«Εκείνο το ατέρμονο ταξίδι, με το φέρετρο πεταγμένο στραβά και το σώμα σου εκτεθειμένο, βάρβαρα, στην κοινή θέα σαν αντικείμενο σε βιτρίνα, σχεδόν σαν προκλητικό και πρόστυχο κάλεσμα: κοιτάτε - αλλά - μην - αγγίζετε. Εκείνος ο ατέλευτος εφιάλτης μες στη νεκροφόρα που, φυλακισμένη από τη λάβα, δεν προχωρούσε και, αν κέρδιζε ένα μέτρο, το ξανάχανε αμέσως. Θα πρέπει να χρειαστήκαμε τρεις ώρες για να διασχίσουμε μια διαδρομή που υπό κανονικές συνθήκες απαιτούσε δέκα λεπτά - οδός Μητροπόλεως, Όθωνος, Αμαλίας, Διάκου, Αναπαύσεως. Οι αστυφύλακες που θα έπρεπε να συνοδεύουν την προγραμματισμένη πομπή είχαν διασκορπιστεί αμέσως μες στην κοσμοπλημμύρα, συχνά τραυματισμένοι ή κακοποιημένοι: οι νεαροί που είχανε επιφορτιστεί με την περιφρούρηση εξολοθρεύτηκαν αμέσως, έτσι που από πολλές δεκάδες δεν έμεναν παρά πέντε ή έξι ερείπια γεμάτα μελανιές που προσπαθούσαν να προστατέψουν τα σπασμένα παράθυρα της νεκροφόρας. Αυτό φαίνεται καθαρά στις αεροφωτογραφίες, όπου η νεκροφόρα είναι μια αδιόρατη κουκκιδίτσα πνιγμένη στον στρόβιλο μιας συμπαγούς μάζας, το μάτι του κυκλώνα, το κεφάλι του χταποδιού».
—Οριάνα Φαλλάτσι, «Ένας άντρας», πρόλογος: μτφρ. Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου,
Εκδόσεις Πατάκη