Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει με το σκάνδαλο Novartis πρέπει να αρχίσουμε από το αμέσως προηγούμενο μεγάλο σκάνδαλο: τη Siemens.
Κάποια στιγμή αποκαλύφθηκε ότι η γερμανική εταιρία, που δραστηριοποιείται επί πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα- είχε ρόλο και στην Κατοχή- λάδωνε μεταξύ των άλλων και Έλληνες πολιτικούς. Για να «καλλιεργεί το έδαφος» στις δουλειές της. Το κατέθεσαν στελέχη της.
Αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο συγκάλυψης με τη φυγάδευση του Χριστοφοράκου-βασικού πρωταγωνιστή του σκανδάλου -στη Γερμανία. Εκεί ψευτοδικάσθηκε για τα αδικήματα που θα τον δίωκε η ελληνική Δικαιοσύνη. Του επιβλήθηκε μια ποινή-χάδι με αναστολή και έκτοτε κυκλοφορεί ελεύθερος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητήσει την έκδοσή του, αφού δεν είναι δυνατό να ξαναδικαστεί για τα ίδια αδικήματα σε κοινοτικό έδαφος.
Μπίγκο! Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Ξέρουμε -και με αποφάσεις γερμανικών δικαστηρίων- ότι πολιτικοί και κόμματα στην Ελλάδα πήραν μίζα από την γερμανική εταιρία. Δεν θα μάθουμε όμως ποτέ ποιοι είναι. Το τέλειο έγκλημα εν προκειμένω είναι η τέλεια συγκάλυψη.
Με τη Novartis τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πρώτον γιατί η εταιρία ερευνάται και από τις αμερικανικές αρχές. Δεύτερον γιατί η ελληνική Δικαιοσύνη πέρα από τις άλλες ενδείξεις είχε στα χέρια της επώνυμες καταθέσεις από μέσα. Από πρόσωπα που ήταν σε θέση να γνωρίζουν τα πάρε- δώσε της εταιρίας.
Έτσι άρχισε η έρευνα που αφορούσε πλέον και πολιτικά πρόσωπα. Νομίμως και από τις καθόλα αρμόδιες εισαγγελικές αρχές.
Αλλά στην Ελλάδα εκτός από το καλό το παλικάρι που ξέρει και άλλο μονοπάτι και ο καλός πολιτικός ξέρει και πώς θα τη σκαπουλάρει κάθε φορά που τον πλησιάζει ένας εισαγγελέας. Τον έχει υποχρεώσει εκ των προτέρων να στέλνει το όνομά του τη Βουλή. Χωρίς δικαίωμα έρευνας, όπως για τους απλούς πολίτες.
Για τους πολιτικούς αυτό το αναλαμβάνει η Βουλή. Δηλαδή το κόμμα που έχει την πλειοψηφία. Οπότε κάνει έρευνα για τους αντιπάλους, ή τους δικούς του, και πράττει αναλόγως. Ή το χειρίζονται όλα τα κόμματα μαζί και βρίσκουν τρόπο να μην φτάσει ποτέ στο φως η αλήθεια. Εν ανάγκη και με την άρνηση άρσης της ασυλίας όσων η Δικαιοσύνη είναι σε θέση στείλει στο Δικαστήριο. Το τέλειο κόλπο.
Αυτό συνέβη με την Εισαγγελία Διαφθοράς και τους φακέλους που σχηματίσθηκαν με τις καταθέσεις μαρτύρων και όποια άλλα στοιχεία επέβαλαν να ερευνήσει δέκα συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα.
Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί οτιδήποτε σε βάρος τους. Δεν τους βάρυνε εξ αρχής καμία κατηγορία. Αλλά από τη στιγμή που υπήρξε συγκεκριμένος λόγος όφειλαν να δεχθούν την έρευνα.
Αν μπορούσε να συνεχίσει την δουλειά της η Εισαγγελία για τον καθένα ξεχωριστά, όπως προβλέπεται για κάθε πολίτη, θα υπήρχαν δυο ενδεχόμενα: Το ένα να μην μαθαίναμε ποτέ τίποτε -εφόσον η έρευνα δεν έβρισκε στοιχεία για να προχωρήσει.
Το άλλο να μαθαίναμε ότι η Εισαγγελία είναι σε θέση να ξεκινήσει τακτική ανάκριση στο τέλος της οποίας θα έστελνε στο δικαστήριο όποιον συνδέονταν με στοιχεία που θα της επέτρεπαν να στηρίξει κατηγορία χρηματισμού στο Δικαστήριο.
Αλλά επειδή πρόκειται για πολιτικούς οι φάκελοι τους διαβιβάστηκαν στη Βουλή- και τα ονόματα τους εκ των πραγμάτων κοινοποιήθηκαν. Δεν τα κοινοποίησε δηλαδή η τότε κυβέρνηση, αλλά ο νόμος που είχαν ψηφίσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Η θεωρία της σκευωρίας
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησαν δυο ξεχωριστές και συγκρουόμενες διαδικασίες.
Η μια αφορά την Εισαγγελία -στην οποία πολύ ορθώς η τότε πλειοψηφία της Βουλής επέστρεψε του φακέλους. Έκανε αγώνα με δυσκολίες και στο εσωτερικό του δικαστικού σώματος, όπως προέκυψε, για να τεκμηριώσει τις καταγγελίες, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει διώξεις αν υπήρχε λόγος. Για να μπορεί να πετύχει την καταδίκη όσων θα παραπέμπονταν σε δίκη.
Ξέρουμε ότι για εφτά δεν βρήκε τα απαιτούμενα στοιχεία και αρχειοθέτησε τους φακέλους. Έναν τον στέλνει στο φυσικό δικαστή του να υποστηρίξει την αθωότητα του-απέναντι στην προσπάθεια της εισαγγελικής αρχής, που εκπροσωπεί το δημόσιο συμφέρον να τεκμηριώσει ι την ενοχή του. Και για δυο περιμένουμε το αποτέλεσμα της εισαγγελικής έρευνας.
Η άλλη διαδικασία είναι ανατριχιαστική για κοινοβουλευτικό πολίτευμα με διακριτές εξουσίες.
Όλοι οι υπό έρευνα είχαν κάθε δικαίωμα να αντιδράσουν και η αντίδραση θα μπορούσε να είναι απλή: να διακηρύξουν την αθωότητά τους και να προκαλέσουν όποιον έχει στοιχεία εναντίον τους να τα προσκομίσει -κατά την γνωστή παροιμία «καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται».
Αν έλεγαν και καμία κουβέντα παραπάνω προς υπεράσπιση τους δεν χάλασε ο κόσμος. Οίκοθεν νοείται ότι μέχρι να ξεκαθαριστούν οι υποθέσεις τους οι ίδιοι ή τα κόμματά τους θα έπρεπε να φροντίσουν για την αναστολή οποίας επίσημης ιδιότητας είχαν. Έτσι τουλάχιστον συμβαίνει στις πολιτισμένες δημοκρατίες.
Ο παραλογισμός
Αλλά εδώ είναι Βαλκάνια. Οι μισοί τουλάχιστον από όσους μπήκαν στο στόχαστρο της εισαγγελίας -ευλόγως, νομίμως και υποχρεωτικά, αφού υπήρχαν μαρτυρίες- οργάνωσαν τημεγαλύτερη επιχείρηση παραπλάνησης της κοινής γνώμης και τη μεγαλύτερη επίθεση κατά της Δικαιοσύνης, από τη Μεταπολίτευση, καταφεύγοντας στη θεωρία της «σκευωρίας» εναντίον τους.
Βάφτισαν τη δικαστική έρευνα «πλεκτάνη» που έστησε η τότε κυβέρνηση -με τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπραπροσωπικά και την ίδια την επικεφαλής της Εισαγγελίας διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη.
Κάποιοι από αυτούς έφτασαν στο σημείο να τους αποκαλούν «συμμορία» και να ωρύονται στα κανάλια ότι θα τους «συντρίψουν».
Όσα είπαν για τους εισαγγελείς αυτή την περίοδο τρεις τουλάχιστον από τους ερευνηθέντες ,πέραν του ότι παραβιάζουν την κοινή λογική και καταλύουν κάθε κανόνα δικαστικής λειτουργίας, συνιστούν και νέα ποινικά αδικήματα.
Δεν μπορεί κανείς να λέει ατιμώρητα όσα ακούστηκαν από πολιτικούς για δικαστικούς λειτουργούς που κάνουν τη δουλειά τους -και αν δεν την κάνουν καλά, υπάρχει τρόπος ελέγχου τους.
Αν καταγγείλεις ότι σε διώκει η Εισαγγελία που ερευνά την εμπλοκή σου σε μια παρανομία, γιατί να μην το κάνεις και για την Εφορία που έρευνα την εμπλοκή σου σε φοροδιαφυγή; Ή την Τροχαία που εξετάζει την εμπλοκή του σε παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας; Ποιος πολίτης θα μπορούσε να ισχυριστεί τέτοια πράγματα;
Ο πιο φαιδρός ισχυρισμός είναι ότι η έρευνα ξεκίνησε από «βαλτούς», «κουκουλοφόρους» και «ψευδομάρτυρες». Ουδέν ανακριβέστερο.
Οι «κουκουλοφόροι» είναι υπαρκτά πρόσωπα, νομίμως προστατευμένα που κατέθεσαν επωνύμως σε αρμόδια δημόσια αρχή. Αν είναι « ψευδομάρτυρες» δεν μπορεί παρά να το πει το δικαστήριο. Και αν είναι «βαλτοί» πρέπει να εξηγηθεί ποιος θα «έστηνε» μαρτυρίες για πολιτικούς χωρίς κανέναν ρόλο.
Αυτός παραλογισμός της «σκευωρίας» συμπεριέλαβε βεβαίως και την τότε κυβέρνηση με τον Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργό πρώτον και καλύτερο. Δεν έχουν ακουστεί ποτέ όσα του καταλογίσθηκαν από πρόσωπα που ήταν ερευνώνταν με υπόνοια χρηματισμού.
Ευτυχώς για τους εφτά δεν βρέθηκαν στοιχεία. Αλλά η επίθεση με χυδαίο τρόπο στον Πρωθυπουργό ξεπέρασε κάθε αρρωστημένη φαντασία. Όσοι ωρύονταν ότι τους «διώκουν χωρίς στοιχεία» κατήγγειλαν τον Τσίπρα για σκευωρία εναντίον τους χωρίς να έχουν το παραμικρό στοιχείο,-όπως στο τέλος παραδέχθηκαν οι ίδιοι.
Η μεγάλη εικόνα
Αν δει κανείς από μακριά την εικόνα, αυτό που προκύπτει είναι ότι οι δέκα εμπλεκόμενοι, τα δυο κόμματα στα οποία ανήκουν και ορισμένα ΜΜΕ μπήκαν σε έναν κύκλο αλληλοϋποστήριξης. Αυτός ο κύκλος έχει στοιχεία συνωμοσίας για προβληθεί ο ισχυρισμός ότι διώκονται και ότι τελικά αθωώθηκαν.
Κανείς δεν αθωώθηκε για τίποτε. Γιατί απλούστατα κανείς δεν είχε κατηγορηθεί για τίποτε. Και μόνο για έναν ασκείται δίωξη, οπότε γι’ αυτόν ειδικά είναι κωμικό να δηλώνει «θύμα δίωξης» και φυσικά μέχρι να καταδικαστεί είναι αθώος.
Στην ουσία ο μηχανισμός συνωμοσίας δεν μπορούσε να στηρίξει την αθωότητα καθενός. Στα θέματα ηθικής τάξης κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά για κανέναν -όπως είπε κάποια στιγμή ακόμη και ο Κυρ. Μητσοτάκης.
Η υπεράσπιση είναι προσωπική υπόθεση. Κανένα κόμμα δεν μπορεί να ξέρει τι έκανε κάτω από τραπέζι κανένα στέλεχός του. Και κανείς πολίτικος δεν μπορεί να ξέρει τι έκανε ο διπλανός του.
Την ίδια στιγμή όμως η κοινή γνώμη έχει τη βεβαιότητα ότι τα κόμματα είναι βουτηγμένα στις παράνομες χρηματοδοτήσεις και κάποιοι πολιτικοί λαδώνονται και πλουτίζουν. Όποιος έχει μάτια βλέπει.
Αλλά η προσωποποίηση ενός αδικήματος σαν τη δωροληψία δεν είναι υπόθεση της κοινής γνώμης. Είναι υπόθεση της Δικαιοσύνης: αυτό προσπάθησε να κάνει στο σκάνδαλο Novartis και αυτό προσπαθεί ακόμη.
Το μοιραίο λάθος
Απέναντι στη Δικαιοσύνη δεν βρίσκονται μόνο όσοι αυτονόητα υπερασπίζονται τον εαυτό τους, αλλά το κύκλωμα: κόμματα- πολιτικοί- ΜΜΕ. Έξ αρχής επιδίωξαν κάτι πέρα από τη στήριξη της αθωότητας όσων πολιτικών αναφέρθηκαν.
Επιδίωξαν κάτι απίστευτο: την… ποινικοποίηση του δικαιώματος της Πολιτείας να ελέγχει δια των οργάνων της οποιονδήποτε. Κάθε καταγγελία, κάθε κατάθεση και μαρτυρία κάθε στοιχείο που τίθεται υπόψη της.
Η εισαγγελία δεν δικάζει και δεν καταδικάζει. Ερευνά και από το αποτέλεσμα τις έρευνας δρα αναλόγως. Τόσο απλό. Ορισμένοι απλώς θεωρούν αδιανόητο ότι ερευνήθηκαν. Θέλουν να είναι υπεράνω του νόμου. Γιατί η έρευνα τους… ζημιώνει πολιτικά.
Αλλά, αναπόφευκτα, αυτή η συνωμοσία μετά τη θεωρία της «πολιτικής σκευωρίας» που πρόταξε εξαρχής, χωρίς να περιμένει να προσχωρήσει η έρευνα των αρχών, έπρεπε να περάσει στο επόμενο στάδιο που οι ίδιοι οι «συνωμότες» οριοθέτησαν. Την τιμωρία των «ενόχων της σκευωρίας».
Αυτό υπερβαίνει τις μηνύσεις που κατατέθηκαν εναντίον της κυβέρνησης και της Δικαιοσύνης, όπως είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε πολίτη να μηνύσει οποιονδήποτε, για οτιδήποτε.
Αλλά για να τιμωρήσεις κάποιον για κάτι, πρέπει να τον βρεις και να του καταλογίσεις κάτι. Εν προκειμένω δεν υπήρχε. Για τους εισαγγελείς διαφθοράς, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να υπάρχει. Τη δουλειά τους έκαναν. Και αν δεν την έκαναν καλά, υπάρχουν οι προσταγμένοι να τους ελέγξουν
Έμεναν οι κυβερνητικοί παράγοντες της εποχής. Αλλά γιατί να ελεγχθούν ποινικά; Για τις ανοησίες του Τζανακόπουλου που πήγε στον Άρειο Πάγο να … ενημερωθεί για τις δικογραφίες και πήρε στο λαιμό του το κόμμα του;
Για τις μπούρδες του Κοντονή και του Παπαγγελοπούλου για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο»– που έπρεπε να τους θέτει αμέσως εκτός κυβέρνησης , γιατί την εξέθεταν;
Για τον Τσίπρα έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να πουν τίποτε -εκτός από τις αγοραίες αναφορές εναντίον του στα ΜΜΕ- και από ΜΜΕ.
Η συνωμοσία στην ουσία λογικές συγκάλυψης και ατιμωρησίας και έφτανε σε αδιέξοδο, αφού ελλείψει κατηγορίας δεν μπορούσαν να βρεθούν και κατηγορούμενοι. Μέχρι που ήλθε το εκλογικό αποτέλεσμα να τη «διασώσει».
Έτσι ανέλαβε η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλά ποιον να κατηγορήσει και γιατί; Θεωρήθηκε ιδανικός στόχος ο Δημ. Παπαγγελόπουλος. Κυρίως για … παραδειγματισμό, επειδή άλλαξε στρατόπεδο.
Θα ερευνηθεί από το Βουλή, αν επηρέασε την έρευνα. Η ιστορία ότι έστησε κιόλας τη «σκευωρία» μαζί με τον Τσίπρα, την Τουλουπάκη κ.λ.π. ξεχάσθηκε.
Για διασωθούν όσοι συνωμότησαν για να παρεμποδίσουν την έρευνα, χρησιμοποίησαν την αριθμητική του Κοινοβουλίου για να στήσουν Προανακριτική Επιτροπή -να γίνουν δηλαδή οι ίδιοι εισαγγελείς. Αλλά άρχισαν κιόλας να πατάνε τα κορδόνια τους: ζήτησαν από τον… εαυτό τους εξαίρεση δύο βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και την αποφάσισαν ταυτόχρονα.
Αυτή η Προανακριτική Επιτροπή προορίζεται να εξελιχθεί σε μοιραίο λάθος του κυβερνώντος κόμματος και του παρακολουθήματός του. Αν μη τι άλλο, γιατί δεν έχουν ξεχαστεί όσα -δεν- έκαναν για τα δυο προηγούμενα σκάνδαλα: τη Siemens και το Χρηματιστήριο.