Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει. Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο
να σ’ το πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πώς κι εμείς ταξιδέψαμε,
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την ’Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη- είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε —θυμήσου— ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
—Ξεχνώ πάνω σε τί— κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ’ρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κάνεις ποτέ μοναχός του.
……………………………………………….
Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή
Που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σάμ Ντέυλαν
«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ’πρεπε πια να πηγαίνουμε
Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο πού σκοτώθηκε.
Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα
Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».
Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.