*Φωτογραφία εξωφύλλου: Εύα Μπέρλερ
***
Από τα ποιήματα που ακολουθούν θα πάρετε μια γεύση από την αυτοαναφορική, γεμάτη αγωνία, σαρκασμό και αυτοειρωνεία γραφή της. Μια γραφή όπου το ποιητικό Εγώ στροβιλίζεται ελεύθερα στον ποταμό του χρόνου και, μετεωριζόμενο μεταξύ πραγματικότητας και ονειροφαντασίας, περιπλανάται στην άχρονη επικράτεια του ονείρου, όπου όλα μπορούν να συμβούν.
Νοσταλγικές επιστροφές στον γενέθλιο τόπο, αγχώδεις καταβυθίσεις στο οικογενειακό αρχείο, περιπλανήσεις σε σελίδες της λογοτεχνίας, φανταστικές συνομιλίες με αγαπημένους συγγραφείς ή φασματικές παρεισφρήσεις σε κινηματογραφικά έργα, σε ένα προσκλητήριο εν ζωή συγγενών, οικείων και ταυτόχρονα επίκληση νεκρών.
***
Ὄνειρο ἕκτο
–Πύργος ᾽Ηλείας–
Βραδιάζω μαζί σου στὸ διαμέρισμα τῆς ὁδοῦ Δερβενακίων. Σὲ παρατηρῶ προσεκτικά, ὅπως μιὰ μάνα ἢ ἕνας καινούργιος ἐραστής. Εἶσαι ὄστρακο σκληρό, ἑρμητικὰ κλειστό. Ὁ ὕπνος σου εἶναι στεγνὸς χωρὶς γλυκοζαμίνη, τρίβονται οἱ ἀρθρώσεις, καὶ οἱ πτυχώσεις τοῦ μυαλοῦ γίνονται φρύγανα. Τὸ πρωινὸ ποὺ ἔρχεται ξεπλένεις τ’ ἁλάτι τοῦ βραδιοῦ κι ὁ πόνος μαλακώνει. Καθὼς ἡ μέρα προχωρᾶ, ἀνοίγεις λίγο λίγο, ἄνεμος Ἰονίου κυκλοφορεῖ στὰ νεῦρα σου. Θυμᾶσαι ὅλες τὶς θάλασσες τοῦ Ἄτλαντα ἀλλὰ προφέρεις μία. Σοῦ λείπει. Σοῦ λείπουν τὸ νερό της καὶ τὸ βάθος της. Καὶ αὐτὸ τὸ «βούουβούου» ποὺ κάνει ὅταν σὲ βγάζει στὴν ἀκτὴ καὶ πάλι σὲ παίρνει πίσω. Σοῦ λείπουν οἱ Ντοάνες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀνοίγεις κι ἄλλο, τὸ κέλυφος ὑγραίνεται, μουλιάζει, ἁπαλύνεται, γίνεται νυχάκι τρυφερὸ ἐμβρύου. Κι ἐκεῖ, ἐπάνω στὸ καλύτερο, ρομαντικὸ momentum, ἡ θάλασσα σοῦ δίνει μιὰ καὶ σὲ πετᾶ στὰ ὀρεινά, στὰ Λάμπεια ὄρη. Ὅσο καὶ νὰ αἰγλοβολεῖς, νὰ στίλβεις, νὰ λαμπρύνεσαι, συντρίβεσαι στὸν σκοτεινὸ Πύργο Ἠλείας.
Δεκέμβριος 2019
Ὄνειρο δέκατο ὄγδοο
Ὅλο τὸ βράδυ ἀσθμαίνοντας. Μὲ κυνηγοῦν. Μένω σὲ σπίτια μὲ σοφίτες σκοτεινὲς καὶ κρυφὲς ἐξόδους. Εἶμαι ἡ Ἄννα Φράνκ, γίνομαι ὁ Γκρέγκορ Σάμσα... Ὅταν ἔρχονται, τρέχω νὰ ξεφύγω. Ξεφεύγω πάντα• καὶ πάντα ἔρχονται. Θὰ προτιμοῦσα νὰ μὲ βροῦν, νὰ τελειώσουν ὅλα τὰ σούρτα-φέρτα. Βλέπετε, κάθε φορὰ ποὺ κρύβομαι εἶμαι ἡ ἴδια, ἐνῶ ὅταν γλιτώνω εἶμαι μιὰ ἄλλη. Ἡ σωτηρία δὲν μὲ ἀφορᾶ, εἶναι μιᾶς ἄλλης. Ἐνῶ εἶμαι ἐγὼ κάθε φορὰ ποὺ ὁ φόβος μὲ συνθλίβει. Φοβᾶμαι σὲ μιὰ γλυκιὰ ἀχλὴ ὀνείρου, φοβᾶμαι πηχτά.
Σὰν ἔντομο ποὺ πνίγεται στὸ μέλι.
9 Ἀπριλίου 2020
Ὄνειρο εἰκοστὸ
Μεγάλο Σάββατο. Σὲ ξυπνοῦν οἱ εὐχὲς τῶν γειτόνων ποὺ ξεφωνίζουν ἀλληλοευχόμενοι. Χαμογελᾶς καὶ ξανακοιμᾶσαι. Κοιμᾶσαι ἕναν ὕπνο τούλινο, δροσερό, βρίσκεσαι στὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας καὶ θέλεις νὰ διασπαστεῖς σὲ χιλιοστὰ τοῦ χιλιοστοῦ. Ὀνειρεύεσαι νὰ γίνεις γαλαζωπὸ πλαγκτὸν καὶ νὰ παρασυρθεῖς στὰ τροπικὰ νερὰ τοῦ Χουαχίνε ἤ, στὴ χειρότερη τῶν περιπτώσεων, νὰ καταλήξεις στὸ στομάχι μιᾶς φάλαινας καλοκάγαθης. Ἡ φωνὴ ποὺ σὲ κρατοῦσε στὸν βυθὸ ἔχει ἐξασθενήσει. Κάποτε καὶ οἱ πιὸ ἰσχυρὲς φωνὲς ἀτονοῦν, εἰδικὰ ὅταν μπερδεύονται στὸν ἀχὸ τῆς ἄνοιξης, ποὺ ὅλα σπᾶνε καὶ ξεχύνονται, ὅπως σπάει ἡ ἐπικάλυψη σοκολάτας σὲ παγωτὸ βανίλια – αὐτὸ τὸ κρὰτς στὴ διαπασὼν σὲ κάνει γιὰ λίγο εὐτυχισμένο. Ἄλλωστε τώρα σὲ καλοῦν ἄλλες φωνές. Γλυκύτατες. Ζώντων καὶ τεθνεώτων. Τοὺς ἔχεις τραπέζι σήμερα, πρέπει νὰ σηκωθεῖς. Νὰ βγάλεις τὸ καλὸ σερβίτσιο, τὰ καλὰ ποτήρια τοῦ κρασιοῦ
– γιατὶ ποῦ θὰ γευτεῖς τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, ποῦ θ’ ἀγαπήσεις πάλι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τους;
18 Ἀπριλίου 2020
Μ. Σάββατο