«Πως ήταν το ξανθό;» ρώτησε για την Ταμάρα ο Ορέστης, που τη «βλεφάριζε» δίπλα στη μπάρα. Μ΄ αρέσει αυτή. Να την πάρω;»
«Καλή είναι..»
«Καλή, δεν τη θέλω… Τούρμπο θέλω να είναι…!»
«Έλα που το παίζεις και δύσκολος!!!…» σχολίασε αδιάφορα.
«Αν δεν είχα το χρήμα, αυτές οι κούκλες, αυτές οι όμορφες γυναίκες ούτε θα γύριζαν να με κοιτάξουν. Τώρα όμως έχω όποια θέλω. Και θέλω τις πιο όμορφες. Όλες τις όμορφες… Αυτή είναι μια μεγάλη κατάκτηση… Με το χρήμα όλα αγοράζονται. Όλες έχουν την τιμή τους…»
«Μπράβο ρε μάγκα… μπράβο αδερφέ μου… Όλες δικές σου, χαλάλι σου…»
«Και όποια δεν αγοράζεται με 1000 ευρώ αγοράζεται με 2000…»
«Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι γυναίκες σήμερα είναι όμορφες… Κούκλες. Επιθύμησα να δω μια γυναίκα άσχημη και να αναζητώ να της βρω κάτι να με τραβάει. Γιατί στις άσχημες γυναίκες ο θεός δίνει κάτι, που τις κάνει περιζήτητες. Περισσότερο ποθητές από τις όμορφες…»
«Τι ακούω θε μου. Τον έφερα μες τα μοντέλα και θέλει άσχημες!!!Ώρες- ώρες δε σε καταλαβαίνω.»
«Τι να σου εξηγώ τώρα… Καμιά γυναίκα δεν είναι άσχημη. Δεν καταλαβαίνεις τι λέω. Λοιπόν, άκου: έχω τριάντα τρεις χιλιάδες. Τα είκοσι χιλιάρικα τα δικά σου, θέλεις να στα δώσω τώρα που τα έχω ή να τα ξαναπαίξω;»
«Τι δικά μου και δικά σου λες… Παίξτα… Όλα ή τίποτα…»
«Θα ΄ρθείς μαζί μου;»
«Θα κάνω ντους και θα ξαπλώσω… Πήγαινε να τινάξεις την μπάνκα στον αέρα και να μου φέρεις λεφτά.»
Ξεκίνησε με ζαριές στη γωνία της μπαρμπουτιέρας....
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα BLACK PEARL του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου, εκδόσεις ΜΑΤΙ.