29.3.25

Roberto Arlt, «Ο θηρευτής των ορχιδέων»

Ο Τζαμίλ μπήκε μέσα στην καμπίνα μου και μου είπε: Κύριε, φαίνονται ήδη τα πρώτα βουνά.
Εγκατέλειψα εσπευσμένα τον εγκλεισμό μου και πήγα ν’ ακουμπήσω τους αγκώνες μου στην κουπαστή. Τα νερά ήτανε ταραγμένα και γαλάζια ενώ η γραμμή του ορίζοντα των βουνών της Μαδαγασκάρης φαινόταν να μεταδίδει στο νερό την παγερότητα της σκιάς της. Μόλις που φανταζόμουνα πως δυο μέρες αργότερα, στο Ταναναρίβο, θα συναντιόμουνα με τον πρωτεξάδελφο μου τον Γκιγιέρμο Εμίλιο, και πως έκτοτε θα μου γεννιόταν απέχθεια ,που με κάνει να τρέμω σύγκορμος , κάθε φορά που ακούω να μου μιλούν για τις ορχιδέες.

Πράγματι, αμφιβάλλω εάν μέσα στο φυτικό βασίλειο υπάρχει πιο όμορφο και σιχαμερό τερατούργημα από τούτο το υστερικό λουλούδι, το τόσο ιδιότροπο, που θα το δείτε κάτω από το σχήμα ενός γκρίζου ρεταλιού να παραμένει πεθαμένο για μήνες και μήνες στα βάθη ενός κουκουλιού, ώσπου μια μέρα, απότομα, ξυπνά , απλώνεται κι αρχίζει ν’ ανθίζει ξανά, βαμμένο με τους πιο ζωηρούς χρωματισμούς.

Εγώ αγνοούσα αυτές τις ιδιαιτερότητες του λουλουδιού, μέχρι που έπεσα πάνω στον Γκιγιέρμο Εμίλιο, εκεί ακριβώς, στην Μαδαγασκάρη.

Έχω πει νομίζω πως ο Γκιγιέρμο Εμίλιο ήταν θηρευτής ορχιδέων. Για πάρα πολύ καιρό αφιερώθηκε στο συγκεκριμένο κυνήγι στον βραζιλιάνικο νότο• όμως μετά, έχοντας ζητήσει η δικαιοσύνη την έκδοση του δεν ξέρω κι εγώ για ποιο αδίκημα απάτης, με ένα μεγάλο σάλτο αποτελούμενο από αναρίθμητους και μυστηριώδεις ελιγμούς μετοίκισε στην Κολομβία. Στην Κολομβία πήρε μέρος σε μια εγγλέζικη αποστολή που σε διάστημα λίγων μηνών θήρευσε δυο χιλιάδες ορχιδέες στα δασώδη όρη της Νέας Γρανάδα. Η αποστολή είχε δαπανήσει πολλά για τον εξοπλισμό της, κι όταν οι Άγγλοι κατέφτασαν στη Μπογκοτά, από τα δύο χιλιάδες τεμάχια, τους είχαν μείνει ζωντανά μονάχα δύο. Τα υπόλοιπα, με μοχθηρότητα, ξεράθηκαν και ο χρηματοδότης της όλης επιχείρησης, ένας λούστρος που ‘χε κάνει πολλά λεφτά, έχασε το μυαλό του από οργή.

Παντελώς πτωχευμένος, και από πάνω η αστυνομία να τον βλέπει με μισό μάτι, ο Γκιγιέρμο Εμίλιο μετανάστευσε στο Μεξικό, όπου επαίρεται πως εκείνος υπήρξε ο πρώτος που ανακάλυψε το είδος που γνωρίζουμε με το όνομα «ορχιδέα-ζαφορά». Δεν ξέρω τι πάρε-δώσε είχε μ’ έναν ιθαγενή- οι μεξικάνοι είναι βίαιοι άνθρωποι- κι ο Γκιγιέρμο Εμίλιο πήρε των ομματίων του από το Μεξικό με την ίδια σβελτάδα με την οποία την κοπάνησε προηγουμένως από το Ρίο Γκράντε, ύστερα από το Νατάλ, κατόπιν από τη Μπογκοτά και, εντέλει, από το Ταμπίκο. Κάποιες κακές γλώσσες ψιθύριζαν πως ο πρωτεξάδελφος Γκιγιέρμο Εμίλιο συνδύαζε την κλεψιά και το κυνήγι, κι εγώ δεν θα πω ούτε ναι ούτε όχι, γιατί το λένε ολοκάθαρα οι Αγίες Γραφές: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·.»
Ήτανε εκείνος ένας άντρας ψηλός σαν τηλεγραφόξυλο, με μακριά κανιά, μακριά χέρια, μακρύ και λεπτό πρόσωπο και με περίσσια χαρά για ξόδεμα. Τον έβλεπες πάντα ντυμένο μ’ ένα χακί σύνολο, μακριές κάλτσες και κράνος εξερευνητή και ένα τετράδιο παραμάσχαλα. Στο τετράδιο αυτό βρισκόταν κολλημένα μπόλικα αποκόμματα εφημερίδων της επαρχίας, όπου έβλεπε κανείς δίπλα σε ένα φυτό ορχιδέας ένα τσούρμο χαμογελαστών ινδιάνων. 
Διαφημίσεις σαν και δαύτη του ‘διναν τη δυνατότητα να κάνει τα ρεσάλτα του σε πάμπολλα μέρη.

Αυτός είναι ο μάγκας που συνάντησα ένα αυγουστιάτικο πρωινό στο Ταναναρίβο όταν σαν χαζοχαρούμενος άνοιγα τα μάτια μου σαν πιάτα μπροστά στο αλλοπρόσαλλο παλάτι που κατείχε η πρώην ινδιάνα βασίλισσα Ραναβάλο. Αυτό το παλάτι το κατασκεύασε ένας γάλλος τυχοδιώκτης που έσκασε μύτη στη Μαδαγασκάρη δραπετεύοντας από τους άσπλαχνους δανειστές του, και για τον οποίο μου διηγήθηκαν εξωπραγματικές ιστορίες • όμως ας τις αφήσουμε για άλλη μέρα.

Ήμουνα, όπως λέω, όρθιος, ανοίγοντας τα μάτια μπροστά στο παλάτι και περιτριγυρισμένος από ένα τσούρμο ερυθρόδερμα κοριτσόπουλα με κυματιστά και σκόρπια κοτσίδια, όπως τα κρόσσια ενός χαλιού, πάνω στο σοκολατένιο τους μέτωπο. Ανά διαστήματα θωρούσα το παλάτι της δύστυχης Ραναβάλο και άμα γυρνούσα την πλάτη μου τράκαρα σ’ ένα πλήθος εύρωστων ιθαγενών, που με το κεφάλι τους φορτωμένο με καλαμένια καλάθια πέρναγαν προς την αγορά μεταφέροντας τις μπανάνες τους. Επίσης περνούσανε τριζάτα κάρα που τα σέρνανε μικρά κολοβά βόδια εξαιτίας μιας μόλυνσης που υποχρέωνε να θυσιαστεί η ουρά προκειμένου να σωθεί το βόδι. Και ήξερα ένα αστείο πολύ διασκεδαστικό σχετικά με το βόδι και την ουρά του μα τώρα δεν μου ‘ρχεται στο μυαλό. Πάμε παρακάτω.
Είχα διάφορα σχέδια. Ένα είχε να κάνει με το να πάω στους ορυζώνες του Αμποϊδρατρίμο , άλλο-κι αυτό μου ασκούσε μια γοητεία ιδιαίτερη – με το να διασχίσω διαγωνίως το νησί εκκινώντας από το Ταναναρίβο για το λιμάνι της Μαχούνγκα, και να μπαρκάρω από κει για το αρχιπέλαγος των Κομορών. Κανένα από ετούτα τα σχέδια δεν ήταν απόφαση της αναγκαιότητας για επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλά γινόταν από ευχαρίστηση. Έξαφνα άκουσα φωνασκίες κι είδα έναν γέρο με κράνος από φελλό που βγήκε σιχτιρίζοντας και γελώντας στην πόρτα του μαγαζιού του, και τη στιγμή που σιχτίριζε και γέλαγε, απειλούσε με τη γροθιά του την κορυφή ενός κοκοφοίνικα. Τότε, εστιάζοντας προς τα κει που ‘δειχνε ο γέρος, είδα μια μαϊμού με ένα μεγάλο αναμμένο πούρο, που του το είχε κλέψει. Στο διπλανό μαγαζί, ένας κινέζος, με μια μπλε ποδιά που έφτανε ως τις φτέρνες του και με μια μεγάλη αλογοουρά κοίταζε την μαϊμού που κάπνιζε κάνοντας απειλητικές χειρονομίες.
_ Τόνι! Εσύ εδώ, Τόνι!
Ποιος στον διάολο με φώναζε;
Γύρισα, και εκεί, για κακή μου τύχη, βρισκότανε ο πρωτεξάδελφος μου, με το χακί συνολάκι του και το τετράδιο παραμάσχαλα. Καθώς ανταλλάσαμε τις πρώτες ερωτήσεις εγώ σκεφτόμουνα να ασφαλίσω καλά το πορτοφόλι μου. Ωστόσο, τον άφησα να με πείσει, και ο Γκιγιέρμο, παίρνοντας με από το χέρι, αναφώνησε με δυνατή φωνή νομίζω πως μπόρεσε να την ακούσει ο κινέζος από το μπροστινό “fondak” :
_ Ποτέ μην μπαίνεις στο εστιατόριο ενός κινέζου. Θα ‘ναι ένα μυστήριο για σένα αυτό που θα σου δώσει να φας.
Ξεστόμισε ο ξάδελφος μου τούτες τις κουβέντες, πέρασε μέσα από μια κουρτίνα με χάντρες και, εύσωμος με ένα καλοφτιαγμένο μούσι πάνω στο στήθος του κι ένα συνετό τουρμπάνι που ‘χε τη διάμετρο μιας μυλόπετρας, εμφανίστηκε ο Ταμάν. Σέρνοντας τα κίτρινα πέδιλα του στο ξύλινο πάτωμα , ζύγωσε στο τραπέζι μας και ο Γκιγιέρμο Εμίλιο του είπε:
_ Τιμημένε Ταμάν: να σου γνωρίσω έναν ξάδελφο μου, που ανήκει σε μια φαμίλια ευγενών της Αμερικής.
Ο Ταμάν με χαιρέτησε σύμφωνα με το ανατολίτικο εθιμοτυπικό• μετά έσφιξε με ζέση το χέρι μου κι εγώ σκεφτόμουνα μήπως είχα πέσει σε κάποια ενέδρα. Ύστερα ένας αλλήθωρος πιτσιρικάς με μια αξιοθρήνητη κελεμπία, που κρεμόταν από τους ώμους του, κι ένα κόκκινο φέσι, ακούμπησε τρεις κούπες με καφέ επάνω στο τραπέζι κι ο ξάδελφος Γκιγιέρμο μου τον σύστησε:
_ Είναι σοφός κι ενάρετος σαν του Αλλάχ τον οφθαλμό.
΄ Το αλλήθωρο παιδί με χαιρέτησε με τον ίδιο τρόπο που το ‘κανε το αφεντικό του, κι ο ξάδελφος Γκιγιέρμο συνέχισε:

_Εσένα μπορώ να σε εμπιστευτώ- κοίταξε ολοτρόγυρα μ’ επιφύλαξη. Ετούτο το χαρισματικό πιτσιρίκι που το λένε Αγκίπ, μου έχει αποκαλύψει μια μαύρη ορχιδέα. Λέει πως από πέταλο σε πέταλο το λουλούδι υπολογίζεται σε σαράντα εκατοστά.

_ Και που το ανακάλυψε αυτό το τζιμάνι ;

_ Εσένα μπορώ να σε εμπιστευτώ. Ανατολικά της λίμνης Ιτάσι, πάνω στους πρόποδες του Ταναναρίβο.

_ Και γιατί δεν την μάζεψε εκείνος;

Ο αλλήθωρος, τον οποίο ο θείος του Ταμάν τον έβρισκε σοφό κι ενάρετο σαν του Αλλάχ τον οφθαλμό, μου αποκρίθηκε:

_ Θα στο πω αφέντη. Έχει πάρει το αυτί μου να λέγεται πως σ’ εκείνο το μέρος, στον κορμό της ορχιδέας κρύβεται ένα πολύ φαρμακερό μαύρο φίδι…

Ο ξάδελφος Γκιγιέρμο ψέλλισε:

_ Δεισιδαιμονίες! Μήπως δεν γνωρίζεις πως η μυρωδιά απ’ τις ορχιδέες διώχνει μακριά τα φίδια;

_ Και τι σκέφτεσαι να κάνεις εσύ; – μπήκα στη μέση εγώ που δίχως να το καταλάβω άρχισα να ενδιαφέρομαι για την περιπέτεια.

_ Θα πάρω στη δούλεψη μου δυο ιθαγενείς. Θα φορτώσουμε τον κορμό σε ένα φορείο και θα φέρουμε την ορχιδέα εδώ.

Ο Ταμάν, ο ιδιοκτήτης του μικρού πανδοχείου, που έπινε τον καφέ του σιωπηλά, έδωσε τέλος στις στιχομυθίες με τις κουβέντες ετούτες, ενώ χάιδευε τον σβέρκο του ανιψιού του:

_ Αυτό το υπέροχο παιδί δεν λαθεύει ποτέ. Το συμβουλεύει ένα τζίνι.

Εντέλει, μετά από πολλές κουβέντες, αναλύσεις κι έντονες διαφωνίες, όπως το ‘χουν συνήθειο στην Ανατολή, ο Ταμάν νοίκιασε το ανίψι του στον ξάδελφο Γκιγιέρμο Εμίλιο με τους εξής όρους, στων οποίων την ακριβή απαρίθμηση υπήρξα μάρτυρας:

ΤΑΜΑΝ: _ Εσύ κι εγώ συμφωνούμε πως δεν θα βαρέσεις το παιδί με τη γροθιά σου ούτε και με το μπαστούνι.

ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ:_ Θα του τις βρέξω μόνο αν είναι απαραίτητο

ΤΑΜΑΝ:_ Όμως ούτε με τη γροθιά ούτε και με το μπαστούνι.

ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ: _ Όμως θα μπορώ να χρησιμοποιήσω το μαλακό ραβδί.

ΤΑΜΑΝ:_ Ναι • θα μπορείς. Επιπλέον, θα του δίνεις να τρώει επαρκώς.

ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ:_ Μάλιστα

ΤΑΜΑΝ:_ Θα τον αφήσεις να κοιμάται όπου θέλει δίχως να παραβιάζεις τη θέληση του.

ΓΚΙΕΓΙΕΡΜΟ: _ Μάλιστα• Παρεκτός κι αν φυλάει σκοπός.

ΤΑΜΑΝ:_ Δεν θα ‘σαι μαζί ούτε σκληρός ούτε αυταρχικός

ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ (ανυπόμονος)_ Μην θες κιόλας να του φερθώ σαν να ‘ναι η εκλεκτή της καρδιάς μου!

ΤΑΜΑΝ:_ Καλά, καλά • σου εμπιστεύομαι τη χαρά της ζωής μου, το παιδί της αδερφής μου και την λατρεία των ματιών μου.

Εντέλει, μια βδομάδα μετά, οδηγούμενοι από τον αλλήθωρο Αγκίμπ, βγήκαμε από το Ταναναρίβο με κατεύθυνση προς τον Βορρά. Δυο ντόπιοι, με μαλλί τόσο κατσαρό που σχημάτιζε γύρω από το κεφάλι τους ένα στέμμα από κρόσσια χαλιού, μας συντρόφευαν σαν αχθοφόροι.

Πρώτα διασχίσαμε τα κοντινά προάστια και χωριουδάκια, όπου βρήκαμε σε κάθε γωνιά , μπροστά στις καλύβες του από μπαμπού και φοίνικες, αληθινές κοινότητες ράθυμων ιθαγενών παίζοντας καράτβα, ένα παιχνίδι πολύ κοντινό σε αυτό που σ’ εμάς είναι γνωστό ως ντάμα, με την διαφορά πως εκείνοι, αντί να έχουν σχεδιασμένη την πίστα του παιχνιδιού σε μια τάβλα, την είχανε ζωγραφισμένη σε κορμό δέντρου.

Μετά αφήσαμε πίσω ένα μακρύ καραβάνι από αχθοφόρους κάρβουνου, ημίγυμνους, ρακένδυτους, κάποιους πλέον απολύτως τυφλούς, κι άλλους με μακρύ ασπρισμένο γένι που ‘πεφτε στο γυμνό στήθος του, ριγωτό απ’ τα οστά τους. Κάποιοι για να μπορούν να βαδίζουν ήταν επικουρούμενοι από ‘να παλούκι, κι ανάμεσα τους ερχόταν κοριτσόπουλα, και όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, κουβάλαγαν μέχρι και πέντε ολοστρόγγυλα καλάθια, βαλμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, στο κεφάλι τους.

Τραγουδούσαν ένα πολύ λυπημένο τραγούδι και παρόλο που ο ήλιος άπλωνε τις αχτίδες του πάνω στις κοντινές φυτείες μπαμπού, εκείνο το καραβάνι από μαυριδερές φασματικές μορφές με τρομοκράτησε και το θεώρησα κακό οιωνό για την περιπέτεια μας.

Καθώς έπεφτε το σούρουπο φτάσαμε στα πρώτα δάση από ραβενάλες, μπανανοφυτείες μέχρι τριάντα μέτρα ύψος, με φαρδιά ανοιχτά φύλλα σαν βεντάλιες. Απερίγραπτες φωνές πιθήκων συντρόφευαν την πορεία μας. Ουδέποτε είχα φανταστεί πως οι πίθηκοι θα μπορούσαν να συνδυάσουν τόσο πολυποίκιλες συμφωνίες από τσιρίγματα, βρυχηθμούς, θρήνους, ρόγχους, γκαρίσματα και αλαλαγμούς όπως αυτά τα τριχωτά, μαυριδερά, κόκκινα και κιτρινωπά ζουλάπια συνθέτανε από τα ύψη τους. Ο «οφθαλμός του Αλλάχ» , όπως ασεβώς αποκαλούσε ο Ταμάν το ανίψι του τον Αγκίπ, είχε εξανθρωπιστεί. Που και που έστρεφε το κεφάλι του και απεύθυνε ένα χαμόγελο δεσποινίδος στον πρωτεξάδελφο μου που, αμείλικτος σαν βεδουίνος, συνέχιζε ίσα μπροστά χωρίς να κοιτά ούτε αριστερά ούτε δεξιά, αν δεν ήταν για να εκσφενδονίσει κάποια από κείνες τις βρισιές που ως και τα ζώα της ζούγκλας υποχρέωναν να βουβαθούν. Κατακαημένε Γκιγιέρμο Εμίλιο! Αν ήξερε για πού πήγαινε με τέτοια βιάση!…
Την επόμενη μέρα διασχίσαμε ένα δάσος με εβενοειδή • κατόπιν κατεβήκανε σε μια κοιλάδα κι όπως περνούσαμε μέσα από ένα λασπερό ποτάμι ένας κροκόδειλος, που το κεφάλι του είχε σχήμα σάλπιγγας, άρπαξε από τη γάμπα έναν αχθοφόρο και τον τράβηξε μέσα στα νερά, και μπορέσαμε να διακρίνουμε πως ένας άλλος κροκόδειλος, ρίχτηκε καταπάνω του, και του απέσπασε το ένα του χέρι. Το νερό βάφτηκε κόκκινο κι εμείς απομακρυνθήκαμε αναστατωμένοι. Απέμεινε τώρα ένας μόνο ιθαγενής αχθοφόρος, με όψη χάλκινου γάτου, ο οποίος διατηρούσε μια σταθερή κόμμωση με κοτσιδάκια στις μπούκλες του, που πέφτανε πάνω στο μέτωπο του όπως τα κρόσσια μιας αλογίσιας κουβέρτας .

Την τρίτη μέρα της αποστολής μας ανεβήκαμε ψηλά στα βουνά των οποίων το οροπέδιο έμοιαζε να ‘ναι σαν από μια κρυσταλλώδη γυαλάδα, μαύρη πέτρα, γλιστερή σαν πάτος μπουκαλιού. Από κάτω φαινότανε η θάλασσα της ζούγκλας και πέρα, πολύ μακριά, το υδάτινο όριο του Ινδικού Ωκεανού. Παρόλο που βρισκόμασταν στο καλοκαίρι, ψηλά έκανε κρύο. Αφού περπατήσαμε κοπιαστικά για δυο ώρες πάνω σε αυτό το κρουσταλλιασμένο, σκούρο οροπέδιο , σπανό από κάθε είδους βλάστηση, αρχίσαμε την κάθοδο προς μια δενδρώδη κοιλάδα, πράσινη σαν να ήτανε κομμένη σε μεγάλα πανιά από ανοιχτοπράσινο βελούδο. Ένα μεγάλο, γαλάζιο πουλί πέρασε μπροστά μας στριγκλίζοντας άγρια, κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, όμως γρήγορα γιατί μας τύλιξε ένα μπρούτζινο νεφέλωμα• μασούσαμε νερό, και όταν πήραμε την απόφαση, σχεδόν χωρίς να έχουμε χρόνο, να καταφύγουμε κάτω από κάτι κατσάβραχα, ξέσπασε μια φρικιαστική νεροποντή.

Κάθετες αστραπές συνδέανε γη με ουρανό, υδάτινοι στρόβιλοι άρχισαν να περιδινούν στο χώρο τις κατεβασιές της βροχής και οι βροντές της νύχτας μάς κρατούσαν κουβαριασμένους κάτω από έναν βράχο. Ξάφνου, εκείνη η τερατώδης σκεπή από ερέβη διαλύθηκε και φάνηκε πάλι ο γαλανός ουρανός με έναν ήλιο απαστράπτων από χαρά. Ήτανε δύο το απόγευμα. Γδυθήκαμε και βαλθήκαμε να στεγνώσουμε τα ρούχα μας στον ήλιο και για πρώτη φορά από την έξοδο μας από το Ταναναρίβο ακούσαμε, τον κοφτό βρυχηθμό, όμοιο με γάβγισμα ενός σκύλου σε κατάσταση αφωνίας. Ήτανε ένα ζεύγος από πάνθηρες που τριγύριζε θηρεύοντας κοντά σε εμάς. Δειπνήσαμε μπόλικες χούφτες ρύζι, βρασμένο σε νερό με λίγο λάδι κι ήπιαμε άφθονες τσανάκες κακάο.

Κατόπιν την πέσαμε για ύπνο. Την επόμενη μέρα θα φτάναμε στο μέρος όπου ευδοκιμούσε η μαύρη ορχιδέα.
Απεχθάνομαι τις περιττές λεπτομέρειες. Εκείνη την Παρασκευή, στις δέκα το πρωί, ήμασταν ένα βήμα πριν τη μαύρη ορχιδέα. Ο Ισμαήλ μας είχε οδηγήσει μέχρι ένα μικρό μονοπάτι με λωρίδες που σχημάτιζαν σάπιοι κορμοί από φοίνικες και ακακίες. Αυτό το μονοπάτι ήτανε κλειστό στο βάθος από τον χοντρό τοίχο ενός βράχου, όμως σκεπασμένο επίσης από ένα κιλίμι βρύων , κι εκεί στο βάθος γκρεμισμένο πάνω στον βραχότοπο φαινόταν ένας σάπιος γκρεμός, τόσο πολύ σε αποσύνθεση που ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί σε ποιο είδος της πανίδας ανήκε. Κι από ετούτο τον κορμό ξεκινούσε ένας μίσχος και στο άκρο του μίσχου αυτού…. ουδέποτε δεν έχω δει κάτι τόσο θαυμάσιο κι ούτε με τόσο έντονο χρωματισμό!

Ήταν ένα άστρο με κυματιστές κορφούλες, που ‘χε κοπεί σ’ ένα μαύρο βελούδινο ύφασμα πλαισιωμένο από χρυσαφένιο διάκοσμο. Από το κέντρο αυτού του ράθυμου κάλυκα, τεράστιος σαν ομπρελίνα γκέισας, έβγαινε ένα ασημένιο ραβδί, με ανθρακί και ροδαλές πιτσιλιές.
Όλοι μας βγάλαμε μια κραυγή θαυμασμού. Ο Γκιγιέρμο Εμίλιο κοντοζύγωσε, εξέτασε τον κορμό, τον μετακίνησε πανεύκολα με έναν βραχίονα, έβγαλε από την τσέπη του μια φούχτα ασημένια νομίσματα, τα μοίρασε στον Αγκίμπ και στον ιθαγενή αχθοφόρο και τους είπε:

_ Να τον απομακρύνετε με προσοχή. Εάν φτάσουμε στο Ταναναρίβο με το λουλούδι ακέραιο, θα σας δώσω τα διπλά.

Εξοπλισμένοι με τσεκούρια και λοστούς ο Αγκίμπ και ο ντόπιος αχθοφόρος ξεκίνησαν να αποκολλούν τον κορμό από τη βρυώδη βάση του. Ο Γκιγιέρμο κι εγώ ξεκινήσαμε την κατασκευή ενός φορείου από μπαμπού με το αντίστοιχο σκέπαστρο.

_ Αυτό το κομμάτι θα μας δώσει είκοσι χιλιάδες δολάρια, τουλάχιστον- μου ‘λεγε χαμηλόφωνα ο Γκιγιέρμο ενώ έδενε τα καλάμια..

Ποτέ μου δεν άκουσα μια παρόμοια τρομαχτική κραυγή. Όρμησα προς την ορχιδέα κι εκεί πάνω στο βραχώδες τοίχωμα, είδα τον μικρό μουσουλμάνο με ένα πρόσωπο σκισμένο από ένα μαστίγιο μαύρου λαδιού• ξάφνου αυτό το μαστίγιο μαύρου λαδιού διέσχισε το χώρο, και πλέον το χάσαμε από τα μάτια μας. Μια διπλή κλωστή αίματος έτρεχε από το μάγουλο του Αγκίμπ.

Αποδειχτήκαν ανώφελα όσα κι αν κάναμε. Σκεπασμένος από ματωμένο ιδρώτα, τρέμοντας συνεχώς, ο Αγκίπ πέθαινε λίγα λεπτά αργότερα. Είχε δίκιο. Ένα μαύρο φίδι κρυβότανε κάτω από τον κορμό της ορχιδέας.
Θα ψευδόμουν εάν έλεγα πως ο θάνατος του «Οφθαλμού του Αλλάχ», όπως τον αποκαλούσαμε λιγάκι κοροϊδευτικά, μας ένοιαξε. Ήμασταν δηλητηριασμένοι από την απληστία.
Είκοσι χιλιάδες δολάρια χορεύανε τώρα μέσα στο μυαλό μας. Ο ίδιος ο ιθαγενής είχε βγει από την ανατολίτικη απάθεια του, και δυο ώρες μετά, αφού προηγουμένως σκότωσε μια δηλητηριώδη αράχνη, χοντρή σαν βατράχι, φορτώσαμε στο φορείο τον κορμό της ορχιδέας.
Και με τούτο το υπέροχο φορτίο, μια βδομάδα μετά, μπαίναμε στο μαγαζάκι του Ταμάν.

_ Άστο σε μένα • θα του μιλήσω εγώ-είπε ο ξάδελφος Γκιγιέρμο Εμίλιο.

Θυμάμαι πως ο Ταμάν βγήκε να μας συναντήσει κάτωχρος. Του ‘χε έρθει το μαντάτο του θανάτου του παιδιού της αδερφής του.

Όμως μου προξένησε την προσοχή πως δεν καταδέχτηκε να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στο πολύτιμο άνθος, του οποίου οι βελούδινες κορφές γέμιζαν το μίζερο χώρο, ντυμένο με φτηνιάρικες κουρελούδες και χαλιά μικροπρεπή, με ένα τερατώδες κύρος κινέζικου ονείρου. Κοιταχτήκαμε όλοι σιωπηλά• μετά ο Ταμάν είπε:

_ Που αφήσατε το παιδί της αδερφής μου;

Νομίζω πως ο ξάδελφος Γκιγιέρμο χρησιμοποίησε πέντε χιλιάδες λέξεις για να εξηγήσει στον Ταμάν το τέλος του «Οφθαλμού του Αλλάχ». Τραβώντας το μούσι του, δυσοίωνο σημάδι όταν προέρχεται από έναν εύρωστο μουσουλμάνο, ο Ταμάν άκουγε τον Γκιγιέρμο, και όσο πιο βαθιά ήτανε η σιωπή του Ταμάν, πιο ανυπόμονο και ασυνάρτητο ήτανε το παραλήρημα του Γκιγιέρμο. Και ξαφνικά ο Ταμάν, του οποίου η εξαίρετη αγωγή έκανε απροσδόκητη μια τέτοια αντίδραση εκ μέρους του, άρπαξε ένα παλούκι και σηκώνοντας το πάνω από το κεφάλι του Γκιγιέρμο, είπε:

_ Σκύλε καταραμένε! Φάε τούτη την ορχιδέα!
_ Ταμάν-ικέτευσε ο ξάδελφος Γκιγιέρμο. Ταμάν, δείξε κατανόηση: δεν φταις ούτε συ ούτε εγώ ούτε κι εκείνος! Κι αυτό που λες να φάω την ορχιδέα, άσε τις παλαβομάρες. Θα ‘τρωγες είκοσι χιλιάδες δολάρια;

_ Φάε την ορχιδέα, σου είπα!

_ Ας το χωνέψουμε, Ταμάν, το αγαπημένο σου ανίψι…

_ Θα φας την ετούτη την ορχιδέα, σκύλε!

Τούτη τη φορά ο τόνος που χρησιμοποίησε ο Ταμάν για να τον απειλήσει ήταν τρομοκρατικός. Το ότι ο ξάδελφος Γκιγιέρμο το συνειδητοποίησε αποδεικνύεται από το γεγονός πως δίχως ίχνος ντροπής γονάτισε μπροστά στον Ταμάν και πιάνοντας τον από το καφτάνι, του είπε:

_ Άκουσε με, τιμημένε αδερφέ μου…

Μια σκιά αγριότητας διέτρεξε την όψη του Ταμάν. Ο Γκιγιέρμο Εμίλιο είδε αυτή τη σκιά και με μια ατέλειωτη μελαγχολία πήγε προς το φορείο όπου η μαύρη ορχιδέα άφηνε να πέφτει ο αιχμηρός της βελούδινος και χρυσαφένιος κάλυκας.

_ Ταμάν, σκέψου…

_ Τρώγε! γάβγισε ο Ταμάν.

Τότε για πρώτη φορά και πιθανότατα για τελευταία στη ζωή μου είδα έναν άνθρωπο να καταβροχθίζει είκοσι χιλιάδες δολάρια. Ο ξάδελφος Γκιγιέρμο ξήλωσε την ορχιδέα από τον κορμό της και με την ίδια απελπισία που κάποιος κατασπαράζει τα σπλάχνα του άρχισε να δαγκάνει και να καταπίνει το βασιλικό υφαντό του άνθους.

Όταν ο Γκιγιέρμο αποτελείωσε και τελευταίο βελούδινο και χρυσαφένιο κομματάκι, ο Ταμάν βγήκε από το μαγαζάκι του σιωπηλά, και ο Γκιγιέρμο έχασε τις αισθήσεις του.

Έμεινε για δυο μήνες άρρωστος από το στομάχι του, κι όταν θεώρησαν πως είχε γιάνει, μια σπανιότατη μορφή πανούκλας, μαύρες κηλίδες με καφετί περίγραμμα, άρχισε να σκεπάζει όλα τα μέρη του κορμιού του, και παρόλο που πολλοί γιατροί έχουν την υπόνοια πως ήταν μια νευρική διαταραχή, καμία υγειονομική αρχή δεν επιτρέπει στον Γκιγιέρμο να εγκαταλείψει το νησί όπου «καταβρόχθισε μια περιουσία».




O Ρόμπερτ Αρλτ (1900-1942) θεωρείται ένας από τους ο πιο σημαντικούς πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς της Αργεντίνικης λογοτεχνίας.

Roberto Arlt (1900-1942), «Ο θηρευτής των ορχιδέων» (μετάφραση- επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας)