Ο πανηγυρικός της Φάνυ Κουντουριανού – Μανωλοπούλου
Στις 24 Ιουλίου συμπληρώθηκαν 101 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, η οποία ενταφίασε τη Μεγάλη Ιδέα για τη δημιουργία μιας Ελλάδας των «5 θαλασσών και των 2 ηπείρων», που επί έναν αιώνα, από το 1821, συνήγειρε τους Έλληνες για την ανάκτηση των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση όλων των αλύτρωτων αδελφών από τον τουρκικό ζυγό.Είχε προηγηθεί, έναν χρόνο πριν, τον Αύγουστο του 1922, η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, της ελληνικής αμυντικής γραμμής, στην «εξέχουσα», του Αφιόν Καραχισάρ, ύστερα στο Τουμλού Μπουνάρ και, όταν η ήττα γενικεύθηκε σε όλο το βάθος δεκάδων χιλιομέτρων, ο Ελληνικός στρατός, που επί τρία χρόνια κέρδιζε όλες τις μάχες, ηττημένος πιο, συμπτύσσεται και υποχωρεί προς δυσμάς. Στην ελληνική Σμύρνη, την αστραφτερή, την κοσμοπολίτισσα, καταφθάνουν τα άτακτα στίφη των ρακένδυτων Ελλήνων στρατιωτών, ανακατεμένων με παιδιά, γέρους, γυναίκες, που κουβαλούν μπόγους και μπαούλα, τον μόχθο μιας ζωής, με όψεις καταφαγωμένες από αγωνία και οδύνη. Στην καταπλημμυρισμένη από τρομαγμένους Ρωμιούς Σμύρνη εκτυλίσσονται ανήκουστα εγκλήματα, όταν στις 27 Αυγούστου καταφθάνουν οι Τούρκοι, στρατός και μανιασμένος όχλος. Σφάζουν, βιάζουν, αρπάζουν με απύθμενο, τυφλό μίσος, ενώ οι Χριστιανοί τρέχουν ολοφυρόμενοι να σωθούν στα σοκάκια, αλλά και εκεί ο θάνατος παραμονεύει αχόρταγος. Τη φρίκη ολοκληρώνει η πυρπόληση από τους Τούρκους της Σμύρνης. Η φωτιά από τέσσερις μεριές εξαπλώνεται ακαριαία από τον άνεμο που λυσσομανάει και , αφού κατατρώει με αδηφάγο ορμή τα ξύλινα σπίτια, ορμά επίβουλα προς την προκυμαία, όπου η πανικόβλητη ανθρωποπλημμύρα, αιμάσουσα, πασχίζει να κρατηθεί στη ζωή.
Τότε που «η γης ανατρίχιασε σύγκορμη και συθέμελα συνταράχθηκε… και απόρριξε στη θάλασσα πολιτείες κι ανθρώπους… και δεν απόμεινε παρά μια φλόγα, μια γλώσσα πύρινη τρομερή», τότε, στις τερατώδεις σκιές από τις αδηφάγες φλόγες της πυρπολημένης Σμύρνης και της σφαδάζουσας Μικρασίας, συνωστίζονταν στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1920 1,5εκ αιμάσσουσες ψυχές, στις οποίες ηγεμόνευε ο τρόμος και η οδύνη, καθώς είχαν δει την ασχήμια του ανθρώπινου προσώπου σε όλη την αγριότητά του και είχαν απολέσει τα πάντα : προσφιλείς ανθρώπους, δολοφονημένους με τρόπο οικτρό, ατιμωτικό, θύματα ενός φρικαλέου γενοκτονικού σχεδίου, είχαν αποχαιρετήσει πατρογονικές εστίες, σπίτια, περιουσίες , συγγενείς, φίλους αγαπημένους. Ήλθαν στην Ελλάδα, αφού είχαν κοντέψει στα σύνορα του άλλου κόσμου, με μνήμες εφιαλτικές από ανήκουστες βαρβαρότητες και διεστραμμένους εξευτελισμούς, με εικόνες από λεηλασίες, αρπαγές, με βιώματα από ατιμώσεις, βασανισμούς, βιασμούς, σφαγές, παντο0ειδείς ωμότητες. Αλλά, δυστυχώς, και εδώ στην Ελλάδα, συχνά, τους αντιμετώπισαν εχθρικά, παγερά, υποτιμητικά, σαν άρπαγες του λιγοστού ψωμιού των ντόπιων. Τους ταπείνωσαν.
Η μικρασιατική τραγωδία συντάραξε την Ελλάδα και μετέβαλε τη ροή της ιστορίας της. Την απογύμνωσε από πανάρχαιες κοιτίδες πολιτισμού στα μικρασιατικά παράλια και τον Εύξεινο Πόντο, όπου αναπτύχθηκαν ο φιλοσοφικός στοχασμός και ο γόνιμος λόγος. Στην μακραίωνη Ελληνική Ιστορία η μικρασιατική καταστροφή υπήρξε ένα μεγάλο τραύμα, ίσως το μεγαλύτερο. Το σοκ και στον ελληνικό στρατό και στους πολίτες είναι αβυσσαλέο. Αισθήματα οργής, ανασφάλειας δημιουργούν κλίμα σύγχυσης. Ο Εθνικός Διχασμός θεριεύει. Τα πάθη είναι οξυμμένα, Βενιζελικοί και Βασιλικοί διαξιφίζονται έντονα, το πολιτειακό ζήτημα δημιουργεί συγκρούσεις, πολεμική αρθρογραφία στις εφημερίδες, μαζικές διαδηλώσεις, φαινόμενα απειθαρχίας στο στρατό, ανταρσία στο ναυτικό, επανάσταση του στρατού και του στόλου το Σεπτέμβριο του 1922.Όλη η εικοσαετία του μεσοπολέμου από το τέλος του πρώτου έως την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, σημαδεύτηκε από έναν ανώμαλο πολιτικό βίο με δύο πολιτειακές μεταβολές, με κατάργηση του κοινοβουλευτισμού, με διχασμό, έριδες, διασπασμένη την κοινωνική συνοχή και συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Ωστόσο για όλες τις κυβερνήσεις των πρώτων χρόνων μετά την εθνική τραγωδία η αποκατάσταση των προσφύγων ήταν το οξύτερο πρόβλημα. Η Ελλάδα των 4,5 εκ πολιτών το 1922 ήταν ήδη εξουθενωμένη οικονομικά από μια δεκαετία συνεχών πολέμων και από την απομύζηση του Δ.Ο.Ε(διεθνούς οικονομικού ελέγχουν) που της είχε επιβληθεί μετά την πτώχευση του 1893 και τον ατελέσφορο πόλεμο του 1897, από τη δραματική μείωση της παραγωγής, καθώς έλειπαν τα εργατικά χέρια στον πόλεμο, και καλούνταν τώρα να περιθάλψει τα κυνηγημένα παιδιά της, να τους στεγάσει, να τους θρέψει, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να μορφώσει τις νέες γενιές, έργο Ηράκλειο.
Η αγροτική μεταρρύθμιση, που είχε νομοθετηθεί από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης του Ελ. Βενιζέλου το 1917, εφαρμόστηκε μετά το τέλος του 1922, καθώς η κυβέρνηση Γούναρη, που διαδέχθηκε τον Βενιζέλο μετά τις εκλογές του 1920, ύστερα από ισχυρή πίεση των γαιοκτημόνων, εγκατέλειψε το πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης. Ωστόσο ο φόβος επαναστάσεως εκ μέρους ενός κουρασμένου λαού από τόσα χρόνια πολέμου, από την φτώχεια, την ανεργία, η αδήριτη ανάγκη της αποκατάστασης χιλιάδων προσφύγων αλλά κυρίως το κλίμα Μπολσεβικισμού, που είχε ξεκινήσει το 1917 στη Ρωσία και σάρωνε τα Βαλκάνια, ανάγκασε την καθεστηκυία τάξη να προχωρήσει στον αναδασμό. Το έργο ανατέθηκε στην ΕΑΠ, αυτόνομο οργανισμό με διορισμένη διοίκηση από την ΚΤΕ και πρόεδρο τον ακέραιο και ανεπίληπτο Ερρ. Μοργκεντάου, ο οποίος διαχειρίστηκε άψογα όλα τα κονδύλια, τα 12300 εκατομ. χρυσές λίρες Αγγλίας, το δάνειο που συνήψε η Ελλάδα με 8,5% τόκο, το οποίο έθεσε στη διάθεση της επιτροπής για το γιγάντιο έργο της.
Το ελλ. Δημόσιο παραχώρησε 5.000.000 τσιφλικιών στρέμματα από δημόσιες γαίες, από απαλλοτριώσεις και από ιδιοκτησίες των ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων. Ως το 1929, που έμεινε στην Ελλάδα ο ανυστερόβουλος Μοργκεντάου αποκαταστάθηκαν 650.000 πρόσφυγες. Τους διένειμαν 245.000 ζώα, σπόρους, εργαλεία και 27.000 κατοικίες σε 125 νέους συνοικισμούς.
Το κράτος έκτισε άλλες 25.000 κατοικίες και τις παραχώρησε στους πρόσφυγες αλλά ακόμα υπήρχαν στα αστικά κέντρα, όπου η εγκατάσταση παρουσίασε πολύ μεγαλύτερες δυσχέρειες, πρόσφυγες που κατοικούσαν στοιβαγμένοι σε άθλιες τσίγκινες παράγκες.
Το πιο δύσκολο ωστόσο από όλα, κι από αυτές ακόμη τις οικτρές συνθήκες διαβίωσης, την απόλυτη φτώχεια – τον πρώτο καιρό τους λείπουν τα πάντα: ρούχα, παπούτσια, εσώρουχα, κλινοσκεπάσματα, κατσαρολικά – πιο λυπηρό και από την έλλειψη στοιχειωδών ανέσεων και από την ανεργία, ήταν, σε πολλές περιοχές, η συμπεριφορά των ντόπιων προς τους πρόσφυγες. Οι γηγενείς που και αυτοί διαβιούν την περίοδο της έλευσης των προσφύγων σε συνθήκες ακραίας στέρησης, αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες ανταγωνιστικά. Στα μελαγχολικά πρόσωπα των προσφύγων με τη μόνιμη ψυχική αναταραχή από το πένθος για τους πεφιλημένους νεκρούς, δεν βλέπουν πρόσωπα πνιγμένα στη συμφορά αλλά επιτήδειους, άξιους περιφρόνησης ανθρώπους, διαφορετικούς, με άλλες συνήθειες και κουλτούρα και γι αυτό επίφοβους. Καθώς αμέσως μετά την τραγική έξοδο από τη φλεγόμενη Μικρασία, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών καταγράφει τις ζέουσες θύμησες και τις εμπειρίες όσων τη βίωσαν, αποτυπώνεται στις μαρτυρίες τους η οδυνηρή έκπληξη όλων εκείνων, που υπέστησαν έναν ανέκκλητο ξεριζωμό και δέχθηκαν τόσες ανεπούλωτες πληγές από τους βάρβαρους αλλοεθνείς, τώρα να θεωρούνται και από τους όμαιμους αδελφούς, εδώ στην ελεύθερη Ελλάδα, αποδιοπομπαίοι τράγοι, να τους ξεχωρίζουν από το κοπάδι και να τους δείχνουν αδυσώπητα με το δάχτυλο.
Τον πρώτο καιρό στις μεγάλες πόλεις οι πρόσφυγες, καθώς βαδίζουν στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους, βλέπουν πετρωμένα μάτια να τους κοιτάζουν με περιφρόνηση, ακούν να μουρμουρίζουν βρισιές «τουρκόσποροι», «βρωμιάρηδες», αντικρίζουν ντόπιους να φτύνουν καταγής θυμωμένα στο πέρασμά τους, και συχνά αντιμετωπίζονται με υποτιμητικούς, μειωτικούς και χλευαστικούς χαρακτηρισμούς. Κι ακόμη χειρότερα, στα χωριά προκαλούνται συρράξεις με τους γηγενείς για ένα κομμάτι γης, για μια στάλα νερό. Οι περισσότερες από τις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου εκείνης της περιόδου, απασχολήθηκαν – διαβάζουμε στα πρακτικά της Βουλής – με «τας ατυχείς και θλιβερωτάτας σκηνάς αίτινες έλαβον χώραν εις διαφόρους προσφυγικούς συνοικισμούς. Η Βουλή ψηφίζει συνεχώς νομοσχέδια « περί διαθέσεως αστικών κτημάτων ανηκόντων εις ανταλλασσομένους μουσουλμάνους πόλεως Θεσσαλονίκης. «Περί εγγραφής εις τους εκλογικούς καταλόγους των εκ Τουρκίας εις Ελλάδα καταφυγόντων προσφύγων» «περί διορισμού των δικηγόρων ομογενών πτυχιούχων νομικής», νομοσχέδια για τη χορήγηση δανείων με εγγυητή το δημόσιο σε μικροεπαγγελματίες ή αγρότες. Το κράτος, η ελληνική πολιτεία, οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, προσπάθησε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε στις δυσμενέστατες εκείνες συνθήκες, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την αποκατάσταση των προσφύγων, πρόβλημα τόσο οξύ, σοβαρό και δυσεπίλυτο.
Αλλά εκτός από την ελληνική πολιτεία, υπήρξαν και ιδιωτικοί ανθρωπιστικοί οργανισμοί και ιδρύματα που υπερέβησαν τις δυνατότητές τους σε προσφορά. Πρωτίστως η εκκλησία, που άνοιξε τις θύρες των ναών και στέγασε χιλιάδες ανθρώπινα ράκη, τους τάισε, τους έντυσε, τους παρηγόρησε. Το Άγιον Όρος δώρισε όλα τα μοναστηριακά μετόχια του για να μοιραστούν στους ακτήμονες. Οι κατά τόπους Μητροπόλεις, όπως πάντα πράττει η εκκλησία συνέδραμαν με κάθε μέσον τους χειμαζόμενους αδελφούς. Και από ό,τι διαβάζουμε στις χιλιάδες συνεντεύξεις των προσφύγων, που κατέγραψε το Κέντρο Μικρασιατών Σπουδών, και υπήρξαν και πολλοί μεμονωμένοι ντόπιοι Έλληνες με ζεστή καρδιά, που πρόσφεραν από το υστέρημά τους αυθορμήτως, τις πρώτες δύσκολες ώρες, ό,τι περισσότερο μπορούσαν. Οι πρόσφυγες- πληροφορητές, άνθρωποι απλοί με λόγο πηγαίο, αυθόρμητο και ειλικρινή, αναφέρονται με ευγνωμοσύνη σε πράξεις ανθρωπιάς, φιλαλληλίας και αλληλοπεριχώρησης αυτοχθόνων Ελλήνων στις μέρες της δυστυχίας τους.
Παρόλες όμως τις αρχικές φοβερές αναταράξεις στην ελληνική κοινωνία, που επέφερε η έλευση των προσφύγων και τα δυσεπίλυτα προβλήματα στις κυβερνήσεις, το σύγχρονο ελληνικό κράτος τώρα αρχίζει να δημιουργείται. Όπως ο εποικισμός των προσφύγων στην ύπαιθρο και μαζί η αγροτική μεταρρύθμιση, ο αναδασμός, που δημιούργησε πολλούς μικρούς καλλιεργητές να παράγουν στα δικά τους χωράφια, οδήγησε στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής και στην πτώση της τιμής των προϊόντων, έτσι και στη βιομηχανική παραγωγή δίνεται ώθηση από την εισροή των προσφύγων, καθώς υπάρχει υπερπροσφορά εργασίας, άρα μικρότερα ημερομίσθια και χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Δημιουργούνται έτσι και νέες παραγωγικές μονάδες καθώς υπάρχει αξιόλογη, φτηνή εργατική δύναμη και τα παραγόμενα προϊόντα απορροφώνται από τη διευρυμένη εσωτερική αγορά. Η οικονομική ανάπτυξη, που σημειώθηκε στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, παρόλη τη διεθνή οικονομική ύφεση, οφείλεται πρωτίστως στην έλευση των προσφύγων: και επειδή αυξήθηκε η προσφορά ειδικευμένης και φτηνής εργατικής δύναμης και επειδή διευρύνθηκε η εσωτερική αγορά. Επιταχύνθηκε και βάθυνε η εργατική μεταρρύθμιση. Αναπτύχθηκαν κλάδοι της οικονομίας, όπως οι οικοδομές, η ταπητουργία, η υφαντουργία, η οδοποιία. Αυξήθηκε ο συνολικός όγκος της αγροτικής παραγωγής κατά 100%. Αναπτύσσεται η εθνική αγορά. Αυξάνεται η παραγωγή και η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Η ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά οργανώνεται πάνω σε σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές βάσεις. Ανακαινίζεται το τραπεζικό σύστημα. Εγκαινιάζονται οι τιμές ασφαλείας και η συγκέντρωση των αγροτικών προϊόντων. Διπλασιάζεται ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων και δημιουργούνται οι κοινωνικές ασφαλίσεις για τους μισθωτούς. Η Ελλάδα αλλάζει μετεξελίσσεται, παρουσιάζει εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης.
Η αρχή της συνύπαρξης των αυτόχθονων Ελλήνων με τους πρόσφυγες υπήρξε δύσκολη και συχνά οδυνηρή. Η ζωή όμως όλα τα λειαίνει. Στρογγυλεύει τις γωνίες, απαλαίνει τους κραδασμούς, μειώνει τις εντάσεις και κατισχύει στο τέλος θέτοντας τους δικούς της όρους και τις δικές της αξίες, πολύτιμες, αιώνιες, θεμελιώδεις ακατάλυτες. Οι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό και άσκησαν ευεργετική επίδραση στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Έγιναν συνδημιουργοί στη διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού, καθώς συνέβαλαν στο να ακολουθηθεί σε όλους τους τομείς μια ανορθωτική διαδικασία, η οποία οδήγησε σε γενική πρόοδο. Ενίσχυσαν με τη μαχητικότητα, την εργατικότητα, το φιλελεύθερο πνεύμα τους, την ευρύτητα των οριζόντων τους την εθνική οικονομία σε όλους τους τομείς. Υπήρξαν αυτοί το έμψυχο κεφάλαιο, που θα δημιουργούσε το άψυχο κεφάλαιο στη συνέχεια. Έδωσαν ώθηση στις τέχνες. Κατέγραψαν στο χαρτί τις εφιαλτικές εμπειρίες τους, τις ωμότητες των Τούρκων, την κατακρεούργηση των ιεραρχών τους και τη μαρτυρική τους τελείωση, θρήνησαν για τη βίαιη ανατροπή της ζωής τους, για τις ματαιωμένες τους προσδοκίες, τον αβάσταχτο πόνο για τις αλύτρωτες πατρίδες, τη σπαρακτική νοσταλγία και δημιούργησαν έργα μεγάλης πνοής.
Η συνεισφορά των προσφύγων υπήρξε μέγιστη σε όλες τις μορφές της τέχνης. Η πνευματική τους εισφορά συνέθεσε τη σημερινή ελληνική ταυτότητα. Εμπλούτισαν οι πρόσφυγες τη χώρα σε όλους τους τομείς. Πρωτίστως στο δημογραφικό. Οι Έλληνες πολλαπλασιάστηκαν. Οι 800.000 πρόσφυγες που εγκαθίστανται στη Θράκη και τη Μακεδονία, αποτέλεσαν το δημοκρατικό θώρακα της πατρίδας μας, ενίσχυσαν την άμυνά της και αποτράπηκε έτσι οποιαδήποτε σκέψη από τους γείτονες να αμφισβητήσουν τις ευαίσθητες αυτές περιοχές.
Μετά το ολοκαύτωμα των Ελλήνων στη Σμύρνη, τη γενοκτονία των Ποντίων και την εν γένει καταστροφή του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη, αυτή η εθνική τραγωδία, με την έλευση των προσφύγων στη μάνα πατρίδα, μεταβλήθηκε τελικά σε ευκαιρία να αναγεννηθεί η χώρα, να επουλώσει τις πληγές της και να κάνει μια ορμητική εκκίνηση προς το μέλλον.
Υπήρξαν άνθρωποι που με πολύ βίαιο και βάναυσο τρόπο θανατώθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, από τον τόπο τους. Θέλω να εξάρουμε όμως σήμερα την προσφορά και το έργο όλων αυτών που διασώθηκαν, που πρόκοψαν στη νέα τους πατρίδα και βοήθησαν με τον τρόπο τους στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας και στη διατήρηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Είναι πολύ σημαντικό πάντοτε να τιμούμε την ιστορία, όχι μόνο λόγω του παρελθόντος, αλλά να έχουμε στραμμένο το βλέμμα και στο μέλλον , να διδασκόμαστε από τα παραδείγματα του παρελθόντος και να αγαπάμε και να νοιαζόμαστε τον τόπο μας, να προσπαθούμε να τον διαφυλάττουμε από κάθε τι κακό.
Χρόνια πολλά.