21.9.25

ΜΝΗΜΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ (13/3/1900 Σμύρνη -20/9/1971 Αθήνα) Γράφει ο Σταμάτης Παγανόπουλος

Ένα από τα πιο ωραία ποιήματα του αείμνηστου νομπελίστα ποιητή μας που αγαπώ ιδιαίτερα είναι το «Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο» (Ποιήματα, Ἀθήνα, ἔκδ. Ἴκαρος, 1985, σσ. 87-89):

Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρμα-
τωσιὰ μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάν-
τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀ-
κούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχα-
στοῦμε πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πά-
λεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου
Τροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ
ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καρα-
βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή
σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρ-
νητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-
ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γορ-
γόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.

***

Σταμάτης Παγανόπουλος

Ο Σεφέρης παίρνει τον στίχο:
«Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα έκανε ένα ωραίο ταξίδι»
η οποία είναι η ελληνική απόδοση / παραλλαγή του γαλλικού «Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage». ανήκει στον Γάλλο ποιητή της Αναγέννησης Joachim Du Bellay (Ιωακείμ ντι Μπελαί, 1522–1560) και προέρχεται από το σονέτο του με τίτλο «Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage», το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή Les Regrets (1558). Αυτόν τον στίχο που ο Σεφέρης τον θεωρεί «ξένο» , τον μεταπλάθει στο δικό του ποίημα .Τον θεωρεί «ξένο» γιατί δεν είναι δικός του. Μέσω, όμως, αυτού του στίχου ξεκινά το δικό του ποιητικό στοχασμό, διαφοροποιώντας, εμβαθύνοντας και μεταφέροντας αυτή την έμπνευση στο δικό του βιωματικό πλαίσιο.
Ο Σεφέρης, όπως και άλλοι μεγάλοι ποιητές του 20ού αιώνα, συχνά συνομιλεί με τη διεθνή παράδοση, αξιοποιώντας την ως εφαλτήριο για να εκφράσει τις δικές του ανησυχίες. Ο «ξένος στίχος» είναι το σημείο εκκίνησης, αλλά το βάρος του ποιήματος βρίσκεται στην αντίδραση του ποιητή απέναντι σε αυτόν, στον τρόπο που τον αφομοιώνει και τον μετατρέπει σε βιωματική αλήθεια.
Κεντρικός άξονας του ποιήματος είναι το αίσθημα της μοναξιάς και της αποξένωσης. Ο Σεφέρης, φέροντας μέσα του το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και την εμπειρία του ξεριζωμού, εκφράζει συχνά την αγωνία του ανθρώπου που ζει «ξένος» μέσα στον ίδιο του τον κόσμο. Ο «ξένος στίχος» γίνεται σύμβολο αυτής της αίσθησης: κάτι που ανήκει σε άλλον, αλλά ταυτόχρονα μιλά και για τον ίδιο, σαν να υπογραμμίζει την κοινότητα της ανθρώπινης μοίρας μέσα από διαφορετικές φωνές.
Το ύφος του ποιήματος είναι λιτό, με γλώσσα καθαρή και ουσιαστική. Ο Σεφέρης αποφεύγει τον στόμφο και τον ρητορισμό ,προτιμά την αφαίρεση και την πυκνότητα, δίνοντας χώρο στο συναίσθημα να αναδυθεί μέσα από την απλότητα. Αυτή η λιτότητα συνδέεται με την επιδίωξή του να φτάσει στην καθαρή αλήθεια της εμπειρίας, χωρίς να κρυφτεί πίσω από τεχνάσματα ή περιττές εκφραστικές υπερβολές.
Επιπλέον, το ποίημα αναδεικνύει την έννοια της παγκόσμιας ποιητικής κοινότητας. Ο Σεφέρης δεν στέκεται στον «ξένο στίχο» ως ξένο σώμα, αλλά τον εντάσσει στο δικό του ποιητικό σύμπαν, δείχνοντας πως η λογοτεχνία υπερβαίνει τα σύνορα και γίνεται πεδίο διαλόγου ανάμεσα σε εποχές, λαούς και προσωπικότητες. Με αυτόν τον τρόπο, ο Έλληνας ποιητής συνομιλεί με την οικουμενικότητα, ενώ ταυτόχρονα παραμένει γειωμένος στην προσωπική του εμπειρία και στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού.
Τελικά, το ποίημα «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» δεν είναι απλώς μια αναφορά σε έναν άλλο ποιητή. Είναι μια πράξη συνομιλίας και συμμετοχής στη μεγάλη αλυσίδα της ποιητικής δημιουργίας. Ο Σεφέρης αξιοποιεί τον ξένο λόγο για να φωτίσει το δικό του βίωμα, αποκαλύπτοντας την αγωνία για την ύπαρξη, την απώλεια, τον χρόνο και τη δυσκολία να βρει κανείς νόημα σε έναν κόσμο συχνά σιωπηλό και ακατανόητο. Η ποίηση, έτσι, παρουσιάζεται ως γέφυρα που ενώνει διαφορετικές φωνές, αλλά και ως τόπος όπου ο καθένας μπορεί να ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα από τα λόγια των άλλων.

Το έργο «Γιώργος Σεφέρης, 1979» Ξυλογραφία σε χαρτί, 47 x 43 εκ.είναι του Τάσσου (Αναστάσιος Αλεβίζος *1914 - 1985) και ανήκει στην Εθνική μας Πινακοθήκη