23.1.25

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα

Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό και να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι πάλι ένα ποτάμι, να ξέρεις πως πλανιόμαστε σαν το ποτάμι και οι μορφές μας χάνονται σαν το νερό. Να νιώθεις πως η αγρύπνια είναι ένας άλλος ύπνος όπου ονειρεύεσαι πως δεν κοιμάσαι, κι ότι ο θάνατος που η σάρκα μας τον τρέμει, είναι ο ίδιος θάνατος που κάθε νύχτα μάς φαίνεται ύπνος.

Να βλέπεις πως η μέρα ή ο αιώνας είναι σύμβολο της κάθε μέρας του ανθρώπου και του χρόνου του, να μεταλλάσσεις την επιδρομή του χρόνου, σε μουσική, σε ψίθυρο και σύμβολο. Να βλέπεις πως ο θάνατος είναι ύπνος, το δειλινό ένα χρυσάφι μελαγχολικό, αυτή είναι η ποίηση η αθάνατη κι ασήμαντη.

Μα η ποίηση ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν το δειλινό. Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο μας κοιτάει από τα βάθη ενός καθρέφτη η τέχνη πρέπει να ‘ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο.

Λένε πως ο Οδυσσέας, χορτασμένος στα θαύματα, έκλαψε από αγάπη μόλις φάνηκε η Ιθάκη χλωρή και ταπεινή. Η τέχνη είναι τούτη η Ιθάκη η αιώνια χλωρή – κι όχι τα θαύματα.

Κι ακόμα, είναι όπως το αέναο ποτάμι που κυλάει και στέκεται και μέσα του αντιφεγγίζει ο ίδιος ο Ηράκλειτος, που συνεχώς αλλάζει κι είναι ο ίδιος και ταυτόχρονα άλλος, έτσι ακριβώς, όπως και το αέναο ποτάμι.

Πηγή: 
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα, μετάφρ.
 Δ. Καλομοίρης, 
Ελληνικά Γράμματα, 1995