6.9.25

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ :ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟΝ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ - φωτο


Του Σταμάτη Παγανόπουλου
Το Πανηγύρι ως Λογοτεχνικός Θεσμός και Πολιτισμικό Στοιχείο
Το πανηγύρι, ως ένα από τα κατεξοχήν κοινωνικά, τελετουργικά και πολιτισμικά φαινόμενα της ελληνικής υπαίθρου, αποτελεί διαχρονικά πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία. Η προσέγγισή του δεν είναι στατική, αλλά εξελίσσεται παράλληλα με τις κοινωνικές μεταβολές, λειτουργώντας ως καθρέφτης των αξιών, των προβλημάτων και των μεταφυσικών αναζητήσεων του ελληνικού κόσμου. Διακρίνουμε πολλαπλές αποτυπώσεις του πανηγυριού, από την ιδεαλιστική ηθογραφία έως τις σύγχρονες μεταφορικές προσεγγίσεις. Θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα από αντιπροσωπευτικά έργα, με στόχο την ανάδειξη της διαχρονικής σημασίας του πανηγυριού στην χώρα μας καί ιδιαίτερα στην ύπαιθρο.

Η σημασία του πανηγυριού στην ελληνική κοινωνία, πριν τις ριζικές αλλαγές του μεταπολεμικού κόσμου, ήταν καθοριστική. Αποτελούσε τον μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο διασκέδασης και ψυχαγωγίας, μαζί με τους γάμους και τα βαφτίσια. Λόγω της έλλειψης συγκοινωνιακών μέσων και των σκληρών καθημερινών εργασιών, τα πανηγύρια ήταν ο βασικός τόπος συνάντησης, συνεύρεσης και ανταμώματος των κατοίκων των χωριών. Λειτουργούσαν ως τελετουργίες που επέτρεπαν στους ανθρώπους να απομακρυνθούν από τις ανησυχίες της καθημερινότητας, να έρθουν σε επαφή με το θείο και το υπερβατικό, και να εκφράσουν τους πόθους και τις ελπίδες τους. Ωστόσο, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η μαζική μετανάστευση και η εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών οδήγησαν στην αλλοίωση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, αλλά και στον ριζικό μετασχηματισμό του πανηγυριού ως θεσμού, παρόλο που συνέχισε να αποτελεί τόπο συνάντησης.  

1.ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΗΝ ΗΘOΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ : ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

1.1 Η Γέννηση του Ηθογραφικού Στοιχείου

Η ανάπτυξη του ηθογραφικού διηγήματος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αλλαγές στη νεοελληνική πεζογραφία στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι συγγραφείς της περιόδου εγκατέλειψαν το ρομαντικό μυθιστόρημα, που αντλούσε τα θέματά του από την ιστορία, και στράφηκαν προς τη σύντομη πεζογραφία, με επίκεντρο την περιγραφή της ελληνικής υπαίθρου και των απλοϊκών κατοίκων της. Αυτή η νέα τάση συσπειρώθηκε γύρω από το περιοδικό Εστία, το οποίο λειτούργησε ως όργανο της λογοτεχνικής γενιάς, προκηρύσσοντας το 1883 διαγωνισμό για τη συγγραφή «ελληνικού διηγήματος».

Η στροφή προς την ηθογραφία δεν ήταν τυχαία. Καθοδηγήθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη, τον εισηγητή της λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα, ο οποίος κάλεσε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν τα ελληνικά ήθη και έθιμα. Αυτή η προτροπή οδήγησε σε μία σχεδόν εμμονική προσκόλληση στην παράδοση και σε μια προσπάθεια για φωτογραφική πιστότητα στην περιγραφή της αγροτικής ζωής. Συγγραφείς όπως ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Ιωάννης Κονδυλάκης συνεργάστηκαν στενά με την Εστία και συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της τάσης. Το πανηγύρι, ως κατεξοχήν λαογραφική εκδήλωση, αποτέλεσε έτσι ένα ιδανικό, σχεδόν υποχρεωτικό, θέμα για την ηθογραφία. Η προσέγγιση αυτή απέβλεπε κυρίως στην ωραιοποιημένη περιγραφή της αγνής ζωής των κατοίκων της υπαίθρου, όπως αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα, «Επιστροφή από το πανηγύρι».

1.2. Ηθογραφία και Ρεαλισμός: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ,Αντρέας Καρκαβίτσας

Σιγά σιγά, η ελληνική ηθογραφία εγκατέλειψε την ωραιοποιημένη προσέγγιση και άλλαξε προσανατολισμό. Διηγηματογράφοι όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εισήγαγαν τον ρεαλισμό, παρουσιάζοντας και την «αρνητική πλευρά των ανθρώπων και της κοινωνίας» στα έργα τους, όπως ο «Ζητιάνος» και η «Φόνισσα» αντίστοιχα. Ο Παπαδιαμάντης, συγκεκριμένα, αξιοποιεί το πανηγύρι όχι απλώς ως φόντο, αλλά ως έναν μικρόκοσμο όπου αναδεικνύονται τα ανθρώπινα πάθη, οι κοινωνικές ανισότητες και οι ηθικές αντιφάσεις της εποχής του.

Στα διηγήματά του Παπαδιαμάντη , η αναφορά στο πανηγύρι λειτουργεί ως καταλύτης ή ως πλαίσιο για την εξέλιξη της πλοκής και την αποκάλυψη των χαρακτήρων.Για παράδειγμα, στο διήγημα «Χωρίς στεφάνι» , αναφέρεται πως ο ήρωας, όταν υπήρχε «εξοχικόν πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κ' έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών». Η απλή αυτή φράση υποδηλώνει την ανάγκη του ανθρώπου για απόδραση από τις καθημερινές υποχρεώσεις και την παράδοσή του σε μια άλλη μορφή ζωής, έστω και πρόσκαιρη.

Η αξιοποίηση του πανηγυριού από τον Παπαδιαμάντη δεν περιορίζεται στην περιγραφή εθίμων , το χρησιμοποιεί για να αναδείξει την κοινωνική κριτική που διαπερνά το έργο του. Στο «Χωρίς στεφάνι», θίγει θέματα όπως οι ταξικές ανισότητες που εμφανίζονται ακόμα και στο εκκλησιαστικό περιβάλλον. Η αναφορά στην «αυστηρότητος των “αρμοδίων”» εις βάρος των φτωχών υπογραμμίζει πώς ακόμη και η γιορτή μπορεί να αποτελέσει πεδίο εκδήλωσης κοινωνικών αδικιών. Η προσέγγιση του Παπαδιαμάντη απομακρύνεται από την ειδυλλιακή ηθογραφία και αναδεικνύει το πανηγύρι ως ένα ρεαλιστικό καθρέφτη της κοινωνίας, όπου η χαρά και η απόδραση συνυπάρχουν με την υποκρισία και την εκμετάλλευση.

Σ'ένα άλλο διήγημά του ,«Στο Χριστό στο Κάστρο», ο Παπαδιαμάντης συνδέει το πανηγύρι με τη θρησκεία και την κοινότητα. Μέσα στη φτώχεια, όλοι μοιράζονται χαρά και ευλογία. Το πανηγύρι γίνεται έκφραση συλλογικότητας. Ιδού ένα μικρό απόσπασμα: «Από νωρίς το πρωί, ανήμερα των Χριστουγέννων, οι χωρικοί ετοίμαζαν τα ζώα τους κι ανέβαιναν στον ανήφορο για το εκκλησάκι του Χριστού, εκεί ψηλά στο Κάστρο. Άλλοι με τα παιδιά φορτωμένα στα σαμάρια, άλλοι με δέματα και καλάθια, όλοι με λαμπάδες και με χαρά. Σαν έφθαναν, γέμιζε ο περίβολος κόσμο· τα παιδιά έτρεχαν, οι γέροντες έπιαναν κουβέντα στα χαμηλά τοιχάκια, οι γυναίκες έβγαζαν απ’ τα καλάθια ψωμιά, τυριά, ελιές και τα μοίραζαν.

Ύστερα από τη λειτουργία άναβε το πανηγύρι. Έπιαναν τα βιολιά και τις φλογέρες οι γύφτοι, οι νέοι έσερναν τον χορό μπροστά στον ναό, οι κοπέλες γελούσαν πίσω απ’ τα μαντίλια, τα παιδιά σκαρφάλωναν στα χαλάσματα του κάστρου. Οι φτωχοί εύρισκαν μερτικό στο τραπέζι, οι πλούσιοι έδιναν απ’ τα καλά τους. Κι όλο αυτό, μες στο χιονισμένο τοπίο, ήτανε σαν θεία ευλογία· πανηγύρι της ψυχής και του χωριού.»

Στον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια είναι το πανηγύρι, το οποίο λειτουργεί όχι μόνο ως λαογραφικό στοιχείο αλλά και ως κομβικό σημείο της πλοκής:Στο πανηγύρι συναντώνται όλοι οι χωρικοί, και εκεί αναδεικνύεται η συλλογική ψυχολογία της κοινότητας. Το πανηγύρι, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί χώρο χαράς, εμπορίου και κοινωνικής συνοχής, καταλήγει να γίνει το πεδίο δράσης του ζητιάνου: εκεί προβάλλει τη δύναμή του, κερδίζει συμμάχους και επιδεικνύει τον έλεγχο που μπορεί να ασκήσει. Μέσα από αυτό, ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη μετατροπή ενός παραδοσιακού εθίμου σε χώρο εκμετάλλευσης και καθρέφτη της κοινωνικής παρακμής. Ο Ζητιάνος δεν είναι απλώς μια ιστορία για την κακοβουλία ενός προσώπου. Είναι μια κριτική τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας του καιρού του Καρκαβίτσα. Το πανηγύρι, ως κεντρική σκηνή, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το κοινό έθιμο και η λαϊκή κουλτούρα μπορούν να μετατραπούν σε όχημα εξουσίας και φόβου, όταν λείπει η κριτική σκέψη και η συλλογικότητα.
Έτσι, το πανηγύρι δεν είναι μόνο λαϊκή γιορτή. Στη λογοτεχνία αποκτά διαστάσεις συμβολικές, γίνεται καθρέφτης της ζωής και της ιστορίας του τόπου.

2. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

2.1. Το Πανηγύρι ως Σύμβολο της Ερήμωσης

Η μεταπολεμική Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από ριζικές κοινωνικές αλλαγές, με την μαζική μετανάστευση και την εγκατάλειψη της υπαίθρου να οδηγούν στην ερήμωση των χωριών και τον υδροκεφαλισμό των πόλεων. Αυτή η νέα πραγματικότητα επηρέασε βαθιά την πρόσληψη του πανηγυριού από τους λογοτέχνες.

Το 1964 0 Κάρολος Κουν ανεβάζει στο Θέατρο Τέχνης « Το Πανηγύρι», του Δημήτρη Κεχαΐδη, σηματοδοτώντας την έξοδο του ελληνικού θεάτρου από το γκέτο της ηθογραφίας.

Σε αντίθεση με τις προγενέστερες αναπαραστάσεις, το πανηγύρι του Κεχαΐδη δεν είναι τόπος γλεντιού, αλλά ένας χώρος όπου αναδεικνύεται η «αθλιότητα, εγκατάλειψη και μοναξιά» της ανθρώπινης ύπαρξης. Το έργο ,όπως δήλωσε ο συγγραφέας ,ήταν «αφιέρωμα στους ανθρώπους του θεσσαλικού κάμπου που εγκαταλειφτήκανε στο περιθώριο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης». Η απουσία των νέων, η φτώχεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση μετατρέπουν τη γιορτή σε ένα δράμα, όπου η φυγή προσφέρεται μόνο μέσω του ύπνου, του κρασιού και του ονείρου. Το πανηγύρι παύει να είναι απλώς ένα έθιμο και γίνεται σύμβολο κοινωνικού σχολιασμού και υπαρξιακής αγωνίας. Λειτουργεί ως ένας «αντι-πανηγύρι» χώρος, όπου η επίφαση της γιορτής κρύβει την εσωτερική κρίση και το δράμα της ερήμωσης.

Ο Δημήτρης Χατζής με το Τέλος της Μικρής μας Πόλης -ένα από τα καλύτερα δείγματα της νεοελληνικής λογοτεχνικής γραφής -έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από 'κει που την άφησαν οι γενιές του Μεσοπολέμου ως εκεί που την παραλαμβάνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Ο Χατζής βλέπει το πανηγύρι ως δείκτη κοινωνικών αλλαγών. Από ζωντανό γεγονός, καταντά σκιά, όπως και η μικρή του πολιτεία.Ιδού ένα απόσπασμα :

«Κάθε χρόνο, το πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη ήτανε το σπουδαιότερο πράγμα για την πολιτεία μας. Από μέρες πριν ερχόντουσαν οι πραματευτάδες με τις πραμάτειες τους: υφάσματα, καθρέφτες, γυαλικά που άστραφταν στον ήλιο. Οι γύφτοι έστηναν τα όργανα στην πλατεία· και μόλις έπεφτε το σούρουπο, άρχιζε ο χορός. Άντρες και γυναίκες μπλέκονταν στον κύκλο, τα παιδιά έτρεχαν πίσω απ’ τα καραγκιοζοπαίγνια, οι γεροντότεροι κοιτούσαν με συγκίνηση.
Μα όσο περνούσαν τα χρόνια, κάτι άλλαξε. Ο κόσμος λιγόστεψε, οι νέοι δεν έδιναν σημασία, οι έμποροι έφερναν φθηνά εργοστασιακά, οι χοροί έχαναν τη λεβεντιά τους. Το πανηγύρι έμενε σαν σκιά παλιάς χαράς, μια ανάμνηση που έφερνε περισσότερο θλίψη παρά γιορτή. Έτσι τέλειωνε κι η μικρή μας πολιτεία.»

2.2. Το Πανηγύρι ως Μεταφυσική Τελετή

Παρά τη μετατόπιση προς τον ρεαλισμό και τον κοινωνικό σχολιασμό, το πανηγύρι διατήρησε και την τελετουργική του διάσταση σε ορισμένα έργα. Ο Στρατής Μυριβήλης, στο έργο του «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», προσεγγίζει το πανηγύρι με έναν τελετουργικό και μεταφυσικό τρόπο. Αν και η αναφορά είναι σύντομη, εντοπίζεται σε ένα πανηγύρι που γίνεται τον Δεκαπενταύγουστο, την «ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου», μία από τις μεγαλύτερες γιορτές μας.
Ο «Βασίλης ο Αρβανίτης» του Στράτη Μυριβήλη είναι ένα ηθογραφικό αφήγημα που παρουσιάζει τη μορφή του Βασίλη, ενός παλικαριού από τη Μυτιλήνη, γεμάτου λεβεντιά, ανδρεία και ασυμβίβαστο πνεύμα. Ο Βασίλης είναι ο τύπος του ανθρώπου που ζει με πάθος, αψηφά τον κίνδυνο και θέλει να ξεχωρίζει. Δεν διστάζει να τσακωθεί, να ριχτεί σε καβγάδες και να δοκιμάσει την αντοχή του, γι’ αυτό και οι συγχωριανοί του τον σέβονται αλλά και τον φοβούνται.

Το τέλος του είναι χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας του: πεθαίνει σε ένα πανηγύρι, μέσα σε καυγά. Εκεί, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό και την αψάδα του, συγκρούεται με άλλους και, πιστός στη φλογερή και παλικαρίσια φύση του, αφήνει την τελευταία του πνοή με τρόπο βίαιο, μέσα στη γιορτινή ατμόσφαιρα του χωριού. Ο θάνατός του, αν και τραγικός, παρουσιάζεται σαν φυσική κατάληξη μιας ζωής που δεν γνώριζε μέτρο: όπως έζησε δυνατά και ανυπότακτα, έτσι και έσβησε ξαφνικά και θεαματικά.

Με αυτόν τον τρόπο, το πανηγύρι στο έργο λειτουργεί ως σύμβολο της ζωής και του θανάτου μαζί: τόπος χαράς και γλεντιού, αλλά και τόπος όπου αποκαλύπτεται η ανθρώπινη βία και η τραγικότητα της μοίρας.
Το πανηγύρι, στο έργο του Μυριβήλη, λειτουργεί ως τόπος «ανταμώματος που ανανεώνει και ισχυροποιεί τους δεσμούς μας με τη συλλογικότητα της παράδοσης» , επιβεβαιώνοντας τη βαθιά σύνδεση μεταξύ λαογραφίας, θρησκείας και κοινωνικής ζωής. Η προσοχή του Μυριβήλη στον τελετουργικό χαρακτήρα της γιορτής, αν και δεν επικεντρώνεται σε αυτό, αναδεικνύει τη συμβολική και ψυχολογική της σημασία.

Ο «Βασίλης ο Αρβανίτης» δεν είναι απλώς η ιστορία ενός ανθρώπου· είναι η μετουσίωση ενός λαϊκού ήρωα σε σύμβολο ελευθερίας, θάρρους και μύθου. Ο Μυριβήλης με ποιητική, τελετουργική γραφή συνδέει το έργο του με την προφορική παράδοση, τον λαϊκό θρύλο και το συλλογικό βίωμα.
Στη « Ζωή εν τάφω» το πανηγύρι αντιπροσωπεύει την ανάμνηση της χαμένης αθωότητας. Μέσα στον πόλεμο λειτουργεί ως εικόνα αντίθεσης: η ζωή πριν και μετά την καταστροφή.
«Θυμήθηκα ξαφνικά το πανηγύρι στο χωριό. Το άρωμα του καμένου λιβανιού μπλεγμένο με το θυμίαμα των πεύκων, τα τραγούδια που σήκωναν σκόνη στο πλακόστρωτο, τους φίλους μου που γελούσαν κι έσερναν τον χορό.

Κι εκεί, μέσα στα χαρακώματα, μου φάνηκε πως ξανάβλεπα τη ζωή, όπως ήτανε κάποτε, πριν έρθει ο πόλεμος και μας την αλλάξει. Ένα πανηγύρι που έσβησε.»

3. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΩΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟ : Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

3.1. Κωστής Παλαμάς, «Το πανηγύρι στα σπάρτα»

Το ποίημα του Κωστή Παλαμά, «Το πανηγύρι στα σπάρτα», από τη συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές συμβολικές χρήσεις του πανηγυριού στην ελληνική λογοτεχνία. Η χρήση του όρου εδώ απομακρύνεται από την απλή περιγραφή κοινωνικών εκδηλώσεων και μετατρέπεται σε μία βαθιά εσωτερική αναζήτηση.

Το ποίημα ξεκινά με μία ειδυλλιακή εικόνα:

«Γιά κοίτα πέρα και μακριά τί πανηγύρι που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι! / Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ' τα σπάρτα με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας / να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι, / θησαυριστής να κλείσω μες στην αγκαλιά μου σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα δροσάνθια/κι όλο το θησαυρό να τονε σπαταλέψω/στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου./…».

Στην πορεία, όμως, η αφήγηση αλλάζει :Όμως βαθιά ειναι το ξανθόσπαρτο λιβάδι./Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων/κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,/έτσι τον άκοπο γοργό μού κόβει δρόμο/ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος./ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και στα βούρλα/Τ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια/και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει/του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα βάλτα,/εκεί που στο φλογόβολο το αψύ του ήλιου[....](Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά μου;) Και σε βάθη/δειλινών πορφυρών, πλούσια ζωγραφισμένων,/το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν,/το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα/με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.

Η αδυναμία του ποιητή να φτάσει σε αυτό το ιδανικό πανηγύρι, πέφτοντας στα «βάλτα» και τα «βούρλα» , μετατρέπει την εξωτερική περιγραφή σε μία αλληγορία για την απογοήτευση και την αδυναμία του ανθρώπου να φτάσει το απόλυτο. Το πανηγύρι παύει να είναι απλώς μία γιορτή και γίνεται ένα «μοτίβο του πόνου, της αδυναμίας και της ανικανοποίητης επιθυμίας». Ο Παλαμάς χρησιμοποιεί το πανηγύρι ως σύμβολο της χαράς και της ομορφιάς που ο άνθρωπος αδυνατεί να κατακτήσει, εκφράζοντας έτσι τη μοίρα «του γυμνού και τ' ανήμπορου κόσμου».

3.2. Σύγχρονες Προσλήψεις και η Μεταμόρφωση του Μοτίβου

Η σύγχρονη λογοτεχνία και κουλτούρα έχουν μεταμορφώσει ριζικά το μοτίβο του πανηγυριού. Ο τίτλος του βιβλίου της Τατιάνας Κίρχοφ, «Στο πανηγύρι την έχασα»(Εκδ.Διόπτρα,2024), υποδεικνύει μία ριζική αλλαγή στην πρόσληψη του όρου. Ενώ το παραδοσιακό πανηγύρι ήταν τόπος συνεύρεσης, εδώ γίνεται ο τόπος της απώλειας και της αποξένωσης. Το πανηγύρι μπορεί να αποτελέσει μία μεταφορά για την κοινωνία, τις παγίδες της, και την απώλεια του ανθρώπου μέσα στον σύγχρονο, ψηφιακό κόσμο, όπως υποδηλώνει η υπόθεση του έργου για τον νεαρό φοιτητή που είναι εγκλωβισμένος σε έναν εικονικό κόσμο.

Η χρήση του όρου «πανηγύρι» στη σύγχρονη λογοτεχνία απομακρύνεται από τον παραδοσιακό του πυρήνα, καθώς η ίδια η κοινωνία απομακρύνεται από την αγροτική της ρίζα. Η αλλαγή αυτή, που συνδέεται και με το παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό μοντέλο , αντικατοπτρίζει μία γενικότερη τάση προς την εκκοσμίκευση και τον ατομικισμό. Η αναφορά στο κλασικό έργο του Θάκερυ,

Στο « Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας»(Εξάντας ,2018) του William Thackeray , επιβεβαιώνεται αυτή τη συμβολική μεταμόρφωση του όρου. Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας, δηλαδή η κοινωνία, είναι ένας χώρος γεμάτος παγίδες , όπου κυριαρχούν τα πάθη και η αλλοίωση των κοινωνικών χαρακτηριστικών. Το έργο του Θάκερυ είναι μια σάτιρα της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, γραμμένη με υπότιτλο «A Novel without a Hero» («Μυθιστόρημα χωρίς ήρωα»).Πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες:η Μπέκι Σαρπ , έξυπνη αλλά και κυνική, που χρησιμοποιεί τη γοητεία και την πονηριά της για να ανέβει κοινωνικά,η Αμέλια Σέντλεϊ, καλοσυνάτη αλλά αφελής, που υποφέρει από την ευπιστία και την υπερβολική αφοσίωσή της.Το «πανηγύρι» του τίτλου είναι σύμβολο της ζωής ως αγορά ματαιοδοξιών, όπου οι άνθρωποι παλεύουν για πλούτη, αξιώματα και επιφανειακές απολαύσεις, συχνά θυσιάζοντας την ηθική και τις σχέσεις τους.

Από την πρώτη φράση του βιβλίου: «Στον κόσμο υπάρχει ένα μεγάλο πανηγύρι, όπου πολλοί άνθρωποι αγοράζουν και πουλούν, άλλοι γελούν και άλλοι κλαίνε, και όλοι αγωνίζονται να αποκτήσουν κάτι – φήμη, δόξα, χρήματα ή έστω λίγη αγάπη. Μα στο τέλος, όταν το πανηγύρι κλείσει, όλοι πρέπει να φύγουν αφήνοντας πίσω τους τα εμπορεύματα » ,ο Θάκερυ θέτει τον τόνο: η ζωή είναι ένα παζάρι ματαιοδοξίας. Δεν υπάρχει ήρωας με την παραδοσιακή έννοια, όλοι είναι έρμαια της φιλοδοξίας, της απληστίας ή της αυταπάτης. Το ύφος είναι ειρωνικό, σχεδόν σαν παραμύθι που όμως αποκαλύπτει την ανθρώπινη ματαιότητα.
Η λογοτεχνική εξέλιξη του πανηγυριού αποκαλύπτει μία βαθύτερη πολιτισμική αλλαγή: την απομάκρυνση από μία συλλογική, τελετουργική ταυτότητα και τη στροφή προς μία πιο ατομικιστική, κριτική και συχνά απογοητευμένη προσέγγιση της ζωής. Η σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, που κυριάρχησε στην ελληνική πεζογραφία , αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο μέσα από την πορεία αυτού του λογοτεχνικού μοτίβου.

4 .ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ :Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ ΩΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται ότι το λογοτεχνικό μοτίβο του πανηγυριού ακολουθεί και αντανακλά τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πνευματικές μεταβολές της Ελλάδας. Από την ιδεαλιστική περιγραφή των ηθογράφων , τη ρεαλιστική και κριτική ματιά του Παπαδιαμάντη καί του Καρκαβίτσα , το υπαρξιακό δράμα του Κεχαΐδη και τον μεταφυσικό συμβολισμό του Μυριβήλη , μέχρι τη μεταφορική χρήση του Παλαμά , το πανηγύρι λειτουργεί ως ένα διαχρονικό, πολύπλευρο λογοτεχνικό εργαλείο.

Η λογοτεχνική εξέλιξη του πανηγυριού αποκαλύπτει μία βαθύτερη πολιτισμική αλλαγή: την απομάκρυνση από μία συλλογική, τελετουργική ταυτότητα και τη στροφή προς μία πιο ατομικιστική, κριτική και συχνά απογοητευμένη προσέγγιση της ζωής. Η σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, που κυριάρχησε στην ελληνική πεζογραφία , αποτυπώνεται....