Θα πάω μια βόλτα μετά
να περπατήσω κοντά στα σύννεφα
και να ξαπλώσω τα όνειρά μου
στις σκόνες του δρόμου
Θα πάω μια βόλτα μετά
ίσως και σε συναντήσω
Θα φορέσω το καπέλο που βρήκα στη ντουλάπα
κάτω από τα αναφιλητά μου
Θα φορέσω τις απουσίες σου
δίχως τα μαύρα γυαλιά τα δάκρυα να κρύβουν
Ρούχα περιπάτου θα φορέσω
Κι ένα μαντήλι στο λαιμό να μου θυμίζει τη θηλιά
***
Κόμβοι
Παλιό τραύμα με θυμήθηκε και πόνεσε
Καταρράχτης όπως καίγεται δεν σβήνει με νερά
Ανοίγει πλάνες κλειδώνει εξόδους
Η πληγή
***
Απόσπασμα
Και φεύγει έτσι η ζωή
Τι κι αν βρισκόμαστε τι κι αν χανόμαστε
Στυλωμένοι είμαστε στα καθημερινά
Και καθώς τίποτα δεν μπορεί να μας αποσπάσει
Αφουγκραζόμαστε τη ζωή στο τελευταίο διάλειμμα
Όταν είναι πλέον αργά
***
9 Χάικου
Στα φυλλώματα
Τα πάθη μας κρυμμένα
Βραχνά τζιτζίκια
…
Δάκρυα τρέχουν
Μα σαν ανηφορίζουν
Μου βγάζουν γλώσσα
…
Η ανατολή
Δυο ζωές μου χρωστάει
Και μια κλεμμένη
…
Τα χρεωμένα
Έστειλα στους ουρανούς
Τα πιο γαλάζια
…
Έρχεσαι εσύ
Να μου μιλήσεις ξανά
Πως να πεθάνω
…
Τα κομμάτια μου
Στον σπασμένο καθρέφτη
Άνοιξαν πλώρη
…
Ξεφτιλισμένοι
Αδιάβαστα γράμματα
Χειροκροτείτε
…
Τρία πουλάκια
Στης Νάουσας το κάστρο
Θρηνούν αιώνες
…
Κι ας ναυαγήσω
Στα πλάνα όνειρά μου
Μπας και σωθούμε
Αθηνά Ξανθίδου, ‘’Χρωστήρες’’, Ανάλεκτο 2024, ποιήματα, το τρίτο βιβλίο της από το 2004. Τι μας λέει μια άλλη ποιήτρια, η Βαρβάρα Χριστιά – που να την ξέρετε – παρουσιάζοντας τα ποιήματα ενός άλλου ποιητή, της συλλογής POST, του Βασίλη Σπ. Μπότσια – πως να τον ξέρετε – λέει: Έτσι είναι η ποίηση!
Όσο τη χρειάζεται ο ποιητής, άλλο τόσο τη χρειάζεται και ο αναγνώστης…
Γιατί η ποίηση σε προστατεύει, σε γεμίζει, σε γεμίζει αγάπη και στοργή, αλλά ταυτόχρονα σου ρίχνει και το μίτο να βρεις την άκρη του, γιατί η ζωή είναι εκεί έξω και πρέπει να την ζήσεις και να την τιμήσεις με το πέρασμά σου απ’ αυτήν… Και λέει ένας άλλος ποιητής:
Η ποίηση πάντα να κερνά ένα χαστούκι / Και να σε αφήνει να κερνάς δύο (η.τ).
Η Αθηνά Ξανθίδου, η ποιήτρια, στους ‘’Χρωστήρες ‘’ της, κουβαλά σαν κόρη, σαν μητέρα, δεν της πάει καθόλου ο ρόλος ‘’μάνα’’, φορτωμένη την αγάπη μίας κοινωνίας που της ξεφεύγει από τα χέρια, την καρδιά, τα βήματα, τις οράσεις της.
Ανιχνεύει Αμαζόνα τη ζωή εκεί όπου αρχίζει και την ξεσκονά εκεί όπου τελειώνει.
Κλειδώνεται ξεκλειδώνεται δίχως πόρτα να υπάρχει, ταυτοχρόνως χαιρετά κι αποχαιρετά την ψυχή της, στωικά, μαρτυρικά, αχνά, σύγχρονα, όσες αποτυχίες τόσες επιτυχίες, λογχίζοντας το νου και τα μέλη της, τα μπορετά και τα ανήμπορα, με όση δικαιοσύνη απομένει σε τούτο το ταλαίπωρο χώμα.
Νέος όταν ήμουν, πάντα πίστευα στα απαισιόδοξα, γιατί εκεί κρυβόταν η αλήθεια, χαμογελώντας αισιόδοξα ανθισμένη, καρπισμένα, η πιο πραγματική συγκομιδή στο φως να ωριμάζει.
Νέος όταν ήμουν, πάντα πίστευα στα απαισιόδοξα, γιατί εκεί κρυβόταν η αλήθεια, χαμογελώντας αισιόδοξα ανθισμένη, καρπισμένα, η πιο πραγματική συγκομιδή στο φως να ωριμάζει.
Λήγουσες, παραλήγουσες, προπαραλήγουσες, οι λέξεις εξυπηρετούν ενικούς και πληθυντικούς παραγγέλνοντας γκρεμούς, θανάτους, λέρες, πίκρες, καταραμένα ποιήματα.
Ρέει λόγος στους ‘’ Χρωστήρες ‘’ γραφή σοφίας δουλεμένης, εμπνευσμένα, αταλάντευτα θεμελιώνοντας δραπετεύσεις, να μουγκανίζει ο χρόνος, να μην ξέρει να μετρά και η πικρά αγάπη πιο πικρά να αγαπά.
Τα υποκείμενα αναπνέουν αντικείμενα, οι αιωρήσεις πνέουν δυνάμεις ορατές, ίδιες ζωές έχοντας μονοκατοικίες και ουρανοξύστες, βρεγμένα σεντόνια στεγνώνοντας, χαώδεις χαρές και πίκρες στροβιλίζονται μίας θύελλας μεγάλων αποστάσεων και εννοιών τεράστιας χωρητικότητας, ξεριζώνοντας και τη Νάουσα.
Το να παρακολουθείς το αίμα σου δεν δίνεις χαρά της γης, το να λεηλατείς τα πλούτη σου δεν πλουτίζεις, το σώμα αν κρύβεις δεν κρύβεται η ψυχή, να ξελιγώνεις την πένα πάντα θα πεινά, δαμάζοντας τα θετικά αρνητικά ιππεύεις…
Το να παρακολουθείς το αίμα σου δεν δίνεις χαρά της γης, το να λεηλατείς τα πλούτη σου δεν πλουτίζεις, το σώμα αν κρύβεις δεν κρύβεται η ψυχή, να ξελιγώνεις την πένα πάντα θα πεινά, δαμάζοντας τα θετικά αρνητικά ιππεύεις…
Η Αθηνά Ξανθίδου χαροπαλεύει τη χρυσόσκονη κα έτσι πορεύεται μες στο λαό της, φωνή πλησίον τής ουδετερότητας, με αβέβαιους θεούς κι ανθρώπους, το Βέρμιο πολύτιμα κεντώντας, κρίμα που δεν γρονθοκοπεί πολιτικά, κερδίζει όμως λίγα που αρκούν και πάει και χτενίζεται στο κομμωτήριο κάθε γιορτή και σχόλη ο λόγος.
Το βιβλίο είναι μοιρασμένο στα δύο δίχως να διαφοροποιείται ύφος και περιεχόμενο, πρώτο μέρος 28 ποιήματα, β΄ μέρος 53 Χάικου.
Το βιβλίο είναι μοιρασμένο στα δύο δίχως να διαφοροποιείται ύφος και περιεχόμενο, πρώτο μέρος 28 ποιήματα, β΄ μέρος 53 Χάικου.
Το βιβλίο αγκιστρώνεται σε μία δύσκολη αναγνώσιμα ποίηση, μα ωφέλιμα εξελίξιμη ποιημάτων, κατανοώντας πλήρως πως ο κόσμος σε λίγο δεν θα στρώνει το τραπέζι του, τα κινητά θα μαχαιρώνουν, οτιδήποτε πονά αυτό μονάχο του να κλαίει, όχι μαζί μας, οι κορυφές τού σύμπαντος η μία την άλλη να κοιτούν σαν πρώτη φορά να ΄ναι, η μοίρα χήρα, ζωντοχήρα, πάντα θα εμπλέκεται, οι μέλισσες θα ρίχνουν τις γλυκές ζαριές κι εγώ Νανά πρώτη φορά την Ποίηση Ψυχαναλύω, ζωγραφίζοντάς με οι ‘’ Χρωστήρες ‘’ σου, σε ευχαριστώ…
Και εσείς Ναουσαίοι διαβάζετε Ποίηση, τόσα παιδιά σας της έχετε τάξει και προκόβουν…
Σε ευχαριστώ Ποίηση, σας ευχαριστώ όλους!
– 24/1/2025