13.1.25

Fame: η ματιά της χαμένης νιότης ή η ψευδαίσθηση πως τίποτα δεν άλλαξε. Της Μιχαέλας Μ.Τσαμουρτζή, Πολιτισμολόγου

Τις προηγούμενες μέρες ανέβηκε στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης το μιούζικαλ Fame με συντελεστές από το West End του Λονδίνου. Οι προσδοκίες ήταν πολλές του κοινού καθώς και ο ενθουσιασμός. Οι περισσότεροι πίστεψαν πως θα δουν μια ιστορία όπως ήταν η ταινία ή η σειρά της δεκαετίας του ’80 που προκάλεσε φρενίτιδα την εποχή εκείνη και ήταν για όλους τους εφήβους μανία, κάνοντας το ομώνυμο τραγούδι ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών.

Η ιστορία είναι τόσο απλή, τόσο καθημερινή και τόσο σημερινή. Νέα παιδιά εισάγονται σε μια διάσημη καλλιτεχνική σχολή – σχολείο , για να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα ταλέντα τους και να διαπρέψουν στον χώρο της Τέχνης. Όνειρα,
δυσκολίες, κοινωνικές και ταξικές διαφορές, ματαίωση, επιτυχία, ταλέντο και ψευδαισθήσεις, ερωτικές ιστορίες. Οι καλλιτέχνες είναι ξεχωριστά όντα, οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι.
Θα μείνω στις ψευδαισθήσεις γιατί με αυτές προσήλθε το κοινό στο Μέγαρο αυτές τις μέρες. Το κοινό των 50+ που πίστεψε πως θα ξαναζωντανέψουν στη σκηνή εικόνες των 15 χρόνων της εφηβείας, της ανησυχίας εκείνης της εποχής, της άγνοιας κινδύνου, της αθωότητας και της ταύτισης. Πλανήθηκαν οι περισσότεροι πλάνης οικτρά. Πως μπορούν να αναβιώσουν όλα αυτά όταν ήδη στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου έχουν καταχωρηθεί οι πληροφορίες άκρως εξιδανικευμένες; Πως μπορείς να ταυτιστείς με μια χούφτα δροσερά παιδιά που αγωνιούν για το καλλιτεχνικό τους αύριο, με τις αδυναμίες, το ταλέντο που πολλές φορές είναι βάρος, όταν ήδη έχεις κάνει μια διαδρομή από επιτυχίες, αποτυχίες, ματαιώσεις, απώλειες, κούραση, όλα αυτά που μπαίνουν στο κουτάκι εμπειρία. Αυτά που εύχονται ή δεν εύχονται να συμβούν τα παιδιά του έργου, εσύ τα έχεις ήδη ζήσει. Οπότε γίνεσαι πικρόχολος, άδικος, απόλυτος και πιστεύεις πως είδες μια κακή παράσταση ή στην καλύτερη κάτι άλλο από αυτό που περίμενες να δεις.  
Αν μείνουμε στην επιφάνεια και σε μια μικρή κριτική η παράσταση συνδύασε όπως γίνεται τα τελευταία πολλά χρόνια την εικόνα με τη ζωντανή κίνηση. Δυστυχώς χωρίς το κινηματογραφικό κομμάτι το θέατρο έχει πάψει να προλαβαίνει να παίξει τον ρόλο που κατείχε διαχρονικά στη ζωή. Δεν είναι πια η φέτα ζωής γιατί απλώς η ταχύτητα της εικόνας το ξεπερνά. Έτσι οι σκηνοθέτες αποφάσισαν να εντάξουν και άλλες μορφές δημιουργίας σε μια προσπάθεια να γίνουν οι παραστάσεις τους πολυεπίπεδες. Η ορχήστρα στάθηκε στο ύψος της (υπήρχε ζωντανή ορχήστρα στο έργο). Τα
περισσότερα παιδιά ήταν άξια, τα σκηνικά ήταν λιτά άλλωστε τι περισσότερο θα μπορούσε να έχει μέσα σε μια Καλλιτεχνική Σχολή.
Ερχόμαστε τώρα σε αυτό που διαχρονικά υπάρχει ως πρόβλημα και δυσκολία στον συγκεκριμένο χώρο και αδικεί τις παραγωγές και τα αφτιά των θεατών. Ο ήχος. Η κακή ακουστική του Μεγάρου. Ήχος ρηχός, με ηχώ, εκκωφαντικός να μην μπορείς τουλάχιστον στα πρώτα τρία τέταρτα της παράστασης να ξεχωρίσεις λόγο, να σου προκαλεί πονοκέφαλο και δυσφορία. Αυτό δεν ξέρω πως διορθώνεται και αν διορθώνεται γιατί συμβαίνει σχεδόν πάντα, αδικώντας ό,τι επιθυμείς να δεις.
Ως κατακλείδα όλων αυτών των δρώμενων θα έβαζα πως η παράσταση αν απογοήτευσε τους 50+ ήταν απλά γιατί δεν τους έκανε να ταυτιστούν, πέρα από τα αντικειμενικά προβλήματα, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά πως αυτό που νιώθει κάποιος σε πρώτο αγνό επίπεδο, δεν θα έχει ποτέ ξανά με την ίδια απόχρωση και ένταση. Το πιθανότερο να είναι πιο μουντό.
Από την άλλη όμως άρεσε πολύ σε πολύ νέα παιδιά που τώρα ξεκινούν και έχουν όλη τη δροσιά, την αγωνία και την επιθυμία για ένα δημιουργικό αύριο. Τα όνειρα άλλωστε τους ανήκουν, όσο και αν όλοι μας τα έχουμε ανάγκη.
Προσωπικά πάντως δεν έχασα την ευκαιρία στο τέλος λίγο να χορέψω το κομμάτι του Fame, φεύγοντας από τον χώρο με μια γλυκιά νοσταλγία της χαμένης νιότης!

Φωτογραφία: Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης