12.9.25

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (5/7/1921-12/9/2019)

ΥΣΤΑΤΟ ΣΟΝΕΤΟ

Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην
παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε
στους αντίποδες του εγώ και του εσύ
αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή
απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου
μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος.

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ
Σκοτείνιασε ουρανέ και πάψε θάλασσα,
κ’ εσύ βροχή δέσε τα σύννεφά σου,
σταθείτε όνειρα στα σύνορα του ύπνου
πήρε άλλη καρδιά εκείνη που αγαπώ.
Μάτια που κοιτάτε αλλού όταν κοιτώ,
και σύ ψυχή που πέταξες σέ ξένο κορμί,
διαμάντι μου που άλλου πήγες να φέξεις
πέστε μου πού πήγε εκείνη που αγαπώ;
Σπάσε καρδιά μου στο έρημο στήθος σου,
χτύπα ρολόι μου τις ώρες που χάθηκαν,
τραίνα που φεύγετε σταθείτε ένα λεπτό
φέρτε μου πίσω εκείνη που αγαπώ.
Αστέρια βάλτε φωτιά στον ουρανό,
ποτάμια γυρίστε πίσω στη φωλιά σας,
γυρίστε δάκρια στα μάτια που σας έχυσαν
άλλον αγάπησε εκείνη που αγαπώ.
ΤΡΟΙΑ
Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι
κι’ ίσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν —
όλοι περίμεναν να σ’ αντικρύσουν.
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές, θυμήσου, οι πεθαμένοι,
καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν.
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν.
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη, κανείς δεν ξέρει!
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
κι’ ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύριζαν χωρίς το σώμα.
Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι,
Θε μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα!


ΑΠΝΟΙΑ
Αν κατεβούμε κάποτε προς τις ακρογιαλιές
– Τι μας είναι αυτές οι ακρογιαλιές
Παρά μια διέξοδος από τη μετριότητα
Ένας αφρός σπαταλημένων ημερών
Οι εαυτοί μας συγκεντρωμένοι στην ακροθαλασσιά
Με διαφορετικά ονόματα ο καθένας
Έτοιμοι να επιβιβαστούν στα πλοία
Αναζητώντας μια χαμένη Τροία
Οι πολυμήχανοι οι ωκύποδες με λόγια φτερωτά –
Το θέμα της συζήτησης στην τελευταία συνάντηση
Περί ανέμων και υδάτων και περί φαντασμάτων
Αγκαλά και δε θυμάμαι τι ειπώθηκε ακριβώς
Ακούστηκαν πολλές φωνές μες στις σκηνές
περί θυσίας ο λόγος και περί αποπλεύσεως
Και περί θεάς Αρτέμιδος – όμως λείπει το άθροισμα
Λείπει το εγώ που σημειώνει και περιεργάζεται
Το αύριο και το σήμερα το άλλοθι και το εδώ
Του επί ξηρού ακμής παντοτινά ιστάμενου
Γίγαντα που βαστάει στα χέρια του τον ουρανό.


ΠΟΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη


ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΕΣ
Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής
Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου
Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας
Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν
Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.

ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Κάθε τόσο όλα γίνονται φαιδρά
Με τα δίοπτρα του ανθυποπλοίαρχου
Σηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους
Για να δούνε στην αντικρινή στεριά
Αν φάνηκε καμιά ξεγυμνωμένη
Καποιουνού η αγαπημένη ξαπλωμένη
Μες στην πινελιά ενός ζωγράφου
Που έμεινε μισοτελειωμένη
Η Ελένη τούς ξελίγωσε όλους
Με αρώματα απ’ τη Συρία
Και τα πουλάει λίγα λίγα
Στις κυρίες σε μιαν επαρχία
Η Ελένη (καμωμένη)
Από ματιές που μου ’ριχνε
Φορτωμένες με υπονοούμενα
Από κάποια προηγούμενα.


Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
για τον Κωσταντίνο Ν.
Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.
Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;
Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.
Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.
Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.
Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.
6.5.1983


ΤΟ ‘ΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΛΛΟ
Τα πάντα αλλάζουνε γίνονται το `να τ’ άλλο
Τα ξύλα γίνονται πέτρες τα δέντρα σύννεφα
Οι γυναίκες άντρες τα φύλλα θάλασσες
Τα φτερά πηγάδια τα μάτια αέρας
Τα σερτάρια μέταλλα τα λουλούδια νους
Τα γράμματα και οι γραφές γίνονται
Αναλφάβητα τ’ ωραίο γίνεται κτήνος
Τ’ αρσενικό ουδέτερο το μυστήριο φανερώνεται
Η ελπίδα τυφλώνεται όπως ο πλούτος
Τα πάντα είναι τηλεσκόπια και τίποτα δεν είναι
Σίγουρα ό,τι θα γίνει ή δε θα γίνει
Όλα είναι το ένα μέσα στ’ άλλο πέτρες
Ποτάμια τρέχουνε από τα δάχτυλά του
Οι λέξεις τους είναι τουλίπες
Η αγάπη του είναι στέρνα είναι τραπέζι
Μια πολυθρόνα κάθεται μες στο δεξί του μάτι
Το περιβόλι του παραθυριού είναι ένα
Κοιμητήριο φύλλων η αγορά είναι παρθένα
Και η δροσιά του δειλινού μια στραβοτιμονιά
Μια βελόνα τεντώνει την κλωστή της ώσπου να σπάσει
Ένα πόδι μασάει την αλυσίδα του ένας χαρταετός
Γίνεται σκύλος και δαγκώνει όποιον έτυχε να περάσει
Ένα παιδί ορφανό γίνεται η μητέρα ενός άλλου
Ένας τίτλος γίνεται άπορος και παντρεύεται
Ό,τι υπάρχει ζει τα μέταλλα μέσα στη γη
Οι πέτρες μες στο χώμα απόδειξη πως μαραίνονται
Άμα τα ξεριζώσεις ο κόσμος είναι τρομερός
Δανείζει και δανείζεται αλλάζει χρώμα
Δε λέγεται πια όπως λέγεται είναι
Τέρας χελώνα ντιβάνι καναπές μπούτι γκαζιέρα
Και μαλλί ξανθό γύρω από ένα γυναικείο φύλλο.