Σε εποχές σύγχυσης και κρίσης αξιών, σε όλους σχεδόν τους χώρους, φαίνεται ότι η ποίηση ,όπως επίσης και η τέχνη,αποκτούν και πάλι την χρησιμότητά τους. Μέσα από αυτές ,αλλά ,είτε και με τη γραφή είτε με τη δημιουργική ανάγνωση, κάθε κρυστάλλινο συναίσθημα βρίσκει διέξοδο.
Μην ξεχνάμε την παρακαταθήκη που μας άφησε ο Ελύτης : «όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Ήδη τα ονόματά της αντηχούν σαν μια ηχώ απόμακρων καιρών: ποίηση, ωδή, λυρικό ποίημα.
Είναι παράξενο αλλά υπάρχουν ακόμα πρόσωπα που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια αυτού του " καλαίσθητου αναχρονισμού "(όπως την αποκαλεί ο Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέργκερ , ένας από τους γνωστότερους και σημαντικότερους συγγραφείς της Γερμανίας, με πολλά βιβλία του νάχουν μεταφρασθεί και να κυκλοφορουν και στην Ελλάδα ,ένα απ΄αυτά είναι το "Γλυκό τέρας των Βρυξελών ", Εκδ.Νεφέλη,2014 ).Η θέση σύμφωνα με την οποία η ποίηση είναι νεκρή δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε και από τον πιο επίμονο ισχυρογνώμονα εχθρό της . Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν θα μπορούσε να αντικρούσει ένα τέτοιο ισχυρισμό .
Τουλάχιστον σ΄ αυτή τη χώρα -την πατρίδα της Ερατώς, του Ομήρου, της Σαπφώς ,του Πίνδαρου και άλλων ..ων ουκ έστι αριθμός ποιητών μεταξύ των οποίων καί δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας , -υπάρχουν όχι δεκάδες αλλά χιλιάδες ποιήτριες και ποιητές.
Είναι πρόσωπα από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από όλα τα στρώματα και επαγγέλματα, άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, που αρπάζουν την πένα ή το πληκτρολόγιο του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Γιά όλους αυτούς , η λυρική ποίηση είναι η ελπίδα τους , μια απόλυτη μορφή αυτοκατανόησης και αυτοθεραπείας (Έτσι εξηγείται ίσως-τουλάχιστον εν μέρει-και ένα από τα πιο παράξενα γνωρίσματα αυτής της πρακτικής: το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι γράφονται πολύ περισσότερα ποιήματα από όσα διαβάζονται ).
Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ρωτούν ή αναρωτιούνται "τι είναι ποίηση ;"
Ως προς τον ορισμό της ποίησης υπάρχει πάντα τόσο μεγάλη πολυσημία, που μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο. Και είναι αλήθεια απογοητευτικό να προσπαθεί κάποιος να ορίσει το αόριστο "ποίηση είναι…"
Είναι σαν να προσπαθεί να ορίσει γιατί ερωτεύτηκε, δηλαδή λέγοντας τι είναι ο έρωτας, ποια επιμέρους χαρακτηριστικά έχει το ερώμενο πρόσωπο κ.ο.κ.
Ο Πωλ Βαλερύ έδωσε ίσως τον πιό ωραίο ορισμό «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δε θα τραγούδαγε» .
Η αληθινή ποίηση, όμως βρίσκεται πέρα από τους περιορισμούς των ορίων, αναφέρεται σ’ ένα χώρο ιδιωτικό και παράλληλα οικουμενικό, έχει μουσικότητα αν και δεν είναι μουσική, έχει εικόνες αν και δεν είναι ζωγραφική, είναι πραγματικότητα αν και δεν είναι πραγματικότητα, έχει λέξεις ζωής αν και δεν έχει σχέση με τους καθημερινούς επικοινωνιακούς λόγους, είναι επαναστατική αν και δεν έχει σκοπιμότητες.
[ Σταχυολογήματα ορισμών μπορεί κανείς να βρεί εδώ :http://users.uoa.gr/.../giwrghs_paylopoylos_ti_einai.... Κι εδώ :https://itzikas.wordpress.com/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84.../. Κι εδώ :http://www10lykeiopeiraia.blogspot.com/.../blog-post_21.html.]
Ο Οδυσσέας Ελύτης έχει γράψει (Ανοιχτά Χαρτιά) :
- «Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή στα σύνορα των αντιθέτων εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελείωτη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος και το φως το Άκτιστο που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου. Ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και ‘φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του δήμου’»
- «Αυτό το φυλλαράκι με τις άγνωστες δυνάμεις της αθωότητας και τα παράξενα λόγια που το συνοδεύουνε είναι ακριβώς η ποίηση»
- «Η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας».
Όπως φαίνεται, όσους ‘ορισμούς’ κι αν συγκεντρώσουμε, στο τέλος μένει πάντα μια αίσθηση αυθαιρεσίας, μια αίσθηση υποκειμενικού βλέμματος. Αν αυτό μας φέρνει σε δύσκολη θέση, τότε ίσως να αποδεικνύεται σωτήρια -πάλι-η ρήση του Ελύτη, ο οποίος θα πει :
"...Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός/Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό. (Μικρός Ναυτίλος).
Ο εξαίρετος Λαρισαίος ποιητής (και ψυχίατρος) Σωτήρης Παστάκας ( σ ' ένα δοκίμιο, που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Φρέαρ , 3 Μαρτ. 2016) "φανερώνει" την τρισδιάστατη υπόσταση της ποιητικής τέχνης, ως μεταφοράς, γλώσσας και, εν τέλει, ως αέναου κυνηγιού του απόλυτου, ως εξής :
"Η ποίηση είναι μεταφορά. Ο ποιητής αναδεικνύει τις κρυφές συγγένειες ανάμεσα στα σημεία του σύμπαντος. Προσδίδει νέες όψεις στα πράγματα: φωτίζει τα γνωστά και τα περιττά, δημιουργεί συναισθήματα χωρίς να εκπίπτει σε συναισθηματισμούς. Έχει τη χάρη να δημιουργεί νέες συνάψεις στον νωθρό μας εγκέφαλο και μ’ αυτόν τον τρόπο μας κάνει να βλέπουμε διαφορετικά τον εαυτό μας και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Αλλάζει, με άλλα λόγια, τον κόσμο. Η ποίηση φτιάχνει νέους κόσμους από την αρχή.
Η ποίηση είναι γλώσσα.
Ρήματα και ουσιαστικά.
Όχι αφηρημένα ουσιαστικά, αλλά συγκεκριμένα. Όχι επίθετα, μετοχές, επιρρήματα. Όχι αντωνυμίες. Όχι σύνδεσμοι. Η απόλυτη οικονομία των λέξεων.
Η λέξη που ταιριάζει δίπλα σε άλλη λέξη: παρήχηση, συνήχηση και επανάληψη. Λέξεις της καθομιλούμενης: να γράφετε όπως μιλάτε. Το ελάχιστο που απαιτούμε από έναν ποιητή είναι να πάρει τη γλώσσα αγκαζέ και να την πάει ένα-δυο βήματα μπροστά.
Οι ποιητές που δημιουργούν γλώσσα είναι πέντε: ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Μπωντλαίρ, ο Πάουντ κι ο Σελάν.
Η ποίηση είναι το κυνήγι του απόλυτου: η απόλυτη μεταφορά, η απόλυτη γλώσσα. Αλλά ποίο το απόλυτο δεν το γνωρίζει κανένας. Κάθε εποχή θέτει το δικό της απόλυτο. Το απόλυτο μεταλλάσσεται πιο γρήγορα από τους ιούς και τα μεταλλαγμένα στο τραπέζι μας. Γι’ αυτό κανείς μας δεν γνωρίζει σε ποίου τα χέρια θα παραδώσει τη λύρα του ο Ορφέας."
Ενας σύγχρονος ποιητής , εκπρόσωπος της γενιάς του 70 , ο Γιάννης Βαρβέρης υποστήριζε ότι " για την Ποίηση δικαιωματικά μπορούν να εκφράζονται ποιητές που έχουν διανύσει μια μεγάλη πορεία, στη ζωή και στην Τέχνη, ενώ για τους νέους αυτό θα ήταν θράσος και αλαζονεία. Ωστόσο στηριζόμενος στη φράση του ιερού Χρυσοστόμου "Και το αμαρτάνειν εν συστολή αρετή εστιν" αποτόλμησε να διατυπώσει τις δικές του απόψεις "εν συστολή". Προκειμένου να καταλήξει στον δικό του ορισμό, αναφέρεται επιλεκτικά σε άλλους «αφαιρετικούς» ποιητικούς ορισμούς: του Σολωμού («ξεχείλισμα ψυχής»), του Εμπειρίκου («ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου»),του Αναγνωστάκη («ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» ), του Βαλερύ («διαρκής δισταγμός ανάμεσα στο νόημα και στον ήχο»), ή του σύγχρονού του Σταύρου Βαβούρη (μεταμόρφωση της ίδιας μας της υπόστασης στο χρώμα, στον ρυθμό και στην ιδέα μιας μουσικής»).
Η ποίηση είναι το κυνήγι του απόλυτου: η απόλυτη μεταφορά, η απόλυτη γλώσσα. Αλλά ποίο το απόλυτο δεν το γνωρίζει κανένας. Κάθε εποχή θέτει το δικό της απόλυτο. Το απόλυτο μεταλλάσσεται πιο γρήγορα από τους ιούς και τα μεταλλαγμένα στο τραπέζι μας. Γι’ αυτό κανείς μας δεν γνωρίζει σε ποίου τα χέρια θα παραδώσει τη λύρα του ο Ορφέας."
Ενας σύγχρονος ποιητής , εκπρόσωπος της γενιάς του 70 , ο Γιάννης Βαρβέρης υποστήριζε ότι " για την Ποίηση δικαιωματικά μπορούν να εκφράζονται ποιητές που έχουν διανύσει μια μεγάλη πορεία, στη ζωή και στην Τέχνη, ενώ για τους νέους αυτό θα ήταν θράσος και αλαζονεία. Ωστόσο στηριζόμενος στη φράση του ιερού Χρυσοστόμου "Και το αμαρτάνειν εν συστολή αρετή εστιν" αποτόλμησε να διατυπώσει τις δικές του απόψεις "εν συστολή". Προκειμένου να καταλήξει στον δικό του ορισμό, αναφέρεται επιλεκτικά σε άλλους «αφαιρετικούς» ποιητικούς ορισμούς: του Σολωμού («ξεχείλισμα ψυχής»), του Εμπειρίκου («ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου»),του Αναγνωστάκη («ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» ), του Βαλερύ («διαρκής δισταγμός ανάμεσα στο νόημα και στον ήχο»), ή του σύγχρονού του Σταύρου Βαβούρη (μεταμόρφωση της ίδιας μας της υπόστασης στο χρώμα, στον ρυθμό και στην ιδέα μιας μουσικής»).
Δεν επιλέγει τυχαία τους παραπάνω συνοπτικούς ορισμούς, Μέσω αυτών προσπαθεί να οριοθετήσει κατά κάποιον τρόπο τη δική του οπτική σχετικά με την ποίηση.
Αποφεύγοντας να προσθέσει έναν επιπλέον ορισμό στους πολλούς άλλους, προτίμησε απλά να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο ίδιος την Ποίηση ως «μια μυθοπλαστική μουσική παρηγοριά απέναντι σε ό,τι δεν ζήσαμε ή σε ό,τι ζήσαμε και χάθηκε, ή σε ό,τι άφευκτα μας απειλεί σε ατομικό, κοινωνικό ή υπαρξιακό επίπεδο»(https://www.hartismag.gr/.../giannhs-barberhs-h-texnh-ths...).
Η Φρ. Αμπατζοπούλου ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ ( Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2017), για το θέμα αυτό γράφει (Η γραφή και η βάσανος – Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, εκδ.Πατάκη, Αθήνα, 2000 ):«Το αληθινό ποίημα και η αληθινή ζωή φαίνεται πως αποτελούν το διπλό αίτημα των ποιητών του σύγχρονου κόσμου που γεννήθηκε μέσα από μεγάλες επαναστάσεις, ανατροπές και αμφισβήτηση. Στους πιο γνήσιους εκφραστές αυτού του διπλού αιτήματος, κάθε διατάραξη του μέτρου της σύνταξης του λογικού ειρμού του στίχου δεν είναι θέμα αισθητικής αναζήτησης ή ανεπάρκειας. Είναι ένας αγώνας, μια κίνηση στη σκακιέρα συχνά πολύ τολμηρή και απροσδόκητη. Το χάσμα πρέπει να γεμίσει, να ζωντανέψουν οι λέξεις, να φέρουν μαγικά τα πράγματα να αποκαταστήσουν τη χαμένη αρμονία, να κτίσουν ένα κόσμο μέσα και έξω από τη σελίδα. Η σελίδα πρέπει να κερδηθεί, το ποίημα πρέπει να κερδίσει».
Η Φρ. Αμπατζοπούλου ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ ( Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2017), για το θέμα αυτό γράφει (Η γραφή και η βάσανος – Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, εκδ.Πατάκη, Αθήνα, 2000 ):«Το αληθινό ποίημα και η αληθινή ζωή φαίνεται πως αποτελούν το διπλό αίτημα των ποιητών του σύγχρονου κόσμου που γεννήθηκε μέσα από μεγάλες επαναστάσεις, ανατροπές και αμφισβήτηση. Στους πιο γνήσιους εκφραστές αυτού του διπλού αιτήματος, κάθε διατάραξη του μέτρου της σύνταξης του λογικού ειρμού του στίχου δεν είναι θέμα αισθητικής αναζήτησης ή ανεπάρκειας. Είναι ένας αγώνας, μια κίνηση στη σκακιέρα συχνά πολύ τολμηρή και απροσδόκητη. Το χάσμα πρέπει να γεμίσει, να ζωντανέψουν οι λέξεις, να φέρουν μαγικά τα πράγματα να αποκαταστήσουν τη χαμένη αρμονία, να κτίσουν ένα κόσμο μέσα και έξω από τη σελίδα. Η σελίδα πρέπει να κερδηθεί, το ποίημα πρέπει να κερδίσει».
Ένα σφοδρά αμφισβητούμενο πρόσωπο της ελληνικής διανόησης των αρχών του 20ου αιώνα , αλλά και σ ή μ ε ρ α ε π ί κ α ι ρ ο ς κατά την προσωπική μου γνώμη ,πού τάραξε -όπως έχει λεχθεί-τα λιμνασμένα νερά της εποχής του , με το βιβλίο του "Η ποίηση στη ζωή μας ",που εκδόθηκε το 1923,είναι ο Γιάννης Αποστολάκης (φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας και καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας του ΑΠΘ).
Ο αγαπημένος μυητής της λογοτεχνίας εκείνης της γενιάς, θεωρεί ότι η μελέτη των λογοτεχνικών έργων είναι πιο σημαντική από κάθε άλλη μέθοδο για το ‘ανέβασμα’ του λαού. Στην εισαγωγή του βιβλίου του αναφέρει ότι ( Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η ποίηση στη ζωή μας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, πρώτηέκδοση, Αθήνα, 1923) :
«Η μελέτη των λογοτεχνικών έργων μάς βοηθά να νοιώσουμε, αν ένας λαός πορεύεται το σωστό δρόμο, αν ζητά και αν προσπαθεί να ζήσει στον κόσμο απάνω σύμφωνα με τον προορισμό του ανθρώπου, που όλοι μας το μισοκαταλαβαίνουμε πως είναι κάτι πιο ψηλότερο και σπουδαιότερο πράμα παρά να μακραίνουμε μονάχα όπως – όπως μιαν ανώφελη ύπαρξη».
Ως προς τη λογοτεχνία δε, την παραλογοτεχνία και τους παραλογοτεχνούντες, είναι αμείλικτος:
«Στη λογοτεχνία δεν υπάρχει κίνδυνος να θαμπώσει τα μάτια μας καμία ύποπτη λαμπράδα, όπως του πλούτου ή της νίκης».
«Η μελέτη των λογοτεχνικών έργων μάς βοηθά να νοιώσουμε, αν ένας λαός πορεύεται το σωστό δρόμο, αν ζητά και αν προσπαθεί να ζήσει στον κόσμο απάνω σύμφωνα με τον προορισμό του ανθρώπου, που όλοι μας το μισοκαταλαβαίνουμε πως είναι κάτι πιο ψηλότερο και σπουδαιότερο πράμα παρά να μακραίνουμε μονάχα όπως – όπως μιαν ανώφελη ύπαρξη».
Ως προς τη λογοτεχνία δε, την παραλογοτεχνία και τους παραλογοτεχνούντες, είναι αμείλικτος:
«Στη λογοτεχνία δεν υπάρχει κίνδυνος να θαμπώσει τα μάτια μας καμία ύποπτη λαμπράδα, όπως του πλούτου ή της νίκης».
Για την αυθεντική μελέτη της λογοτεχνίας είναι διαυγέστατος:
«Καμιά ύποπτη αξία δε θα κόψει το δρόμο μας, κι αν πουθενά ξεπροβάλει,προδίδεται μόνη της, γιατί ποίηση θα πει έκφραση πόθων ψυχής, και όπου αυτοί φανερώνονται, λάμπει ολάκερος ο άνθρωπος από αλήθεια».
Αυτή τη θέση του Γ. Αποστολάκη για την αληθινή λογοτεχνία την έχουν όσοι βιώνουν ερωτικά την τέχνη και τη ζωή, δίχως τα δεκανίκια των πάσης μορφής προφάσεων και αναμονών.
Τέτοιος είναι και ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο ασκητής, ο οποίος έστω και αν δεν ήταν Έλληνας στην καταγωγή υμνείται από τον Ελύτη ( Εν Λευκώ, κειμ. ‘Ρωμανός ο Μελωδός’, Ίκαρος, 1993, σ. 35-36 ) για το ερωτικό πάντρεμα της ελληνικής με τη θρησκευτική γλώσσα.Ίσως αυτή η άποψη να παίρνει ‘μοιραία το σχήμα της υπερβολής’ μια που σε ένα τόσο μεγάλο θέμα αδυνατεί κανείς να βρει αποδείξεις .
Ομως, πρίν τον Ελύτη ,ο αναδεξιμιός του Πάμπλο Πικάσο ο Μαξ Ζακόμπ- Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, συγγραφέας και κριτικός τέχνης που το έργο του επηρέασε την ανάπτυξη του μοντερνισμού - σ ' έναν αφορισμό του μας είπε πως: «Το μυστήριο υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή. Η πραγματικότητα είναι στην άλλη»,ενώ στο περισπούδαστο έργο του του «Συμβουλές σ’ ένα νέο ποιητή» προτρέπει το νεαρό λογοτέχνη -ο οποίος του ζητά να τον καθοδηγήσει- σε μία σχεσιακή σύνδεση της ύπαρξης του με το ανώτερο πνεύμα, θεωρώντας πως οι ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκάλυψη του θείου μέσα μας. Κινούμενος έτσι από ένα έντονο χριστιανικό υπαρξισμό θα γράψει: «Γίνεται διάβροχος, γιατί πως αλλιώς θα φτάσετε στη λυρική ανάφλεξη, αν ούτε έχετε νιώσει ούτε έχετε σκεφτεί τίποτα; «Ούτε έχετε σκεφτεί τίποτα;». Αυτό σηκώνει πολύ κουβέντα. Οι ιδέες δεν έχουν καμία σχέση με την ποίηση: αυτό που μετράει είναι το ανέκφραστο. Οι ιδέες δεν ανήκουν στον άνθρωπο, κατεβαίνουν από τον ουρανό των εικόνων. Εμείς απλώς τις οικειοποιούμαστε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό και πιο βαρύ από τις ιδέες. Όμως παύουν να είναι ιδέες αν τις δοθείτε έως θανάτου, αν τις δοθείτε με πάθος, αν τις ζήσετε, αν τις μετασχηματίσετε σε συναισθήματα.Αυτό το νόημα έχει και η τόσο παραγνωρισμένη λατρεία της ιερής καρδιάς. Η αιχμή που τρύπησε το στήθος του Κυρίου είναι το βέλος που δείχνει το δρόμο που παίρνουν οι ιδέες για ν’ αποχτήσουν αξία.Εξάλλου το αίμα και το νερό που κύλισαν από την καρδιά εικονογραφούν την ένωση του πνεύματος με την ύλη: αυτός είναι ο μόνος σωστός τρόπος να φτάσουμε στη γνώση.Νομίζω πως με καταλαβαίνεται, κατεβάστε τις ιδέες στο χώρο της εμπειρίας».
Η ποίηση είναι ένα λογοτεχνικό γεγονός που το συνιστούν εκτός από τα κείμενα και τους δημιουργούς, και οι πομποί, οι μυητές, οι διαμεσολαβητές και οι αναγνώστες και ως τέτοιο ψηλαφείται στη σχέση, στην εξοικείωση και στον έρωτα του καθενός με το κείμενο. Ο ποιητής είναι ο δημιουργός ενός κειμένου, στο οποίο όμως και ο αναγνώστης συμμετέχει πνευματικά και συναισθηματικά. Ο ποιητής είναι δηλαδή ο δημιουργός ενός κειμένου, τα λεκτικά σύμβολα του οποίου διαμορφώνουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα του αναγνώστη. Ειδικότερα δε σε μια εποχή γενικευμένης κρίσης, όπου τα κανάλια της επικοινωνίας στενεύουν διαρκώς και όλοι έχουν καταληφθεί από μια ιδιότυπη απομονωτική υστερία, εμείς, μοιραία ίσως, αλλά πάντως με πίστη, προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ξανά το λόγο και την τέχνη του ως αντίδοτο σε αυτή την κατάσταση. Με άλλα λόγια, θέλουμε να βρούμε ξανά τη λογοτεχνία.Με την ποίηση θα μπορέσουμε να αισθανθούμε τα κρυμμένα μυστικά της τέχνης του λόγου.
Θα μπορέσουμε να αισθανθούν για παράδειγμα πως ‘η Νέα Σελήνη’ του Ελύτη, μπορεί να είναι η Μαρία Νεφέλη, η Παναγία, η Ήρα, η Ελένη του Ομήρου, η μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, η παπαρούνα, η ‘ξένη’, ένας κύκνος, μια ‘σταγόνα διάφανη’, μια ‘νεροσταγόνα’, ένα ‘κρυστάλλινο αίσθημα’, μια Κόρη, ο πρώτος έρωτας, ο θάνατος, η Μαρίνα, η Ελλάδα, η θάλασσα, η γη, ο ουρανός, τα αστέρια, η Πηνελόπη - η γυναίκα του ομηρικού Οδυσσέα αλλά και η ‘κυρά – Πηνελόπη με την ηλακάτη’ της γειτονιάς τους, ο αγαπημένος τους άνθρωπος, το θύμα τους, ο θύτης τους, η λύτρωσή τους κ.ο.κ.
Επέλεξα να συνδιάσω αυτό το κείμενο με τον πίνακα ο "Ταξιδιώτης πάνω από τη θάλασσα της ομίχλης" (1818) του Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ. Ο πίνακας αυτός αποπνέει ρομαντισμό και την αίσθηση του μυστηρίου και του άγνωστου, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια βαθιά ενδοσκόπηση. Ο ταξιδιώτης, που κοιτάζει προς τη θάλασσα της ομίχλης, μπορεί να συμβολίζει τον ποιητή που αγναντεύει το άπειρο των σκέψεων και συναισθημάτων, αναζητώντας τις λέξεις για να αποδώσει την εμπειρία του,γιατί η μοναξιά του, το απέραντο τοπίο και η αίσθηση δέους που προκαλεί η φύση είναι θέματα που συνδέονται άμεσα με την ποιητική έμπνευση και δημιουργία.
Χρόνια πολλά στους ποιητές κι αυτούς που διαβάζουν ποιήματα.
* Σταμάτης Παγανόπουλος
Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στις φίλες και τους φίλους μέλη της λογοτεχνικής παρέας "Σελιδοδείκτες" καί στο συγγραφέα και ποιητή ιδρυτή και συντονιστή μας Θεοχάρη Μπικηρόπουλο.