11.2.25

"Λογοτεχνική παρέα Κατερίνης -ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ". Τα μάτια, το βλέμμα...στην ποίηση και την λογοτεχνία.


Τη συνάντηση του Φεβρουαρίου πραγματοποίησε η "Λογοτεχνική παρέα Κατερίνης -ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ". Θέμα της συνάντησης ήταν "Τα μάτια, το βλέμμα" που ανέλαβε να παρουσιάσει με εξαιρετικό τρόπο το εκλεκτό μέλος, φιλόλογος κ. Γιώτα Καρατζίδου:

Με τα ‘’μάτια’’ των ποιητών

Ένα βλέμμα μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή…

Πολλές φορές τα μάτια των ανθρώπων δεν μπορούν να συλλάβουν τις λεπτές και βαθιές αποχρώσεις της πραγματικότητας .
Αδυνατούν να αιχμαλωτίσουν τη μοναδικότητα των στιγμών συνάντησης του βλέμματος παρόντων και απόντων σήμερα ανθρώπων. Μια πιο ποιητική και ευαίσθητη ματιά διαθέτουν οι ποιητές, αναζητώντας το βλέμμα που μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή.

Ο Καβάφης στο ποίημα «Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον» μας προτρέπει:

«Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε.

Των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον.»

ενώ μοναδικά μαθήματα ζωής μας δίνει και ο Μικρός Πρίγκιπας του Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ό,τι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια»

- Γεια σου, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό:δεν βλέπει κανείς πολύ καλά παρά μονάχα με την καρδιά. Ότι είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια.
- Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.

«Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου»

Ο Διονύσιος Σολωμός στο ποίημά του «Πόρφυρας» μας δίνει την πιο ουσιαστική συμβουλή, οδηγό στη συνεχή μάχη με τον εσωτερικό μας εαυτό. Ο Σολωμός αυτή την μάχη την έκανε σε όλη του τη ζωή .Αισθάνεται τις αισθήσεις του, τα μάτια της ψυχής του, να βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση. 

Ο ήρωας όταν επιτίθεται – αμυνόμενος- στο κήτος, χαίρεται γιατί καταλαβαίνει ότι εκείνη την στιγμή έχει πετύχει την προσωπική του υπέρβαση με την οποία θα γευτεί την ηθική του ελευθερία. Αυτό πραγματοποιείται την στιγμή της απόλυτης εσωτερικής αφύπνισης, που ξύπνησε μέσα στη ψυχή του τη νοσταλγία της ελευθερίας. Ο νέος, αφού γνωρίσει τον Παράδεισο  που έκρυβε μέσα του, τώρα συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να τον νικήσει καμιά εξωτερική δύναμη, ακόμα κι αν αυτή φαινομενικά επικρατεί. Τα μάτια της ψυχής του είναι πάντα ανοιχτά και άγρυπνα, για αυτό και μέσα από την εσωτερική του ενσυνείδηση κατακτά ακόμα και τον πιο δύσκολο αντίπαλο.

Την ίδια αγάπη για τη ζωή, δείχνουν και τα μάτια των Μεσολογγιτών  στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»

«Τα μάτια δείχνουν έρωτα γιά τον απάνου κόσμο.
Και στη θεωρία του είν’ όμορφο το φως και μαγεμένο...»

Τα μάτια υμνεί ο Παλαμάς στο ποίημα του «Στα μάτια ύμνος» λέγοντας:

«Κι α δεν είχε η ζωή χίλια χρώματα, χίλια σκήματα, πρόσωπα, κάλλη,κι α δεν έλαμπε κι έτσι η ζωή,στη ζωή θεία λαμπράδα, θεία κάλλη τα δικά σας θα χύνανε χρώματα,η δική σας, ω μάτια, ζωή.

Μάτια τρίσβαθα, μάτια ηλιογέννητα,διαλαλείτε του ήλιου τη δόξα με τη γλώσσα την άλαλη εσείς, εσείς είστε τ’ ανθρώπου κι η δόξα, μάτια τρίσβαθα, μάτια ηλιογέννητα,τα πετράδια τ’ ατίμητα εσείς.»

ενώ στο «Μυθιστόρημα ΙΣΤ´ - ὄνομα δ᾿ Ὀρέστης»  του Γιώργου Σεφέρη ,το πανάρχαιο δράμα επανέρχεται για να ορίσει για ακόμη μια φορά τη ζωή των ανθρώπων. Ο αιμάτινος κύκλος συνεχίζεται συμπαρασέρνοντας ό,τι βρει στο διάβα του χωρίς οίκτο και παγιδεύει τόσο τον ποιητή όσο  και το σύγχρονό του κόσμο. Οι άνθρωποι δεν έχουν επιλογή και καλούνται «να φέρουν σε πέρας» τη ζωή τους μέσα σε πλαίσια ασφυκτικά και άδικα. Καλούνται και αυτοί να πληρώσουν το μερίδιο τους στο πανάρχαιο δράμα ως άλλοι τραγικοί ήρωες. Οι άνθρωποι αντιμέτωποι με απάνθρωπες εποχές δεν ξέρουν πού να σταθούν και που να κοιτάξουν. Σε ένα ανερμάτιστο κόσμο όπου η μήτρα έχει χαθεί, η πατρίδα έχει χαθεί, το παρελθόν είναι θολό και τόσο μακρινό - σχεδόν ανύπαρκτο, έχουν χάσει την αληθινή θέαση του κόσμου.

«Στὴ σφενδόνη, πάλι στὴ σφενδόνη, στὴ σφενδόνη,
πόσοι γύροι, πόσοι αἱμάτινοι κύκλοι, πόσες μαῦρες
σειρές. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ μὲ κοιτάζουν,
ποὺ μὲ κοιτάζαν ὅταν πάνω στὸ ἅρμα

σήκωσα τὸ χέρι λαμπρός, κι ἀλάλαξαν.

Ἦταν ὡραῖα τὰ μάτια σου μὰ δὲν ἤξερες ποὺ νὰ κοιτάξεις
δὲν ἤξερα ποὺ νὰ κοιτάξω μήτε κι ἐγώ, χωρὶς πατρίδα
ἐγὼ ποὺ μάχομαι ἐδῶ-πέρα, πόσοι γύροι;»

Υπάρχει ελπίδα διαφυγής από το συλλογικό πεπρωμένο ή ο ποιητής μάταια προσπαθεί στο ποίημα «Πρωί», να πείσει τον εαυτό του να δει τα πράγματα στη ζωή του με έναν άλλο τρόπο;

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.

Ο Σεφέρης στο ποίημα του Πρωί ζητά από τον εαυτό του ν’ ανοίξει καλά τα μάτια του και να τα στυλώσει στο θέαμα της νέας ημέρας∙ να προσηλωθεί σε αυτό που βλέπει και να συνειδητοποιήσει, έτσι, πληρέστερα αυτό που κατά βάθος ήδη ξέρει, ότι το ξεκίνημα της νέας ημέρας δεν αποτελεί πια για εκείνον πηγή χαράς ή έστω αισιοδοξίας, αφού για εκείνον με το που αρχίζει η νέα ημέρα, ξεκινά να ξεδιπλώνεται και το μαύρο πανί του εσωτερικού του δαίμονα που τα σκεπάζει όλα. Τώρα ξέρει πως το σκοτάδι -η μαυρίλα- που καλύπτει όλο του τον ορίζοντα δεν είναι απόρροια του ύπνου, μήτε προκύπτει όπως όταν κάποιος κλείνει τα μάτια του μέσα στο νερό, ούτε είναι εκείνο το σκοτείνιασμα που έρχεται όταν από τη νύστα πέφτουν ρυτιδωμένα τα βλέφαρα και βουλιάζουν λοξά πάνω στα μάτια σαν κοχύλια. Είναι γέννημα του ίδιου του τού εαυτού, μιας εσωτερικής διάθεσης που δεν του επιτρέπει να αντικρίσει κανένα ίχνος ομορφιάς ή ελπίδας∙ μιας εσωτερικής διάθεσης που τον οδηγεί στην ψυχική εξουθένωση και δεν του αφήνει μήτε το ελάχιστο ίχνος θέλησης να κάνει το οτιδήποτε. Το πρωινό ξύπνημα, κάθε νέο πρωινό ξύπνημα, είναι ένα ακόμη τραύμα, αφού πρέπει να δει μια πραγματικότητα που αδυνατεί να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί∙ μια πραγματικότητα που του είναι ξένη και δυσάρεστη.

Το ίδιο αδιέξοδο βιώνει και ο Ελύτης στην «Ελένη» του όταν αναρωτιέται:

«Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας

Ενώ ο ίδιος απαντά στο ‘’΄Αξιον εστί’’

«…..και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!»

Ίσως όμως υπάρχει τρόπος διαφυγής από την οδυνηρή θέαση του κόσμου στο βλέμμα που μόνο με τον έρωτα μπορεί να γεννηθεί. Είναι η «Μαρίνα των βράχων» που τον εμπνέει:

«Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!»


«Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα. »
(Δεύτερη Φύση – Επίγραμμα)

αλλά και το ερωτικό υποκείμενο του οποίου το κοίταγμα είναι ό,τι πιο ωραίο έχει αντικρίσει  στο Μονόγραμμα:

«Έχω δει πολλά και η γη μέσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών 

και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να ‘χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει

VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο»

Ο Καββαδίας ξεχωρίζει τα μάτια, στα οποία βλέπει τη διαρκή παρουσία της θάλασσας. «Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…», «Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί μες στου Giorgione το αργαστήρι». Έτσι, στα μάτια της Gabrielle Didot (στ.23) βλέπει:
«τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους
και καραβάκια που έφευγαν με τα πανιά ανοιχτά».
Ενώ, μιλώντας για τη Marie Laurie θα δηλώσει: «Είδα τα μάτια της μεγαλώνουν… Aqua Marina… Να γίνουνται θάλασσα, βυθός και να πνίγομαι μέσα τους» (Βάρδια, σελ. 130). Και αλλού, ο Καββαδίας θα επιχειρήσει να προσδώσει στα μάτια, όχι μιας πόρνης τώρα, αλλά της ανηψιάς του Έλγκας, δυνατότητα επαφής με τη στεριά. Η περίπτωση του Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia και του στ. 27:

Τα μάτια κρατούν ζωντανή τη μνήμη καθώς η θύμησή τους είναι παρούσα σε δύσκολες στιγμές και δρα λυτρωτικά στο ποίημα  «Σε περιμένω παντού» του Τάσου Λειβαδίτη

«Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, 

φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.»

Η Πολυδούρη ανακαλύπτει από νωρίς το μυστικό της ζωής, ως πράξη και πίστη σε κάτι, σ’ ένα ιδανικό, σ’ έναν έρωτα, σ’ έναν άνθρωπο: «Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μες στο σκοτάδι», γράφει στον Καρυωτάκη. Ενώ στο ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» ξεδιπλώνει όλο το πάθος της για εκείνον.

«Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.»

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες

και στη ματιά σου να περνάει είδα τη λυγερή σκιά μου,

ως όνειρο να παίζει, να πονάει,

μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες

και μου άπλωσες τα χέρια

κι είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα

 – μια αγάπη πλέρια, γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε

γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.

Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,

σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Ένα από τα αρτιότερα και πιο δημοφιλή ποιήματα της Πολυδούρη. Η συγγραφή του αφορμάται από ένα πραγματικό γεγονός, που αφηγήθηκε η ποιήτρια στην αδερφή της Βιργινία και αφορά στη σχέση της με τον Καρυωτάκη: «Κάποτε είχαν δώσει ραντεβού στο ζαχαροπλαστείο Παλλάδιο, Πανεπιστημίου, αυτό ήταν το κέντρο συνάντησης της Μαρίας. Βραδάκι και το κέντρο ασφυχτικά γεμάτο. Η Μαρία κάθισε σε μια γωνιά, εντελώς αθέατη· στη στιγμή βλέπει τον Καρυωτάκη να μπαίνει και, χωρίς άλλη αναζήτηση μέσα στο πλήθος, να προχωρεί κατευθείαν προς το μέρος της. – Μα πώς με ξετρύπωσες τόσο εύκολα κι ήρθες με το κατευθείαν; ρώτησε με απορία. – Τα μάτια σου σα δυο αστέρια, φώτιζαν απ’ την πόρτα και μου ’δειξαν το δρόμο, απάντησε. Κι βλέπομε στο «Γιατί μ’ αγάπησες»: «Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου, μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια…».

Ο Κώστας Καρυωτάκης απέτυχε να πιαστεί από κάπου και πλήρωσε για αυτό:

«... για όσους, καθώς  εγώ, δεν έβλεπαν κανέναν ιδανικό στη ζωή τους... κ’ εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία». 

Παρ’ ότι συχνά ενδίδει στο κάλεσμα των ματιών της στο ποίημα «Αγάπη»

‘’Τα µάτια της δοκίµασα να ’δω ποιο έχουν χρώµα. Αστράφτουν ’κείνα και θαρρώ πως «τ' είδες;» µου φωνάζουν, «Θαµπώθηκα» τους λέω ’γώ, κι’ αυτά µου λεν’ ακόµα: «Μπορείς να ’δης τον ήλιο;» Ναι· πώς τον ήλιο µοιάζουν.’’

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος, 
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη, 
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

αλλά δεν παύει να κυριαρχεί η πεισιθανάτια απαισιοδοξία του ακόμη και όταν ονειρεύεται  στο τελευταίο ταξίδι από τη συλλογή «Ὁ Πόνος τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τῶν Πραμάτων»

«Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.»

 [Τ’ ἀστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς

το μάτι ἀνοιγοκλεῖ προτοῦ δακρύσει…]

Όσο ονειρική είναι η ερωτική επιθυμία του Ελύτη, θαλασσινή του Καββαδία, υπαρξιακή της Πολυδούρη, θνητή  και εφήμερη του Καρυωτάκη μέσα από το δικό τους βλέμμα, τόσο μακρινή και βασανιστική είναι η ανάμνηση  που ακολουθεί το βλέμμα του Καβάφη στο ποίημα Γκρίζα όπου η όψη του ερωτικού του πόθου έχει ξεθωριάσει

Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα·
θάναι είκοσι χρόνια πρίν ....

.......................................................

Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.
Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ιδωθήκαμε.

Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια·
θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.

Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι. 


Το ίδιο μακρινή ,αλλά επιτακτικά αναγκαία είναι η ανάκληση της εικόνας των ματιών ενός εφήμερου νεανικού του έρωτα στο ποίημα «Μακριά»

Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω…

Μα έτσι εσβήσθη πια…

σαν τίποτε δεν απομένει

—γιατί μακριά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…

Εκείνη του Αυγούστου

— Αύγουστος ήταν;

— η βραδιά… Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια·

 ήσαν, θαρρώ, μαβιά…Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.

 Ματαίωση και αποτυχία έχει και η ματιά του βίου για τον τρόπο που πορεύεται το ποιητικό υποκείμενο στο αυτοβιογραφικό ποίημα της Κατερίνας Γώγου “Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών”.

6.

Κι όταν τα μάτια άνοιξα
και πλάι και γύρω και παντού
μεγάλη λίμνη έγινε
που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθάκια

8.

Μπορεί και δίκαια…
Προκάλεσα με πάθος τη ζωή.
Ασέβησα δυο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.
Άσκησα την όραση για μακριά
κι έχασα τα κοντινά μου

“Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών”.

Δεν υπάρχει πιο τραγικό και ταυτόχρονα πιο ηρωικό, από τα σφαλιστά μάτια ενός νέου ανθρώπου που χάνει τη ζωή του για ένα ιδανικό, ανατρέποντας  τους νόμους της φύσης, περνώντας από το φως στο σκοτάδι. Ο Ρίτσος αυτή την άδεια από όνειρα και ζωή ματιά που θρηνεί με τρόπο συγκλονιστικό η μάνα, θα την δώσει στον Επιτάφιο:

«Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης»

Ο Καζαντζάκης προτρέπει στην Ασκητική του, να μένουμε ανοιχτοί στο έμφυτο ένστικτο μας να ανακαλύπτουμε το φως εντός και εκτός μας. Ναι, θα συναντήσουμε πολλά σκοτάδια στον δρόμο μας, αλλά ακόμη και εκεί ας κρατάμε τα μάτια μας φωτεινά, όπως λέει ο συγγραφέας και ας ψάχνουμε για εκείνη την σχισμή από την οποία μπαίνει η πρώτη αχτίδα φωτός!

«Άστα κλειστα τα μάτια των ανθρώπων να ονειρεύονται.... εκτός αν όταν τ`ανοίξουν....έχεις να τους δείξεις έναν καλύτερο κόσμο.»

«Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.»

"Το αληθινό νόημα της φώτισης
είναι να κοιτάς τη σκοτεινιά με φωτεινά μάτια.».

 «Θα πρέπει να διαθέτεις «κρητική ματιά» και να κοιτάς ατρόμητα τον τρόμο.»

Για να καταλήξει στην «Αναφορά στον Γκρέκο»

«Εφόσον δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, ας αλλάξουμε τα μάτια που τη βλέπουν»

Το συγκεκριμένο απόφθεγμα αναφέρεται στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τη σημασία της προσαρμοστικότητας που πρέπει να επιδεικνύουμε για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και τις προκλήσεις.

Η σημασία της αλλαγής της οπτικής γωνίας

Η ρήση του Καζαντζάκη υπενθυμίζει την αναγκαιότητα της προσαρμογής και της ευελιξίας στη ζωή. Οι καταστάσεις γύρω μας μπορεί να μην είναι πάντα στο χέρι μας να αλλάξουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε παγιδευμένοι στην αρνητικότητα ή τη δυστυχία. Η αλλαγή της οπτικής γωνίας μπορεί να αποτελέσει μια απελευθερωτική διαδικασία που επιτρέπει στον άνθρωπο να δει την ίδια πραγματικότητα μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα. Αυτό, μπορεί να δώσει νόημα και σκοπό εκεί που πριν κυριαρχούσε η στασιμότητα ή το αδιέξοδο.

«Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό»

 Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με την παρουσίαση επιλεγμένων λογοτεχνικών κειμένων ( Πρίμο Λέβι, Δημήτρη Βλάχου κ.α.) και δημιουργική συζήτηση.