30.8.24

«Τι εννοείς που ξοδεύω εγώ, τα λεφτά μας;» «Εντάξει. Τα λεφτά σου.»

«Που πάνε τα λεφτά και θα καταντήσουμε να τρώμε από το συσσίτιο; Φέτος δεν ψώνισα απολύτως τίποτα σα γυναίκα… Ούτε για το σπίτι, ούτε για το παιδί. Εμείς δεν ξοδεύουμε. Μάλλον αυτός που πρέπει να μας πει τι κάνει και που πάνε τα λεφτά είσαι εσύ...»
Τα μάτια του Ντίνου γυάλισαν, κατάπιε τη μπουκιά του σκούπισε τα χείλη του με την πετσέτα, κέρδισε αναπνοές και δευτερόλεπτα και στράφηκε προς το μέρος της.

«Τι εννοείς που ξοδεύω εγώ, τα λεφτά μας;»
«Εντάξει. Τα λεφτά σου.»
«Δεν εννοώ αυτό. Λεφτά μας, είναι, μια οικογένεια είμαστε. Δεν καταλαβαίνω όμως που το πας.»
«Δεν το πάω πουθενά. Η στάση σου το πάει. Δεν έχω ούτε διάθεση ούτε χρόνο να μαλώσω. Ξέρεις εσύ. Και θέλω να μάθω κι εγώ» απάντησε κοφτά χωρίς να δώσει συνέχεια στα υπονοούμενα που άφηνε, πήρε την τσάντα της και απομακρύνθηκε προς την πόρτα.

Ο Ντίνος έμεινε σύξυλος να κοιτάζει τη φιγούρα της καθώς έφευγε χωρίς να ξέρει πώς να διαχειριστεί το πρόβλημα που ενέσκηψε από το σύντομο διάλογό τους. Μπορεί όλα να πέρασαν εξ απαλών ονύχων, αλλά ο κόμπος πλησίαζε στο χτένι. Έφυγε αφήνοντας πίσω της το θόρυβο της πόρτας.
Πάντα όταν κοιτούσε από πίσω την κορμοστασιά της Αρετής, ένοιωθε τα γόνατα του να τρέμουν. Αυτό που του συνέβαινε ήταν η αυτοεπιβεβαίωσή του, ότι αυτή η γυναίκα ήταν γι΄ αυτόν! Ένοιωθε όπως την πρώτη φορά που την είχε δει.
Του άρεσε πολύ, δεν είχε χάσει τίποτα από τη γοητεία και τον ερωτισμό της.
Είχε περάσει από μπροστά του και στεκόταν με τις πλάτες της γυρισμένες αρκετά λεπτά μέχρι να αδειάσει το σταντ που κάθισε με τις φιλες της και την είδε ολόκληρη την κοίταξε μέχρι που τον είδε και τον κοίταξε αδιάφορα στα μάτια και έπαθε έρωτα!


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα BLACK PEARL του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου, εκδόσεις ΜΑΤΙ.