απ΄τα σπίτια τους.
Tριγυρίζουν εκεί. Mπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους, την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαί κι ακούει το νερό
να κοχλάζει, σαν να σπουδάζει τον ατμό
και τον χρόνο…
Πάντα εκεί.
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα
και πλάτεμα,
σάμπως να πιάνει σιγανή βροχή καταμεσής καλοκαιριού
στα ερημικά χωράφια…
Δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά.
Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν
μέσα στην καρδιά μας,
τόσο που ο πόνος κάτω απ΄τα πλευρά μας
δεν είναι πια απ΄τη στέρηση,
μα από την αύξηση…
Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι…
(Γιάννης Ρίτσος,
στα ερημικά χωράφια…
Δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά.
Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν
μέσα στην καρδιά μας,
τόσο που ο πόνος κάτω απ΄τα πλευρά μας
δεν είναι πια απ΄τη στέρηση,
μα από την αύξηση…
Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι…
(Γιάννης Ρίτσος,
απόσπασμα από το ποίημα Σχήμα της απουσίας)