Η επιστροφή του Αγαμέμνονα από την Τροία στις Μυκήνες δεν ήταν εύκολη. Καθυστέρησε να ξεκινήσει από την Τροία, προκειμένου να εξιλεώσει, μάταια, τη θεά Αθηνά για τις καταστροφές που επέφεραν οι Αχαιοί στα ιερά των θεών. Με καιρό ευνοϊκό αναχώρησε από την Τρωάδα, έφτασε στην Τένεδο και από εκεί έβαλε πλώρη για την Εύβοια. Στον Καφηρέα πολλά πλοία βούλιαξαν και πολλοί Αχαιοί πνίγηκαν από αναπάντεχη θύελλα. Χάρη στην εύνοια της Ήρας ο Αγαμέμνονας και τα πλοία του διασώθηκαν.
Η τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων» ξεκινά ακριβώς με τον φρουρό που η Κλυταιμνήστρα είχε βάλει να παρατηρεί το πέλαγος και να την προειδοποιήσει, μόλις φανεί ο στόλος. Ο φρουρός τα έχει με τη μοίρα του καθώς καιρό τώρα είναι αναγκασμένος «να πλαγιάζει σε μια γωνιά σα σκύλος», περιμένοντας τον βασιλιά του, «επειδή έτσι διατάζει η καρδιά γυναίκας που ελπίζει». Εννοεί φυσικά την Κλυταιμνήστρα και πιστεύει ότι τον έχει στήσει στη σκοπιά επειδή ελπίζει να δει ξανά τον άντρα της. Οι θεατές όμως πολύ καλά γνωρίζουν ότι μόνο αυτό δεν επιθυμεί καθώς περνά μια χαρά με τον εραστή της Αίγισθο.
Μέσα στη νύχτα, αστράφτει το φωτεινό σήμα. Από την απέναντι κορφή τον ειδοποιούν ότι στ’ ανοιχτά φάνηκε ο στόλος. Έξαλλος από χαρά, κυρίως επειδή τέλειωσαν τα βάσανά του, ο φρουρός φωνάζει ότι ο στόλος επιστρέφει νικητής και πάει να ξυπνήσει την Κλυταιμνήστρα, να της πει τα καλά νέα. Ένας χορός γερόντων, σε όλη την διάρκεια του έργου, δεν μπορεί να χαρεί με τα ευτυχή συμβάντα και κάτι κακό περιμένει.
Η Κλυταιμνήστρα εμφανίζεται χαρούμενη. Δεν υπάρχει κακό. Κορφή με κορφή, τα φωτεινά σήματα αναμεταδίδονταν από την Τροία και έφτασαν ως το Άργος: Από την Ίδη στη Λήμνο, από εκεί στον Άθω, από αυτόν στην Εύβοια κι από εκεί στην Αργολίδα. Οι γέροντες ακόμα δεν πείθονται. Μπαίνει όμως στη σκηνή ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, νικητής και τροπαιούχος. Και να διηγηθεί τα κατορθώματα των Αργείων. Οι θεατές καταλαβαίνουν έτσι ότι τα σήματα δεν αφορούσαν το πάρσιμο της Τροίας αλλά την άφιξη του βασιλιά. Η Κλυταιμνήστρα τον καλωσορίζει με χίλια γλυκόλογα: «Για μια γυναίκα, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από την επιστροφή του άντρα της». Στον χορό των γερόντων όμως κάτι εξακολουθεί να μην πηγαίνει καλά. Ο Αγαμέμνονας μπαίνει στο παλάτι πατώντας σε πορφύρες που έστρωσαν οι δούλες, με διαταγή της βασίλισσας. Έξω, μένει η Κασσάνδρα, λάφυρο του πολέμου αλλά και ερωμένη που είχε κιόλας αποκτήσει δυο νόθα παιδιά του βασιλιά.
Η Κασσάνδρα, ήταν η πανέμορφη κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης και δίδυμη αδελφή του Έλενου.
Ο θεός Απόλλων έδωσε στην Κασσάνδρα το χάρισμα της μαντικής και ζήτησε τον έρωτά της ως αντάλλαγμα. Η Κασσάνδρα όμως αρνήθηκε. Τότε ο θεός την εκδικήθηκε δίνοντάς της την κατάρα του να μην πιστεύει κανείς τις προφητείες της. Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς.
Όταν οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων Τρώων , η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. Στον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου αυτό συνιστά μια βασική αιτία του εγκλήματος της Κλυταιμνήστρας, καθώς ξεσηκώθηκε η ζήλεια της γυναίκας για την ερωμένη και η απέχθεια για τον άνδρα-σύζυγο που ζητά από τη σύζυγο να καλοδεχτεί τη νέα αγαπημένη.
Έξω από το παλάτι λοιπόν κλαίει και οδύρεται η Κασσάνδρα η οποία, σαν μάντισσα που είναι, αρνείται να μπει και περιγράφει, τι γίνεται μέσα εκεί. Προφητεύει την δολοφονία του Αγαμέμνονα σα να παρακολουθεί το φονικό με τα ίδια της τα μάτια. Οι κραυγές του βασιλιά επιβεβαιώνουν το όραμά της.
Η Κλυταιμνήστρα που καλοδέχτηκε τον άντρα της, του ετοίμασε το λουτρό να κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα. Το αποτέλεσμα ήταν ο Αγαμέμνονας, που είχε επιζήσει πολεμώντας δέκα χρόνια στα μέτωπα, να βρει άδοξο τέλος στο λουτρό του από τα χέρια του παράνομου ζευγαριού. Οι δολοφόνοι σκότωσαν επίσης και την ανυπεράσπιστη Κασσάνδρα καθώς και τα ανήλικα παιδιά της.
Στην εκδοχή του Αισχύλου, η ίδια η Κλυταιμνήστρα βγαίνει στη σκηνή και υπερηφανεύεται ότι τον σκότωσε: Τον τύλιξε σε ένα δίχτυ και του κατάφερε δυο χτυπήματα. Οι στάλες από το αίμα του Αγαμέμνονα έπεσαν πάνω της σαν δροσιά το καλοκαίρι. Κι ο Αίγισθος έρχεται δίπλα της, ευτυχισμένος για το γι’ αυτούς αίσιο τέλος. Ο χορός των γερόντων ξέρει τώρα πια τι ήταν εκείνο που τους βασάνιζε και δεν ήθελαν να χαρούν την νίκη στην Τροία και την επιστροφή του βασιλιά. Ήταν ακριβώς εκείνο το αδιόρατο προαίσθημα για τα τραγικά γεγονότα που θα επακολουθούσαν. Αγαπούσαν τον βασιλιά και δεν ανέχονται τον σφετεριστή. Τον αποκαλούν δειλό που έβαλε μια γυναίκα να κάνει το φονικό. Ο Αίγισθος απειλεί να τους σκοτώσει, καλώντας τους φρουρούς. Τον συγκρατεί η Κλυταιμνήστρα. Ο χορός ελπίζει να επιστρέψει ο Ορέστης και να αποκαταστήσει τα πράγματα. Στον Αίγισθο λέει: «Κόμπαζε σαν κόκορας πλάι στην κότα». Η Κλυταιμνήστρα τον καθησυχάζει: «Εγώ και συ θα κυβερνούμε σε τούτο το παλάτι». Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Ορέστης …
LECTURES BUREAU