15.9.24

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ συνέντευξη - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ : "Η ποίηση είναι μια κατάσταση που βγάζει τον άνθρωπο από την ύπαρξη και τον απογειώνει". GALLERY

Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα, έχει σπουδάσει Φυσική και Ιστορία & Φιλοσοφία της Επιστήμης, κι εργάζεται, ως Φυσικός, σε φροντιστήρια. 
Για χρόνια υπήρξε συγγραφέας βιβλίων Φυσικής στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με πεζά κείμενα μπονζάι, και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα Οικογενειακή Ρίζα 70. Ποιήματά του, διηγήματα και αναγνωστικά σημειώματα δημοσιεύονται κατά καιρούς σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. 
Ταγμένος στην επιστήμη του, στα γράμματα και τον πολιτισμό, ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, είναι πρώτα από όλα άνθρωπος. Ευγενικός, με αισθητική. Γράφει, και ό,τι γράφει είναι ο εαυτός του, "επομένως μοιραία περιέχει εμένα σε δεδομένες χρονικές στιγμές", δηλώνει στη συνέντευξή του και ισχυρίζεται πως, 
"όταν γράφεις κάτι (ή για κάτι) πρέπει να το κάνεις μοναδικά: να βρίσκεις την ψίχα του (ή την ψυχή του)· αν το κάνεις με ειλικρίνεια το αποτέλεσμα σου δίνει μια χαρά ανείπωτη. 
Την ίδια χαρά θέλεις να εισπράξει κι ο αναγνώστης όταν το μοιράζεσαι".
Έχουν γράψει πως ο 
Λουκόπουλος "εντάσσει το ανεξήγητο στην καθημερινότητα και προσδίδει στο φανταστικό εσωτερική αληθοφάνεια, εξανθρωπίζει την ιστορία, της δίνει βιωματικό και συναισθηματικό υπόστρωμα, την καθιστά οικεία, την μετατρέπει σε ατμόσφαιρα και αίσθηση"...Αυτό είναι η ποίησή του και ευθαρσώς ομολογεί πως "Η ποίηση, είναι επιδίωξή του".  
Επιμέλεια:
Θεοχάρης Μπικηρόπουλος
Συγγραφέας -Blogger

1. Πως ξεκίνησε το συγγραφικό/εκδοτικό σας ταξίδι;
Διάβαζα πολύ, από μικρός, ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Στο γυμνάσιο άρχισα να διαβάζω ποίηση και στη συνέχεια δοκίμασα να γράψω και ο ίδιος (ποιήματα και πάλι). 

Πρώτη (σοβαρή) δημοσίευση με δύο μικροδιηγήματα στο περιοδικό Πολιτιστική (1984) που το έβγαζε ο Αντώνης Στεμνής και ήταν η Σώτη Τριανταφύλλου στη συντακτική επιτροπή. 
Δεύτερη σοβαρή συμμετοχή σε ένα διαγωνισμό του περιοδικού Ρεύματα (πρόδρομο των τωρινών Δεκάτων) που το έβγαζε ο Ντίνος Σιώτης τη δεκαετία του ’90. 
Τα δέκα καλύτερα βγήκαν από τον Καστανιώτη σε έναν τόμο με τίτλο Η τέχνη του γράφειν. Τίτλος του διηγήματος: Μέσα στο σπίτι υπάρχουν κι άλλα θηλυκά. Στον ίδιο τόμο: Αμάντα Μιχαλοπούλου (που πήρε το βραβείο), Νίκος Παναγιωτόπουλος, Μπελίκα Κουμπαρέλη, Κώστας Ζωτόπουλος κλπ. Προλόγισε ο Μένης Κουμανταρέας. Βραβεία στην Πινακοθήκη από την τότε υπουργό πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη. 
Στη συνέχεια, ως το 2011, ασχολήθηκα αποκλειστικά με τη διδασκαλία της Φυσικής. Γύρω στο 2000, μαζί με δυο καλούς συνάδελφους συγγράψαμε μέσα σε μια τριετία έξι βοηθήματα Φυσικής Γ΄ λυκείου που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

2. Tι σας εμπνέει;
Τα πάντα: από μια εικόνα, ένα έργο τέχνης, μια ταινία, ένα χαμόγελο, ένα περιστατικό που συμβαίνει στο δρόμο, έναν άνθρωπο (ή τη ζωή του και τους αγώνες του) μέχρι την αστροφυσική και τη μηχανική των ρευστών.

3. Γιατί αυτό που γράφετε θέλετε να το μοιραστείτε με τον κόσμο;
Όταν γράφεις κάτι (η για κάτι) πρέπει να το κάνεις μοναδικά: να βρίσκεις την ψίχα του (ή την ψυχή του)· αν το κάνεις με ειλικρίνεια το αποτέλεσμα σου δίνει μια χαρά ανείπωτη. 
Την ίδια χαρά θέλεις να εισπράξει κι ο αναγνώστης όταν το μοιράζεσαι. Βέβαια αυτή δε θα είναι ακριβώς ίδια χαρά με τη δική σου, διότι ο καθένας μας διαβάζει και προσλαμβάνει τον κόσμο του, άρα και τα βιβλία, με το δικό του τρόπο.

4. O Charles Baudelaire, σε μία περίοδο που τα όρια της λογοτεχνίας και της ποίησης ήταν συγκεχυμένα, είχε γράψει «Να είσαι ποιητής, ακόμη και στον πεζό λόγο». Στη σημερινή εποχή, υπάρχουν όρια ανάμεσα στην ποίηση και στην πεζογραφία;

Εγώ, θα το πάω λίγο παραπέρα: μια λογοτεχνία που δεν περιλαμβάνει (και δεν εκκινεί από) την ποίηση είναι εξ αρχής παραλογοτεχνία και δεν αξίζει να διαβαστεί. Η ποίηση δεν είναι μόνο φόρμα, ρίμες, στίχοι, ίαμβοι, είναι μια κατάσταση που βγάζει τον άνθρωπο από την ύπαρξη και τον απογειώνει.

5. Πού σας βρίσκει η ποίηση;

Ας απαντήσω χαριτολογώντας καθώς αυτή η «συνθήκη» διαχέεται παντού και πάντα: στην πράξη στερείται χωροχρονικού στίγματος επομένως δεν νομιμοποιείται το πού (ούτε και το πότε) άρα δε νομιμοποιείται η ερώτηση (που είναι έτσι κι αλλιώς ρητορική, παρότι ιντριγκαδόρικη και πηγάζει από τον πιασάρικο τίτλο της συλλογής του Τίτου Πατρίκιου). Το ίδιο ισχύει και για την απάντηση. Δε νομιμοποιείται κι αυτή.
   


6. Μιλήστε μας για την τελευταία σας έκδοση.

Είναι το πεζογράφημα "Οικογενειακή ρίζα 70", εκδόσεις Έναστρον, 2023, τριάντα τρεις μικροϊστορίες με ήρωες τους κατοίκους ενός χωριού της ορεινής Φωκίδας που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς συγγένειας και μοιράζονται κάποιες υπερφυσικές ικανότητες. Το βιβλίο διατρέχει τους χρόνους και τους τόπους (από τα τέλη του 19ου αιώνα στη Φωκίδα τερματίζει στη Νέα Υόρκη το 2019) και πλάι στους ήρωες κινούνται αληθινά πρόσωπα (η μουσικολόγος Μέλπω Μερλιέ, ο συνονόματος λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος, η ρεμπέτισσα Μαρίκα Παπαγκίκα κλπ) ενώ ταυτόχρονα συμβαίνουν διάφορα κοσμοϊστορικά γεγονότα (οι Βαλκανικοί, η Μικρασιατική καταστροφή, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η γένεση του ρεμπέτικου, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική, το αντάρτικο). Η ποίηση, όπως είπαμε και πριν, είναι επιδίωξή μου και σε τούτο το πεζογράφημα που πατάει στα χνάρια του μαγικού ρεαλισμού.
   

7. Τι πιστεύετε ότι αποκομίζει από το βιβλίο σας ο αναγνώστης;

Απ’ όσο συζητώ με αναγνώστες: άλλος βλέπει τη ζωή ως έχει, με τα σοβαρά και τα αστεία της, άλλος βλέπει το αμετάκλητο του θανάτου. Σίγουρα, επειδή παρουσιάζεται ένας αιώνας με έκκεντρο τρόπο (αυτό ήταν και στις προθέσεις μου), προτρέπει προς τα ιστορικά στοιχεία και προσφέρει μια ευκαιρία για έρευνα. Αλλά κυρίως θέλω να πιστεύω ότι ο αναγνώστης εισπράττει μια ποιητική ατμόσφαιρα που τον ωθεί να ανατρέξει στον εαυτό του. 
Η αναγνωστική απόλαυση είναι μια ματιά στον καθρέφτη άλλωστε. 
Καθένας διαβάζει τον εαυτό του.

8. Τα έργα σας, αποτυπώνουν –και- την εποχή τους, (την περίοδο της δημιουργίας)
;

Ό,τι γράφω είναι το νέφος μου δηλαδή ο εαυτός μου, επομένως μοιραία περιέχει εμένα σε δεδομένες χρονικές στιγμές και μόνο εμένα. Ο χρόνος είναι κι αυτός προϊόν πρόσληψης για τον καθένα μας, όπως και ολόκληρη η πραγματικότητά μας. Την αντικειμενική δημοσιογραφική καταγραφή (την περίοδο, την εποχή) με όρους ρεαλιστικούς πρέπει να την καταγράφουν οι δημοσιογράφοι. Ο συγγραφέας μοιραία περιλαμβάνει στο έργο του την υποκειμενικότητα του εαυτού του. Αυτά που βλέπει ή που ο ήρωάς του βλέπει και αφηγείται είναι συνεκδοχές του Εγώ.

9. «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε», είπε ο Πωλ Βαλερύ. Η ποίηση που «δεν καταλαβαίνουμε» ποιους αφορά;

Να πω ποιους δεν αφορά: Άμα δεν την «καταλαβαίνουμε» δεν αφορά εμάς. Πιο κει μπορεί να βρεθεί κανένας άλλος να τον αφορά, ποιος ξέρει;

10. Τα τελευταία χρόνια, με όσα ζούμε, έχετε επηρεαστεί στη σκέψη;


Είμαι αφοσιωμένος εμπειριστής υπό την έννοια ότι ολόκληρο το σύμπαν μας χτίζεται διαρκώς γύρω από την εμπειρία, είναι αυτονόητο επομένως ότι όσα ζούμε διαμορφώνουν τη σκέψη μας.
    

11. Επηρέασε την πολιτική σας σκέψη; Έχετε αναθεωρήσει κάτι σε σχέση με τις πολιτικές πεποιθήσεις σας;

Απαντώ όπως πιο πάνω: κάθε μέρα είμαστε διαφορετικοί. Αν λέμε ότι δεν είμαστε κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Η ποιότητά μας πάντως, το αξιακό μας σύστημα, η ηθική μας, είναι συστατικό της προσωπικότητάς μας και δεν αλλάζει όσα μαθήματα κι αν εισπράττουμε κατά η διάρκεια της ενήλικης ζωής μας. Σίγουρα μαθαίνεις τις αιτίες, τις αφορμές, τον τρόπο που δουλεύουν τα πράγματα, αλλά δεν παύεις να συγκινείσαι και να θυμώνεις με τη γενοκτονία, τη φτώχια, την ταξική διάκριση, την αδικία, με τον τρόπο που το έκανες όταν ήσουν έφηβος. Αν λένε κάποιοι πως άλλαξαν με τέτοιο τρόπο, ώστε δηλαδή όλα τούτα τα άδικα να εκπορεύονται πλέον εξ αυτών ενώ στο παρελθόν τα υπέμεναν, ουδέποτε είχαν αυτήν την ποιότητα που νοσταλγούν.

12. Ποιο θεωρείτε ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι συνάνθρωποί σας, οι φίλοι, οι γείτονές σας;

Ανθρώπινες σχέσεις, οικονομική ανέχεια, αίσθηση της φθοράς, αρρώστια, εξαθλίωση, ο φόβος του θανάτου. Η πρόσληψη της βίας, ο πόλεμος, τα προσφυγικά ρεύματα. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

13. Με ποιον/ποια πολιτικό θα θέλατε να βγείτε για φαγητό ή ποτό και θα θέλατε να του/της πείτε όλα όσα πιστεύετε ότι πρέπει να ακούσει ένας πολιτικός;

Δεν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο εν ζωή.

14. Πως «ονειρεύεστε» το συγγραφικό σας μέλλον; Τι θα θέλατε να σας συμβεί;

Θέλω να προλάβω να ελευθερώσω όσο περιεχόμενο θεωρώ ότι μου «παραδόθηκε» και αξίζει – κατά τη γνώμη μου - να διαβαστεί. Δε θέλω σε καμία περίπτωση να υπερβώ το «αξιόμαχο». Αν δεν έχω αλλά να πω να σιωπήσω.
      

15. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες και ποιοι ξένοι συγγραφείς και ποια βιβλία τους είναι τα αγαπημένα σας;

Δυναμική ερώτηση – εν εξελίξει- που δεν έχει μόνιμη απάντηση. Λέω μερικά ονόματα μόνο ποιητές Έλληνες: 
Καρυωτάκης , Λαπαθιώτης, Πολυδούρη, Τάκης Σινόπουλος, Γκόρπας, Τραϊανός, Λάγιος, Σαχτούρης, Καρούζος, Κατσαρός, Παυλόπουλος, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Μπράβος, Κακναβάτος, Κλαρίς Λισπέκτορ, Ίνγκεμποργκ Μπάκμαν, Σάρα Κέιν, Γκέοργκ Τρακλ, Τσέλαν, Ζέμπαλντ, Μπολάνιο, Γιόζεφ Ροτ, Χάνεκε, Μορίς Μπλανσό, Ουελμπέκ, Μισέλ Τουρνιέ κλπ. Δεν τελειώνει…

16. Ποια βιβλία διαβάσατε τελευταία;

George Saunders -
Liberation Day

Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος -
Ο θησαυρός των αηδονιών

Ζέμπαλντ - Η Φυσική Ιστορία της Καταστροφής

17. Mε ποιους Έλληνες και ξένους λογοτέχνες θα θέλατε σε μια νυχτερινή έξοδο να βγείτε παρέα μαζί;

Με τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Όσιαν Βουόνγκ.

18. Τι φοβάστε πιο πολύ από όλα σαν άνθρωπος;

Φοβάμαι όχι το τέλος, αλλά τον φόβο του τέλους.

19. Τι σας γεμίζει πιο πολύ: η τέχνη, η φιλοσοφία, ο χριστιανισμός, η μουσική, ο έρωτας; Κάτι άλλο;   

Δίνω ορισμούς κι ας εξαχθούν συμπεράσματα.

Η Τέχνη είναι ολόκληρη η ζωή μας.

Η Φιλοσοφία είναι η κομπορρημοσύνη μας, προϊόν αναίδειας και έπαρσης. Απαραίτητη παρόλα αυτά για να καταδεικνύει το μέγεθος της άγνοιάς μας.

Ο Χριστιανισμός, δηλαδή γενικότερα η θρησκευτική πίστη, είναι κάτι που το θαυμάζω αλλά που δεν το αντιλαμβάνομαι, δεν το κατανοώ.

Η Μουσική παίζει όλη μέρα στο κεφάλι μου, είτε παίζει είτε δεν παίζει.

Ο Έρωτας είναι αυτό που μένει όταν ο άνθρωπος σιγά σιγά ελευθερώνεται από το κορμί του ή αντίθετα όταν σιγά σιγά φυλακίζεται από αυτό.
    



20. Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προτέρημα ενός άντρα;

Δυο έμφυλα ερωτήματα, ας απαντήσω έμφυλα κι εγώ.
Για τον άντρα: Να μη μετράει καθημερινά το μήκος του για να επιβεβαιώσει το βάθος του. Στην πράξη και το μήκος και το βάθος είναι ορισμοί της απόστασης από μιαν αρχή συντεταγμένων. Επομένως το θέμα είναι το που τοποθετεί ο καθένας την αρχή του.

21. Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προτέρημα σε μια γυναίκα;

Η συνειδητοποίηση της απέραντης δύναμής της σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από το αντρικό φύλλο. Καμιά γυναίκα που αντιλαμβάνεται αυτή τη δύναμη δε θα επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της να γίνει θύμα κανενός.

22. Τι εκτιμάτε περισσότερο στους φίλους σας;


Φίλοι είναι όσοι νοιάζονται, σε σκέφτονται, σε καμαρώνουν. 
Παίρνουν τηλέφωνο να ρωτήσουν πώς πας.
Οι φίλοι είναι γονείς, όχι αδέρφια. 
Η πραγματική φιλία είναι ανιδιοτελής και ολοκληρωτική. Και εξαιρετικά σπάνια.

23. Τι σημαίνει για εσάς ευτυχία;


Μια ιδανική συνθήκη ευτυχίας είναι όταν βρίσκεσαι κάπου ελεύθερος στο χρόνο με τις σκέψεις σου. Να μην αποσπάσαι, να μη διώκεσαι από μαύρες σκέψεις, τύψεις, ερινύες, ενοχές, αμφιβολίες. 
Θα το θέσω κι αλλιώς. 
Η δυστυχία μας είναι οι άλλοι. Πάντα οι συναναστροφές – και όχι οι φιλίες - αυτό επιζητούν και για αυτό επιχαίρουν: να σε καταβροχθίσουν. 
Επομένως η μοναξιά είναι πολύ κοντά στην ευτυχία. Εννοείται ότι σε αυτή τη μοναξιά συμπεριλαμβάνεται κι ο άνθρωπός σου και οι αγαπημένοι σου. Μια παρεΐστικη μοναξιά επομένως που επιτρέπει τις αναπνοές του νου δίχως τη φόρτιση της κοινωνικότητας.   
24. Τι απεχθάνεστε περισσότερο;


Τη μετριότητα που πουλάει εαυτόν ως αριστεία βρίζοντας ταυτοχρόνως τους άριστους για να πουλήσει προοδευτισμό.

25. Τι είναι η ποίηση/λογοτεχνία για εσάς;

Η τέχνη γενικά είναι ένα καταφύγιο, ένας προορισμός. Η ποίηση είναι και ξόρκι καμιά φορά, αλλάζεις επίπεδο ύπαρξης, αλλάζεις διαστάσεις.

26. Το προσωπικό σας απόφθεγμα;...

Και μες την τέχνη πάλι ξεκουράζομαι από την δούλεψή της.

Θέλουμε να χαρίσετε στους αναγνώστες του «OlymposVoice» ένα απόσπασμα (ή ποίημα) από το βιβλίο σας.
     


Από την Οικογενειακή Ρίζα 70, εκδόσεις Έναστρον 2023:

ΑΙ ΣΚΙΑΙ ΤΟΥ ΑΔΟΥ[1]

Ο παπά-Σταύρος Φιλίππου Καλογερής (θείος του Δαλάσου) παρέμεινε στη ρίζα του, την οικογενειακή ρίζα 70, παντρεύτηκε τη Γιαννούλα Ζωγράφου από το Δώρι, και το ζεύγος απέκτησε πέντε παιδιά: τον Φίλιππο, τη Μυρσίνη, τη Ζαχαρούλα, την Ανθούλα και τον Κωνσταντίνο. Όμως ο Σταύρος, πριν ακόμα χειροτονηθεί, δούλεψε για χρόνια πετράς, χτίστης και πλακάς. Έμαθε την τέχνη σ’ έναν ηπειρώτη γεφυροποιό που ’χε διαφύγει στο νότο μπας και δει θεού πρόσωπο, επειδή όχι μόνο τού κράταγαν οι Τούρκοι τα μισά φράγκα σε κάθε δουλειά, αλλά και δε φτούραγαν πια τα γεφύρια: όσα ήταν να χτιστούν, είχαν χτιστεί. 
Πήρε τον Σταύρο στη δούλεψή του σχεδόν παιδί, αφού πρώτα τον ρώτησε αν άντεχε το αγιάζι. Έφτιαχναν μάντρες σε ξωκλήσια, σε υποστατικά και σε σχολεία, και δούλευαν χειμώνα. 
Σε κάθε μάντρα, ο Ηπειρώτης τού ’δινε πάντα το βορινό πλάτωμα. Στην αρχή τον έβαλε παραπαίδι μαζί με τρεις τεχνίτες, μα γρήγορα τον προήγαγε σε μάστορα, καθώς ο Σταύρος είχε δείξει πως ήταν ικανός. Με τον καιρό, ανέπτυξε τη μέθοδό του που την τηρούσε ευλαβικά: απόθετε στο έδαφος το συναξάρι του με Άπαντα τα Ασκητικά του Αβά Ισαάκ του Σύρου και διάφορα άγραφα τεφτέρια και κάρβουνα λεπτά σαν φρύγανα από οξιά, κι αφού σταύρωνε και διάβαζε μια ευχή, καθόταν οκλαδόν κι έφτιαχνε πρώτα στο χαρτί ένα σκαρίφημα της κατασκευής με κάνναβο για οδηγό. 
Έπειτα συγκέντρωνε όλα τα σύνεργα: βαριοπούλες, καλέμια, νήματα της στάθμης κ.λπ. Έχτιζε με φλοίδες κι αποξέσματα από τα σφυριά και δε χρησιμοποιούσε καθόλου συναρμό, μήτε πλίθρες ή πηλούς – μια δική του εκδοχή ξερολιθιάς. Σαν ξέμενε το αφεντικό του από πέτρα, τους έστελνε με μουλάρια στα γκρεμισμένα των χωριών της μεθορίου, να χαλάσουν παλιές μάντρες για πρώτη ύλη. Εκεί, συχνά έβρισκαν, ενσωματωμένες στην τοιχοποιία, μυλόπετρες σπασμένες ή ανέπαφες απ' τους αρχαίους οικισμούς που είχαν προϋπάρξει των χωριών κι ήταν γεμάτοι μύλους. Εκείνες δεν τις έσπαγαν ποτέ περαιτέρω, ούτε τις χρησιμοποιούσαν στη λιθοδομή, σαν από σεβασμό προς τη ζωή που είχαν ζήσει με άλλη ιδιότητα. Το Γενάρη του χίλια οκτακόσια ογδόντα εννέα, κι ενώ, εκμεταλλευόμενοι τις αλκυονίδες, έχτιζαν τον περίβολο στο ξωκλήσι των Αγίων Πάντων στην Παναγιά την Προυσιώτισσα –για να μην μπαίνουν τ’ αγρίμια και μακελεύουν τα κουνέλια και τα κοτέτσια των μοναχών–, ένας δραγουμάνος τούς έφερε απ’ την Ήπειρο ένα παιδί αμούστακο σχεδόν που το ’χαν οι Τούρκοι με διάταγμα επικηρυγμένο, να το φυλάξουν για ένα βράδυ. Λιανός, τόσος δα, μα το μαλλί του ήταν πυκνό σαν χρονίτικο τραγί, κι είχε στην πατατούκα του μιαν αρμαθιά χαρτιά δεμένα σε γουρουνοτόμαρο. Τον τάισαν αβγόπιτα, τσιγαρήθρες και ζοχούς, και τον τράταραν να φουμάρει, μα εκείνος δε νογούσε πώς· και καθώς έπεφτε η νύχτα κι έγερναν για ύπνο οι περισσότεροι κάτω απ’ τις λινάτσες, εκείνος πλησίασε τον Σταύρο, που διάβαζε στη φωτιά, και τον ρώτησε για το συναξάρι. Ποιητής, είπε, ήταν ο ίδιος, ποιητής των λέξεων, μα κι εκείνοι ποιητές ήταν, εφόσον έφτιαχναν ποιήματα απ’ τους βράχους. Νά! Γιά άκου! λέει του Σταύρου κι αρχίζει να του διαβάζει ψιθυριστά από τα χαρτιά του στο φως της θράκας, ενώ διαστέλλονταν οι κόρες των ματιών του:

« Κυττάζω τον κατήφορο.
Βαθειά, βαθειά στόν πάτο
της γης, μέσα στα Τάρταρα
απλώνονταν αντάρα.
Κι όλο μαυρίλα φαίνονταν,
τι φρίκη! . . . τι τρομάρα! . . .
Και μια βοή —σαν ποταμού—
ακούω εκεί κάτω.»
Ο Σταύρος, που έφερε τα χαρακτηριστικά του γένους Καλογερή, δεν είχε αποφύγει, κάποιες φορές, τις επισκέψεις απ’ τις ψυχές που στα τυφλά συναγελάζονται, λαχταρώντας μιαν αφορμή προς τον απάνω κόσμο. Καθώς, λοιπόν, απήγγελλε το παιδί, του φάνηκε πως έβλεπε τον εκ μητρός πάππο του, Κωστάκη Λαδά, που ’χε υπάρξει σιδεράς και πεταλωτής ξακουστός σε όλα τα χωριά γύρω απ’ τα Σάλωνα, να ξεπροβάλλει απ’ τον εγγύτερό τους Πύργο τού Καραϊσκάκη, καβάλα σε μια κοκκινότριχη φοράδα (στο χρώμα του πυράκανθου). Τόσο προεξείχε ο πρόβολος απ’ το καλπάκι του ώστε η σκιά κάλυπτε τα γένια, όμως στο μέτωπό του έλαμπε χαραγμένο ένα κατακόκκινο σημάδι, σαν σταυρουδάκι βαφτιστικό. Καθώς σίμωναν με γοργό τριποδισμό, και στο λαιμό του αλόγου του λαμπύριζε ιδρώς, φάνηκε κι ένα όρνεο που ήταν γαντζωμένο στον ώμο του και τρανταζόταν κι έκρωζε. Μα όσο κι αν έτρεχαν, άλογο κι αναβάτης και όρνεο, τόσο πιο ακίνητοι έμοιαζαν (καθώς του κάτω κόσμου η Ξερολιθιά δεν τους επέτρεπε το διάβα). Ξάφνου, το όρνεο σηκώθηκε δίχως να πετάει, κι ήρθε και κάθισε αμίλητο στον ώμο του ποιητή Κώστα Κρουστάλλη, καθώς είπε πως τον έλεγαν. 
Ο Σταύρος δεν έβγαλε τσιμουδιά, παρότι του ’χε σηκωθεί η τρίχα σαν αγριόχορτο στο ξεροβόρι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά του φάνηκε πια αυτονόητο πως θα ’πρεπε σύντομα να ντυθεί το σχήμα.

[1] Η πρωτόλεια ποιητική συλλογή του Κώστα Κρυστάλλη. Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, στο αφιέρωμα στον Κώστα Κρυστάλλη σε επιμέλεια Ευάγγελου Αυδίκου, τ. 1886, Μάρτιος του 2021.
  






GALLERY 
  






















  




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα, έχει σπουδάσει Φυσική και Ιστορία & Φιλοσοφία της Επιστήμης, κι εργάζεται, ως Φυσικός, σε φροντιστήρια. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με πεζά κείμενα μπονζάι, και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα Οικογενειακή Ρίζα 70. Ποιήματά του, διηγήματα και αναγνωστικά σημειώματα δημοσιεύονται κατά καιρούς σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Για χρόνια υπήρξε συγγραφέας βιβλίων Φυσικής στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον.

Διατηρεί το ιστολόγιο: «Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας» (https://loukopk.wordpress.com)


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙ – ποιήματα – Μικρές Εκδόσεις – 2018 – Έναστρον 2020 (β)

ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ – μικροκείμενα και διηγήματα μπονζάι – Έναστρον – 2018

ΕΝΥΠΝΙΑ ΤΑ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ – ποιήματα – Έναστρον – 2020

ΓΕΝΟΣΗΜΑ - 278 πεζά ποιήματα – εκδόσεις ΑΩ – 2021

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 70 – μυθιστόρημα - Έναστρον 2023