μπάσταρδο τριτοκοσμικό συμπίλημα των ελαττωμάτων του μεταπράτη και του παρακμιακού. Και σήμερα το μεταπρατικό οικοδόμημα του “εθνικού” μας κράτους καταρρέει με πάταγο μέσα στη διεθνή χλεύη».
Είναι προφανές ότι στην αρνητική κριτική ο θεολόγος παίρνει άριστα. Ακόμα και όταν, μιλώντας για ανελλήνιστους, φτάνει μέχρι σημείου να προτείνει μια ξένη κατοχή, μια απροσχημάτιστη υποδούλωση για να συνεχίσει να υπάρχει ο Ελληνισμός, δεν χάνει το θέμα του. Η ξένη κατοχή, βέβαια, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Τόσο οι Άγγλοι, που κάποτε «έκλειναν» τον Πειραιά για ψύλλου πήδημα, όσο και οι Αμερικανοί, που διαδέχτηκαν τους Βρετανούς στον θρόνο της «προστασίας», ήξεραν ότι αυτό το πληθυσμιακό σύμφυρμα δεν έχει ιστορική μοίρα. Είναι μήπως τυχαίο ότι στο μόνο ζήτημα που οι Νεοέλληνες κέρδισαν επαίνους ήταν οι πόλεμοι; Κατσαπλιάδες ξεκίνησαν, κατσαπλιάδες συνέχισαν και νυν κουκουλοφόροι. Mοιραία, λοιπόν, φτάνουμε στη σημερινή κατάσταση της χώρας. Ο δικομματισμός δεν άφησε τίποτα όρθιο στη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας. Εξού και το επαχθές χρέος, η αναβίωση του «δεν είν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί», τα κομματικά μίση και βέβαια η ανάδειξη μιας κάποιας Αριστεράς στη θέση του εθνοσωτήρα. Υπάρχει, τάχα, περιθώριο ανάκαμψης; Πώς να συνεννοηθούν κόμματα και κομματίδια, όταν το μόνο που μετράει είναι το παραταξιακό άχθος; Αν και σήμερα ίσχυε ο αττικός οστρακισμός, είναι βέβαιο ότι δεν θα είχε απομείνει ούτε ένας πολιτικός στο κλεινόν άστυ. Και όμως, μέσα στον καταχανά θα πρέπει με ό,τι μας απέμεινε να σηκώσουμε μπόι, να τείνουμε χείρα φιλίας, να βρούμε ό,τι χάσαμε από τον καλό εαυτό μας. Η παρακμή της χώρας είναι κατάδηλη. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη. Δεν ανήκουμε στη Δύση, προφανές αυτό, ανήκουμε στα Βαλκάνια, είμαστε χώρα αρχοντοξεπεσμένη, κι αν βρούμε τη λύση θα είναι αρχοντοξεπεσμένη κι αυτή.
Χρήστος Γιανναράς, Η Καταστροφή ως ευκαιρία Σελ.: 266, τιμή: 17,00, Εκδόσεις Ιανός
Πηγή: www.lifo.gr