11.4.25

Κληρονόμοι από την Κατερίνη, δικαιώθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας

Κληρονόμοι από την Κατερίνη, δικαιώθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, που τους ζητούσαν να επιστρέψουν αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές καθώς κρίθηκε ότι η επιστροφή τους θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή τους.

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόεδρο τον Μιχαήλ Πικραμένο και εισηγήτρια την Ταξιαρχία Κόμβουδικαίωσε κληρονόμους από την Κατερίνη, που παραστάθηκαν από τα δικηγορικά γραφεία Αλέξανδρου Βυτανιώτη και Ηλιάνας Παπανικολάου, που τους ζητούσαν να επιστρέψουναχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές καθώς κρίθηκε ότι ο απλός κληρονόμος για να απαλλαγεί από την ευθύνη καταβολής της σχετικής οφειλής, αρκεί μόνον να αποδείξει ότι η καταβολή του ποσού της οφειλής θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του.

Τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης κατόπιν άσκησης προσφυγής των κληρονόμων θεωρήθηκαν θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, και εισήχθησαν προς την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με πιλοτική δίκη.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αξίωση των ασφαλιστικών φορέων για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών δεν αφορά επιβολή οικονομικής επιβάρυνσης εις βάρος του διοικουμένου υπό την έννοια του καταλογισμού χρηματικών ποσών εξαιτίας της παραβιάσεως υποχρεώσεως καταβολής ενός βάρους (όπως φόρων, τελών, εισφορών ή άλλης επιβαρύνσεως που εκ του νόμου ο διοικούμενος όφειλε να καταβάλει για χρονικό διάστημα στο παρελθόν και δεν κατέβαλε). Ο καταλογισμός των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών αφορά την επιστροφή του παράνομου πλουτισμού, δηλαδή των ποσών τα οποία ο λήπτης δεν εδικαιούτο να λάβει και τα εισέπραξε κατά παράβαση του νόμου εις βάρος των λοιπών ασφαλισμένων και συνταξιούχων δικαιουμένων κατά νόμον κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, καθώς και εις βάρος του ασφαλιστικού φορέα ο οποίος είναι φορέας Γενικής Κυβέρνησης με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες (τα αχρεωστήτως καταβληθέντα από τους ασφαλιστικούς φορείς ποσά διευρύνουν το δημόσιο έλλειμμα).Το δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η ρύθμιση που επαναλαμβάνει τον κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής (η οποία ίσχυε είτε δυνάμει ειδικής διατάξεως της νομοθεσίας ορισμένων ασφαλιστικών φορέων είτε, ελλείψει ειδικής διατάξεως περί παραγραφής των απαιτήσεων εν γένει του ασφαλιστικού φορέα ή των απαιτήσεών του από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, δυνάμει του προβλέποντος την εικοσαετή γενική παραγραφή άρ. 249 του Α.Κ.), είναι απολύτως σαφής και προβλέψιμη και, ως εκ τούτου, δεν παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Όσον αφορά δε τη διάρκεια της παραγραφής, η εικοσαετία δικαιολογείται λόγω της σημαντικής, κατά κανόνα, δυσκολίας εντοπισμού των αχρεώστητων πληρωμών. Και τούτο, διότι η φύση του προβλήματος είναι σύνθετη και πολυπαραμετρική, πράγμα που, κατά τον χρόνο θέσπισης της ρύθμισης του ν. 4093/2012 και ιδίως πριν από την ενοποίηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης με τον ν. 4387/2016 και με τον ν. 4670/2020, απαιτούσε υψηλή λειτουργική επάρκεια των ασφαλιστικών φορέων και διασυνδεσιμότητα μεταξύ τους όσον αφορά τη διασταύρωση στοιχείων, καθώς και διασυνδεσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων με άλλους φορείς Γενικής Κυβέρνησης όσον αφορά τη λήψη αναγκαίων πληροφοριών, η διασυνδεσιμότητα δε αυτή προϋποθέτει ψηφιακή ολοκλήρωση και διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων των φορέων Γενικής Κυβέρνησης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2013 και εξής.Επομένως, η υιοθέτηση ως γενικού κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων των ασφαλιστικών φορέων από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές ανταποκρίνεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στις συνθήκες και στα δεδομένα που συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θέσπισης της ρύθμισης. Υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012 σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων μέσω της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου τους και εντεύθεν στη βιωσιμότητα των φορέων αυτών και στην εξασφάλιση της καταβολής παροχών στους νυν και στους μελλοντικούς δικαιούχους και ενόψει της μνημονιακής δεσμεύσεως της Χώρας για μείωση-εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως και της αδηρίτου ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο.

Περαιτέρω, το δικαστήριο επεσήμανε ότι η αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών ισχύει, όπως πλέον ρητώς προβλέπεται στην παρ. 2 του άρ. 103 του ν. 4387/2016, και για τον κληρονόμο του λήπτη των παροχών, αν δεν έχει αποποιηθεί την κληρονομία και δεν είχε εκδοθεί εις βάρος του κληρονομουμένου-οφειλέτη εν ζωή σχετική καταλογιστική πράξη. Και τούτο, διότι η υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών παροχών αποτελεί χρέος της κληρονομίας. Ειδικότερα, ο απλός κληρονόμος ευθύνεται, σύμφωνα με το άρ. 1901 εδ. πρώτο του Α.Κ. σε συνδυασμό με το άρ. 1710 του Α.Κ., αφενός και με την ατομική περιουσία του για τα χρέη του κληρονομουμένου και, επομένως, και για τις οφειλές (χρέη) του λήπτη - κληρονομουμένου έναντι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και αφετέρου απεριόριστα, δηλαδή ακόμη και αν το παθητικό της κληρονομίας υπερβαίνει το ενεργητικό της ή δεν υπάρχει καθόλου ενεργητικό. Ο απλός κληρονόμος μπορεί πάντως να προτείνει κατά του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (ήτοι κληρονομικού δανειστή) την ένσταση παραγραφής.
Ο απλός κληρονόμος για να απαλλαγεί από την ευθύνη καταβολής της σχετικής οφειλής (δηλαδή το ποσό που του έχει καταλογισθεί με την οικεία πράξη του αρμόδιου οργάνου του ανωτέρω φορέα) πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει μόνον ότι η καταβολή του ποσού της οφειλής (κεφάλαιο και τυχόν τόκοι) θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, όχι όμως και την καλοπιστία του λήπτη-κληρονομουμένου όσον αφορά τις από εκείνον αχρεωστήτως εισπραχθείσες παροχές, τούτο δε, λόγω της δυσχέρειας αποδείξεως του στοιχείου αυτού (καλή πίστη του λήπτη) εκ μέρους του κληρονόμου.


Πηγή: Lawspot & webcenter/portal/ste