14.7.24

Γιά ένα καίσι … της καθ’ ημάς βιοποικιλότητας. Του Μάρκου Μπόλαρη

Στην κορφή ψηλά γυάλιζε στο μεσημεριανό φώς του Ιούλη ένα ώριμο καίσι , τα ξέρετε τα καίσια ; , σήμερα στον καιρό της λεξιπενίας, καθώς χάνονται λέξεις , όμορφες λέξεις ξεχάνονται και φτωχαίνει το λεξιλόγιο, φτωχαίνει ο τόπος δηλαδής κι οι ψυχές μας, άλλο είναι φρούτο το καίσι κι άλλο το βερύκοκο, στο Κήπο της Εδέμ που μεγάλωσα , τον μπαχτσέ της γιαγιάς Χρυσούλας, κοριτσόπουλο από την Σμύρνη από την πρώτη προσφυγιά βρέθηκε στη Σαλονίκη κι ύστερα στα Σέρρας, τότες ξεκίνησε η εθνοκάθαρση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, να ξεπατώσουν είχαν βαλθεί τους χριστιανούς, τι περιβόλι , στο Κήπο τούτο η βοτανολογία , η κηπουρική κι η δενδροκομία είχαν τον πρώτο λόγο, κι ο Άγιος Τρύφων των κηπουρών και των αμπελουργών ο προστάτης την μέριμνα, τω όντι ένα περ’βόλι όπου φύονταν όλων των λογιών τα οπωροφόρα δέντρα, αχλαδιές λογιώ λογιώ , ζεντίλια και βουτυράτα και κοντούλες, μηλιές λογιώ λογιώ και φιρικιές, βερυκοκιές και καισιές , κερασιές και βυσινιές, οι πρώτες που καρποφορούσαν κάθε Μάη, δαμασκηνιές ποικιλίες πολλές , ροδακινιές και συκιές, κληματαριές σε κρεβατίνες που σκιάζαν τις αυλές, μουριές αρχαίες ψηλές βαθύσκιωτες και καρυδιές, δεσπολιές και μουσμουλιές, και , στην πηγή του νερού κοντά , δυό δέντρα με λωτούς, που κλείνοντας την καρποφορία της χρονιάς , χρυσάφιζαν με τους λωτούς τις γκρίζες μέρες του χειμώνα , το περιβόλι τ’ ουρανού στ’ αλήθεια, κι εμείς σα τα σπουργίτια , με τα πουλιά αντιμαχόμασταν , ποιός θα πρωτοφτάσει το πρώτο φρούτο που ωρίμαζε, δεν τα ράντισε ποτέ κανείς τούτα τα ευλογημένα δέντρα, τα λίπαινε η αφέντρα με κοπριά από τις αγελάδες, εύοσμοι καρποί και γλυκείς, του Θεού δώρα, κι εμείς με τα σπουργίτια στα κλαριά, με τους μαυροκότσιφους και τις καρδερίνες, κοκκινολαίμηδες στους βάτους και τους σπίνους, να κι η ορνιθολογία μέρος των μαθημάτων, να το κιρκινέζι κι οι κάργες, γεράκια κι οι πελαργοί , σουσουράδες και χελιδόνια, όμως τούτο το καίσι ωρίμαζε στην κορ’φή , τι καίσι , τροφαντό, μα το κλαρί εκεί ψηλά ήταν τόσο λεπτό που δεν μπόργειε κανείς να σκαρφαλώσει να το φτάσει, κρίμα , σκεφτόμασταν , ήταν από τα τελευταία καίσια της χρονιάς, κι ήταν γινωμένο, το λιμπιζόμασταν έτσι χρωματιστό , κάτι περισσότερο από κίτρινο, κάτι λιγότερο από κόκκινο, βερυκοκκί, τι όμορφο , ποιός να το φτάσει, δεν φτάνετε , μόνον εις τέρψιν οφθαλμών, θα πέσει μόνο του όταν ξωριμάσει, μα τότες, χυλός θα γενεί καταγής στο χώμα πέφτοντας από τόσο ύψος , τούτη η καισιά παραδίπλα από το πηγάδι ήταν φυτεμένη, προνομιακά στη δροσιά, ανταπέδιδε με εξαίρετη καρποφορία, όμορφα μεγάλα καίσια, σαρκώδη και εύγευστα, το καλύτερο γλυκό κουταλιού έκανε από αυτά η γιαγιά, τα έβαζε λίγε ώρες πριν τα βράσει σε ασβεστόνερο, θεϊκό γλυκό, μόνον γιά τις επίσημες μέρες, και πώς τάχα νομίζεις τον μεγάλωσα τον πατέρα σου και τ’ αδέρφια του, πώς νομίζεις μπορέσαμε να ζήσουμε όταν χρόνια ο παππούς σου έλειπε στους πολέμους και στ’ αντάρτικα, τούτος ο μπαχτσές, τούτο το περιβόλι, δόξα τω Θεώ, τούτο μας τάισε και μας έθρεψε, μα , τι πρόκληση τούτο το καίσι στην κορυφή, σαν να μας περιπαίζει, φτάσετε με, να μας μισοκλείνει το μάτι, κοροϊδευτικά, δεν μπορείτε, μα τι καίσι αρχοντικό , να θωρεί τον ήλιο ολημερίς κι αυτός με τίς χρυσές ηλιακτίδες του να του μελώνει τους χυμούς, α ! 

Κρίμα, θα μας το φάνε τα πουλιά, είχε σπάσει το κλαδί προχτές της δαμασκηνιάς και βρέθηκα κουτρουβαλώντας καταγής, πέφτοντας από τα τρία - τέσσερα , ποιός ξέρει πόσα, μέτρα, χτύπησα λίγο , μάτωσα, δεν πρόσεξες, μάθημα να σου γενεί, ίσιες κουβέντες η γιαγιά, όχι χαζολογήματα, το θυμόμουν και δεν αψηφούσα να το ξανακάνω , ήταν και το πηγάδι δίπλα , μή πέσω μέσα, ο παππούς έπινε το καφεδάκι , στο διάλειμμα της ξυλογλυπτικής, σκέτο και βραστό, φλιντζανάκι ομορφοσκαλισμένο προρσελάνινο από σμυρνιό σερβίτσι, νερό κρυό από το πηγάδι , μας άκουγε όλη τούτη την ώρα, που ζουζουνίζαμε σα μελισσόπουλα γύρω του, το ώριμο καίσι, τα πουλιά, μελωμένο, οι ηλιακτίδες, το κλαρί λεπτό, σηκώθηκε αμίλητος και πήγε στο σπίτι , γυρνώντας ξετύλιγε ένα δεματάκι , κάθισε στο τραπέζι κι απίθωσε το πιστόλι που ήταν φυλαγμένο στο δέμα, ζύγωσε η Κυρά Χρυσούλα , με την τσάπα του κηπουρού πάντα στο χέρι, τον κοίταζε, μη γνοιάζεται της είπε, αγόρια είναι, άς το ιδούνε, φαντάροι θα πάνε αύριο , ας δούνε και το όπλο που έσωσε την ζωή του παππού τους μύριες φορές , μαζευτήκαμε περίεργα, μας το έδειξε, μας άφησε να το πιάσουμε, από την Μικρασία το έφερε, όταν διαλύθηκε η μονάδα του και γύρισε πίσω μοναχός και κυνηγημένος με τις πληγές από μιά τσεκουριά από Τσέτη , βαρύ για τα παιδικά μας χέρια, γιαυτό με συγκινεί πάντα το ποίημα του Νίκου Καββαδίας γιά κείνο το αφρικάνικο μαχαίρι, τι όμορφα το μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος, κι αφού το χορτάσαμε παίζοντας, μου λέει , Μάρκο , πήγαινε κάτω από την καισιά , γιά να δώ, θα μπορέσεις να το πιάσεις το καίσι όταν πέφτει , άσκηση ετοιμότητας, η γιαγιά απομάκρυνε την παιδόπαρέα , όλα του ζούζουλα του Ιούνη, ο γέρο καπετάνιος, μιά ζωή στον πόλεμο, στα Μακεδονικά και στους δύο Βαλκανικούς, στον Α ‘ Παγκόσμιο στο Μακεδονικό Μέτωπο με την Μεραρχία Κρητών και στη Μικρασία, κι ύστερα εθελοντής στην Αλβανία και πάλιν αντάρτης της Αντίστασης κόντρα σε Γερμανούς και Βουλγάρους, άμα απομακρυνθήκαν τα παιδιά, όπλισε το πιστόλι με μία σφαίρα, έτοιμος , με ρώτησε, ναι, παππού , έτοιμος , σήκωσε το χέρι , σημάδεψε , ο κρότος του πυροβολισμού ήταν ταυτόχρονος με την πτώση του φρούτου, σημάδεψε το κοτσάνι , και το καίσι, πριν καλά καταλάβω βρέθηκε στο πουκάμισό μου , που το είχε απλώσει σαν ποδιά για να μεγαλώσει η επιφάνεια υποδοχής, νάτο , το υπερήφανο καίσι, το ζηλευτό , ο παππούς ξανατύλιγε το όπλο , ποτές του δεν καυχήθηκε , γιά τίποτε, ότι μάθαμε για αυτόν τον άνθρωπο κι ότι ξέρουμε από άλλους είναι, η γιαγιά θάμαζε που τόσα χρόνια μετά τέτοια ευχέρεια κι ευστοχία είχε, ναι, κρατούσα στο χέρια ως τρόπαιο, τούτο το ευωδιαστό καίσι , ξεχνιούνται ποτές αυτές οι λέξεις, ξεχνιέται ποτές αυτή η ευωδιά , ο καπνός από την κάνη του όπλου ξεχνιέται, μελωμένο από τις χρυσαφένιες θυγατέρες του ήλιου , ατίμητης αξίας τούτο το καίσι, ξεχνιέται τούτη γεύση , ξεχνιέται τούτη η συγκίνηση, ο μπάρμπα Γιώργης ο φούρναρης στη γειτονιά , μικρασιάτης από την Κιουτάχεια, τα βράδια του Ιούνη, επ γαίμα με το γαϊδουράκι και πουλούσε βερίκοκα, η φωνή του αντιλαλεί ακόμη στ’ αυτιά μου, ελάτε , βρίκοκκα έχω, βρίκοκα με το μέλι, ελάτε, άλλες γεύσεις, άλλες ευωδιές, άλλοι ανθρώποι, άλλα φρούτα, γιαυτό τιμώ και σέβομαι τους ωραίους αυτούς συμπολίτες μας που σε μιά τιτάνια προσπάθεια περισυλλογής έχουν αναλωθεί να σώσουν τους σπόρους της εκπληκτικής ελληνικής βιοποικιλότητας, σπόρους φυτών, θάμνων και δέντρων, σπόρους που εκλείπουν και χάνονται από την πίεση της αθλιότητας πολυεθνικών που πωλούν τα τρισάθλια υβρίδιά τους, γιά αγώνα πρόκειται οικολογικής ευαισθησίας υπέρ του περιβάλλοντος, δηλαδή υπέρ του ανθρώπου, αγώνσα που όχι απλά συναντά την απόλυτη αδιαφορία του αρμοδίου Υπουργείου , καταλάβατε, αυτού που ούτε τις στρεβλές ευρωπαικές επιδοτήσεις δεν μπορεί να διανείμει σωστά και δίκαια στους ξωμάχους της αγροδιατροφής, αλλά έχει να αντιπαλέψει και τον πόλεμο των ποικιλωνύμων πολυεθνικών συμφερόντων, γιαυτό και το κατά δύναμιν συμπαρατάσσομαι στην ωραία και πολύτιμη αυτή προσπάθεια, και να , ορίστε , μεσούντος σχεδόν του Ζιουλίου μηνός, ορίστε κερνάμε, σήμερα, εις απόλαυσαν και τρυφήν ημετέραν τε και υμετέραν, καίσι και βερίκοκο , ώριμα, φωτεινά, μελωμένα, φρούτα δροσερεύοντα τις ψυχές μας, αυτές τις μέρες του Ιούλη που η κορύφωση της ζέστας παρακινεί τα τζιτζίκια να εντείνουν την συναυλία τους, οξύνοντας το κρεσέντο, κι ωραίζοντας γιά χάρη μας τον τόπο !
Μελωμένοι, σαν από καίσι ώριμο στην κορφή,
κι ευώδεις οι χαιρετισμοί !
Κι ένα γλυκό, 
καίσι,
 κουταλιού 
μ’ αμύγδαλο !
Δροσερεύετε !