Αψίδες
«Ποιος τραγουδά στις όχθες του χαρτιού»;
Γερμένος, ακουμπώντας πάνω απ ΄ το ποτάμι
Εικόνες, βλέπω, αργοπορώντας μόνος,
τον εαυτό μου ν ΄ αλαργαίνει: Γράμματα αρχαία,
Αστερισμοί από σημεία, χαράγματα
Πάνω στο σώμα του χρόνου, ω γραφή,
γραμμή επάνω στο νερό!
Κι εγώ ανάμεσα σε πράσινες
αγκάλες, σε καθρέφτες από νερό,
Ποτάμι που γλιστρά μένοντας ακίνητο
φεύγοντας μακριά απ ΄ τον εαυτό μου, σταματώ
Χωρίς από μιαν όχθη να κρατιέμαι κι
ακολουθώ, το χαμηλό
ποτάμι , ανάμεσα σε αψίδες από
Εικόνες αξεδιάλυτες, ποτάμι του στοχασμού.
Ακολουθώ, με την ελπίδα ν ΄ ανταμώσω την ζωή μου,
Ποτάμι ευτυχισμένο που δένει και ξηλώνει
Ένα λεπτό του ήλιου ανάμεσα στις λεύκες,
Στην πέτρα τη γυαλιστερή αργοπορεί,
Λύνεται ξανακυλώντας κάτω για να βρει την ύπαρξή του.
Εισπνοή
1
Σκιές της λευκής ημέρας
κόντρα στα μάτια μου. Δεν βλέπω
Τίποτα εκτός απ ΄ το λευκό:
Ο χρόνος λευκός, η ψυχή
ελεύθερη απ ΄ την ταραχή και το χρόνο.
Λευκότητα των νεκρών νερών,
΄Ωρα λευκή, τυφλότητα των ανοικτών ματιών.
Μνήμη, τρίψε τον πυρόλιθό σου, άναψε,
ενάντια στον χρόνο και την αμνησία του
Μνήμη, φλόγα κολυμβήτρια.
2
Λεύτερος απ ΄ το σώμα, λεύτερος απ ΄ την ταραχή , επιστρέφω στην ταραχή, επιστρέφω στην μνήμη του σώματός σου. Επιστρέφω.
Και μες τη μνήμη μου καίει το σώμα σου ,
Μέσα στο σώμα σου καίει η μνήμη μου.
Σώμα ενός Θεού που ήταν σώμα κεκαυμένο
Θεός που ήταν σώμα και ήταν σώμα θεωμένο
που σήμερα μένει μονάχα η μνήμη
Ενός σώματος λευτερωμένου από άλλο σώμα:
Το σώμα σου είναι η μνήμη των κοκκάλων μου.
3
Σκια του ήλιου σκοτείνιασμα που θερίζεις
τύφλωσε τις πηγές μου τις εξαντλημένες
Λύσε τον κόμπο δρέψε την ταραχή
Σβήσε την αποθαρρυμένη ψυχή
Αλλά η μνήμη ακρωτηριασμένη κολυμπά
Από τις μήτρες του δικού της τίποτα
Ως τις πηγές της γέννησής της
Κολυμπά ενάντια στο ρεύμα και την εντολή
Κολυμπά ενάντια στο τίποτα
Πάθος του νερού
Γλώσσα της φωτιάς φωσφορίζουσα στο νερό
Λόγος της πεντηκοστής δίχως λόγο
Αίσθηση δίχως αίσθηση ούτε σκέψη
Νομίζοντας πως η μνήμη μεταμορφώνεται
Αυτό που μένει είναι μια δέσμη σπινθήρες.
Νυκτερινό νερό
Η θλίψη των ματιών του αλόγου που τρέμουνε μέσα στη νύκτα,
Η θλίψη των ματιών του νερού στον κάμπο που κοιμάται,
Είναι μέσα στα μάτια σου του αλόγου που τρέμει,
Είναι μέσα στα μάτια σου του μυστικού νερού.
Μάτια του σκοτεινού νερού,
Μάτια νερού του πηγαδιού,
Μάτια νερού του ονείρου.
Η σιωπή και η μοναξιά,
μικρά ζωντανά που τα φεγγάρι οδηγεί,
Τρέμουνε σ ΄ αυτά τα μάτια,
τρέμουνε σ ΄ αυτά τα νερά.
Αν ανοίξεις τα μάτια,
Ανοίγει η νύκτα τις πόρτες των βρύων,
Ανοίγει το μυστικό βασίλειο του νερού
Που αναβλύζει απ ΄ το κέντρο της νύκτας.
Αν εσύ τα κλείσεις,
΄Ενας ποταμός, ένας χείμαρρος γλυκός και σιωπηλός,
Σε πλημμυρίζει εντός σου, προχωρεί, και σε νυκτώνει:
Η νύκτα υγραίνει τις αμμουδιές της ψυχής σου.