κείνος ο άντρας που απέναντί σου
κάθεται, και που τη γλυκιά φωνή σου
σκύβει ν’ ακούσει
κι αυτό το γέλιο σου που ανάβει πόθους.
Μα εμένα
μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου:
μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου:
λίγο
μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως
σβήνει η φωνή μου,
βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω
κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει
φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν·
βουίζουνε τ’ αφτιά μου·
με περιλούζει κρύος ιδρώτας·
μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως
σβήνει η φωνή μου,
βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω
κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει
φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν·
βουίζουνε τ’ αφτιά μου·
με περιλούζει κρύος ιδρώτας·
με κυριεύει
ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη
γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι·
ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη
γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι·
λίγο ακόμα
και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.
Μα όλα πρέπει να τ’ αντέξω. . .
και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.
Μα όλα πρέπει να τ’ αντέξω. . .