Οι άνθρωποι συνήθως περνάμε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας προσπαθώντας να συσσωρεύσουμε χρήματα, αγαθά, επαίνους, εξουσία… και, μερικές φορές, ακόμη και ανθρώπους. Τρέχουμε εδώ κι εκεί, κάνουμε αλχημείες ή ταχυδακτυλουργίες και φαινόμαστε ικανοί να πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα αρκεί να κερδίσουμε: επιτυχία, χρήματα, κάποιον ή κάποια. Το ν’ αποκτήσουμε κάτι μας γίνεται έμμονη ιδέα, μας απασχολεί διαρκώς και μας αγχώνει: «Τι να κάνω για ν’ αποκτήσω αυτό το πράγμα;», «είναι αρκετά αυτά που έχω;», «πρέπει ν’ αποκτήσω κι άλλα», «κι αν χάσω κι όσα έχω;»… Όχι μόνο θέλουμε να έχουμε πράγματα, αλλά θεωρούμε ότι όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο.
Όλη αυτή η αναζήτηση οδηγεί σε δύο ολέθριες καταστάσεις. Καταρχάς, ο τόσος χρόνος που σπαταλάμε τρέχοντας πίσω τους δεν μας αφήνει περιθώρια να ζήσουμε (ούτε καν για να τα χαρούμε) και δεύτερον, ακόμη κι αν τους αφιερώναμε λίγο χρόνο, θα τον περνούσαμε ανήσυχοι και φοβισμένοι μήπως χάσουμε κάτι απ’ όλα αυτά που πετύχαμε.
Μερικές φορές ασχολούμαστε τόσο πολύ με τα πράγματα που μας ανήκουν, που θα ‘λεγε κανείς πως είμαστε εμείς που ανήκουμε σ’ αυτά. Ο αργεντινός συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ γράφει στο διήγημά του: «Προοίμιο στις οδηγίες για το κούρδισμα του ρολογιού» ότι, όταν σου χαρίζουν ένα ρολόι δεν σου δίνουν μόνο το ρολόι: σου δίνουν μαζί και την ανάγκη να το κουρδίζεις κάθε μέρα, την ανησυχία μήπως το χάσεις και την τάση να το συγκρίνεις με άλλα ρολόγια. Ο Κορτάσαρ καταλήγει λέγοντας ότι, τελικά, το δώρο είσαι εσύ. Εσένα χάρισαν στο ρολόι για τα γενέθλιά του. Ζούμε με την ιδέα ότι όσο περισσότερα έχουμε τόσο περισσότερες δυνατότητες μας δίνονται, αλλά αν δεν προσέξουμε μπορεί να καταλήξουμε δέσμιοι των πραγμάτων που έχουμε αποκτήσει.
Όταν ποθούμε να αποκτήσουμε κάτι που δεν έχουμε, -είτε υλικό, είτε πνευματικό είτε συναισθηματικό-, διακατεχόμαστε από ένα λίγο-πολύ συγκεκριμένο συναίσθημα δυσαρέσκειας και στέρησης. Ξυπνά μέσα μας μια φυσική τάση να προμηθευτούμε αυτό που μας λείπει και οδηγούμε τα πράγματα προς αυτήν την κατεύθυνση χωρίς να συνειδητοποιούμε πως υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ελέγξουμε το ανικανοποίητο: προσπαθώντας να προσαρμόσουμε την επιθυμία μας στην πραγματικότητα (αντί για το αντίθετο).
Μήπως αυτό σημαίνει, άραγε, ότι θα πρέπει να πάψουμε να έχουμε επιθυμίες; Πολλοί ανατολικοί φιλόσοφοι θα έλεγαν πως «ναι», ενώ κάποιοι ψυχαναλυτές θα υποστήριζαν πως αυτό είναι σκέτη καταστροφή. Λαμβάνοντας υπόψη μας και τις δύο απόψεις, θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν είναι κακό να επιθυμούμε αν ξέρουμε να μην τα ζητάμε όλα εδώ και τώρα, κι αν μπορούμε να ελέγχουμε την απαίτησή μας να είναι όπως ακριβώς τα φανταζόμαστε. Η επιθυμία μας κινητοποιεί και μας βάζει σ’ έναν δρόμο, αλλά αν τα ζητάμε όλα αμέσως, τότε μάλλον το άγχος υπερισχύει της υγιούς επιθυμίας.
Υπάρχουν φορές που προσπαθούμε να «κατέχουμε», επειδή η ιδέα και μόνο μας προσφέρει κάποια ασφάλεια. Μπροστά στο τρωτό της ζωής και στο απροσδόκητο των γεγονότων, η σκέψη πως η περιουσία μας μπορεί να ανακόψει οποιοδήποτε απρόοπτο μας προσφέρει ηρεμία. Το σίγουρο είναι, όμως, ότι τίποτα δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως δεν θα προκύψουν προβλήματα. Όταν αυτά παρουσιάζονται, σπανίως είναι τόσο απλά ώστε να επιλυθούν «αντλώντας από τα αποθέματα» (χρημάτων, αγάπης ή υπερηφάνειας).
ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ
ΝΤΕΜΙΑΝ ΜΠΟΥΚΑΪ
https://www.lecturesbureau.gr