Στην αρχαιότητα ο Κρότων, η επιφανής δωρική αποικία στην Μεγάλη Ελλάδα, φημιζόταν για τους γιατρούς που έβγαζε. Τέτοιος σπουδαίος γιατρός ήταν και ο Δημοκήδης. Επειδή όμως ερχόταν συνεχώς σε σύγκρουση με τον πατέρα του τον Καλλιφώντα, άνθρωπο ευέξαπτο και τυραννικό, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Αίγινα, όπου και εγκαταστάθηκε. Μολονότι δεν είχε πάρει μαζί του τα απαραίτητα ιατρικά εργαλεία και όργανα, ξεπέρασε όλους τους άλλους γιατρούς, και τον επόμενο χρόνο αναδείχθηκε σε κρατικό, τρόπον τινά, γιατρό με ετήσια αμοιβή ενός ταλάντου, πολύ μεγάλου ποσού εκείνη την εποχή.
Η φήμη του απλώθηκε πολύ, και τον επόμενο χρόνο τον προσέλαβαν οι Αθηναίοι δίνοντας του αμοιβή εκατό μνες. Αλλά και στην Αθήνα δεν έμεινε πολύ, γιατί ο Πολυκράτης ο τύραννος της Σάμου, τον κάλεσε κοντά του δίνοντάς του την ηγεμονική αμοιβή των δύο ταλάντων. Έτσι ο Δημοκήδης εγκαταστάθηκε στη Σάμο, συνδέθηκε στενά με τον Πολυκράτη και τον συνόδεψε στη μοιραία παγίδα που του έστησε ο Ορσίτης, μετά δε τη σύλληψη και θανάτωση του προστάτη του, έμεινε με τα άλλα μέλη της συνοδείας, σκλάβος των Περσών.
Τότε όμως συνέβη στον Δαρείο, τον Μέγα Βασιλέα, ένα ατύχημα. Έπεσε από το άλογό του και στραμπούλιξε άσχημα το πόδι του, σε σημείο που ο αστράγαλός του να βγει από τη θέση του. Οι αυλικοί του ζήτησαν τη βοήθεια Αιγυπτίων γιατρών, που ήταν τότε οι πιο ονομαστοί, αλλά εκείνοι προσπαθώντας με απότομες στρεβλώσεις του ποδιού να το επαναφέρουν στη θέση του, έκαναν το κακό ακόμα χειρότερο. Εφτά μερόνυχτα ο Δαρείος δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τους δυνατούς πόνους και βρισκόταν σε ελεεινή κατάσταση, όταν κάποιος έμαθε πως ανάμεσα στους σκλαβωμένους της ακολουθίας του Πολυκράτη βρισκόταν και ένας σπουδαίος γιατρός. Τον αναζήτησαν, τον βρήκαν και τον οδήγησαν, έτσι όπως ήταν κουρελιάρης και αλυσοδεμένος, μπροστά στον Μέγα Βασιλέα.
Ο Δημοκήδης στην αρχή αρνήθηκε πως ήταν γιατρός, γιατί φοβήθηκε πως θα τον κρατούσαν για πάντα στα Σούσα, ο Δαρείος όμως, που στο μεταξύ είχε πάρει τις πληροφορίες του, δεν τον πίστεψε και για να τον τρομάξει διέταξε να έρθουν βασανιστές με μαστίγια και περόνες. Τότε ο Δημοκήδης, σα να βρήκε ξαφνικά τον εαυτό του, ομολόγησε πως ναι μεν δεν ήταν γιατρός αλλά ήξερε από ιατρική, γιατί είχε μείνει κοντά σε κάποιον γιατρό και κάτι έμαθε από την τέχνη του.
Ο Δαρείος του ανάθεσε τη θεραπεία του ποδιού του και ο Δημοκήδης, χρησιμοποιώντας ελληνικές αλοιφές και με ήπια μέσα, μαλάξεις και επιθέματα, κατόρθωσε να γιάνει το πόδι του βασιλιά. Κατευχαριστημένος ο μονάρχης του χάρισε δυο ζευγάρια χρυσά πέδικλα και τότε αυτός, αστειευόμενος, τον ρώτησε:
«Τόσο κακό σου έκανα βασιλιά μου γιατρεύοντας το πόδι σου, ώστε να μου το ανταποδώσεις διπλό;»
Ο Δαρείος ευχαριστήθηκε με την κουβέντα του και τον έστειλε, με συνοδεία ευνούχων, στον γυναικωνίτη του να γνωρίσει τις γυναίκες του. Εκείνες, όλο χαρά που έδωσε στο βασιλιά την υγεία του, τον γέμισαν κυριολεκτικά με χρυσάφι, που κάθε μια τους έπαιρνε με μια κούπα από μια κασέλα. Ήταν τόσο πολύ το χρυσάφι, που ο Δημοκήδης φώναξε έναν υπηρέτη, τον Σκίπονα, που επίσης του παραχώρησε ο βασιλιάς, να το βάζει σε ταγάρια.
Ύστερα από αυτό έγινε ομοτράπεζος του Δαρείου και εγκαταστάθηκε στα Σούσα, όπου έχτισε αληθινό μέγαρο. Μεγαλόκαρδος καθώς ήταν, παρακάλεσε τον βασιλιά να χαρίσει τη ζωή στους Αιγύπτιους γιατρούς, τους οποίους, αγανακτισμένος που όχι μόνο δεν τον θεράπευσαν αλλά τον είχαν καταταλαιπωρήσει, είχε διατάξει να ανασκολοπίσουν. Ελευθέρωσε επίσης έναν μάντη από την Ηλεία, που είχε ακολουθήσει τον Πολυκράτη και μετά τη δολοφονία του έμενε παραμελημένος ανάμεσα στους άλλους σκλάβους. Εντούτοις, παρά το ότι περνούσε ζωή και κότα και είχε όλα τα αγαθά στη διάθεσή του, νοσταλγούσε την Ελλάδα και ονειρευόταν να γυρίσει εκεί. Καταλάβαινε όμως πόσο δύσκολο ήταν να πείσει τον Δαρείο να τον αφήσει να φύγει.
Τότε η τύχη τού χαμογέλασε. Ένα νέο περιστατικό μεγάλωσε τη φήμη και το κύρος του Δημοκήδη. Η Άτοσσα, κόρη του Κύρου και γυναίκα του Δαρείου, είχε βγάλει στο στήθος της απόστημα. Στην αρχή ντρεπόταν και το έκρυβε αλλά αυτό με τον καιρό μεγάλωσε, έσπασε και απλώθηκε σε όλο το σώμα της. Τότε φοβήθηκε και κάλεσε τον Δημοκήδη. Αυτός πολύ πρόθυμα υποσχέθηκε να τη θεραπεύσει, την έβαλε όμως προηγουμένως να ορκιστεί, πως για ανταμοιβή θα του έκανε όποια χάρη της ζητούσε, διευκρινίζοντας πως δε θα της ζητούσε πράγματα ατιμωτικά ή ανήθικα.
Η Άτοσσα δέχτηκε, ο Δημοκήδης τη θεράπευσε και τότε της ζήτησε να πείσει τον Δαρείο να τον στείλει, έστω και για μικρό διάστημα στην Ελλάδα. Πραγματικά η Άτοσσα, που συχνά συζητούσε στο κρεβάτι με τον Δαρείο για τις υποθέσεις του κράτους, όταν πληροφορήθηκε τα σχέδιά του να εκστρατεύσει κατά των Σκυθών, τον έπεισε να στείλει προηγουμένως ανθρώπους του στην Ελλάδα, για να πληροφορηθεί τις διαθέσεις των ελληνικών πόλεων και του συνέστησε να βάλει επικεφαλής της αποστολής τον Δημοκήδη.
Ο Δαρείος πείσθηκε, φώναξε τον Δημοκήδη και του ανέθεσε να πάει επικεφαλής πέντε επιφανών Περσών και με μεγάλη συνοδεία στην Ελλάδα, για να εξακριβώσει αν οι Έλληνες θα έμεναν ουδέτεροι όταν θα εκστράτευε κατά της Σκυθίας. Για να τον δοκιμάσει δε, του είπε πως ήταν ελεύθερος να πουλήσει το σπίτι του στα Σούσα και να πάρει μαζί του όσα πολύτιμα σκεύη ή έπιπλα επιθυμούσε. Ο Δημοκήδης όμως δεν έπεσε στην παγίδα και του απάντησε πως δε θα έπαιρνε τίποτα μαζί του, αφού μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του θα επέστρεφε κοντά του.
Έτσι ξεκίνησαν από τη Σιδώνα της Φοινίκης, ο Δημοκήδης με τη συνοδεία του σε δύο τριήρεις και ένα φορτηγό σκάφος με τα εφόδια της αποστολής. Περιέπλευσαν τα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, επισκέφθηκαν πολλές πόλεις και στο τέλος έφτασαν στον Τάραντα της Μεγάλης Ελλάδας, κυβερνήτης του οποίου ήταν ο Αριστοφιλίδης, προσωπικός φίλος του. Ο Δημοκήδης, ξεφεύγοντας από την προσοχή των Περσών, ζήτησε τη βοήθειά του κι αυτός διέταξε να αφαιρεθούν τα πηδάλια των πλοίων και να συλληφθούν οι Πέρσες σαν κατάσκοποι.
Ελεύθερος πια ο Δημοκήδης πήγε στην πατρίδα του τον Κρότωνα, να βρει τους δικούς του, και τότε ο Αριστοφιλίδης ελευθέρωσε τους Πέρσες και τους άφησε να φύγουν. Εκείνοι όμως δε γύρισαν στην Περσία, αλλά πήγαν στον Κρότωνα και βρίσκοντας τον Δημοκήδη στην αγορά, τον έπιασαν και προσπάθησαν να τον πάρουν μαζί τους. Ο Δημοκήδης φυσικά αντιστάθηκε, σε βοήθειά του έτρεξαν πολλοί συμπατριώτες του, που με τα μπαστούνια τους ξυλοφόρτωσαν τους Πέρσες και τους ανάγκασαν να τον αφήσουν και να φύγουν.
Έτσι ο Δημοκήδης επέστρεψε στην πατρίδα του, χωρίς θησαυρούς, αλλά σαν ελεύθερος άνθρωπος, πράγμα που το θεωρούσε πολύ σπουδαιότερο.
Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους
Δημήτρης Σαραντάκος
https://www.lecturesbureau.gr
Εικόνα: https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg2p5VCUK0u0Dt5MkFfXhtIaldZlkOUFXDgjCFhbLIt6AjgYTIU5-c-RDnZYJlQXGRrNy2BiNEPisi64o9lk5TbJvKLEwrJagzj_uBNlBNdCSbpmgk1nyoVVefco9z_9Cen7OhLT91CzBQ/s1600/achilles-healing-patroclus.jpeg