Στις αρχές του 1917 ο παππούς μου διέφυγε με καΐκι που το οδηγούσε πληρωμένος Τούρκος διακινητής μαζί με άλλους συμπατριώτες του ως παράτυπος μετανάστης ή λαθρομετανάστης ή πρόσφυγας από την Οθωμανική Ορντού, μια πόλη στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, με προορισμό το λιμάνι της πόλης του Βατούμι της Γεωργίας. Αργότερα την ίδια χρονιά, οι Τούρκοι κάψανε το χωριό του, το Σεμέν, και εκτόπισαν όλους τους κατοίκους του. Σε αυτήν την εξορία πέθαναν οι γονείς του και άλλοι πολλοί συμπατριώτες του.
Δυο χρόνια μετά, το χειμώνα του 1919, τον ακολούθησε και η γιαγιά μου με τον ίδιο τρόπο μαζί με άλλους, από το γειτονικό λιμάνι της Οθωμανικής Φάτσας και προορισμό πάλι το λιμάνι του Βατούμι. Η γιαγιά μου περιέγραφε τη διαδρομή αυτή μέσα στο σκοτάδι και την αγριεμένη θάλασσα ως την πιο τρομακτική εμπειρία της ζωής της. Συχνά αναρωτιόταν πόσο ευάλωτοι ήταν στις διαθέσεις του Τούρκου καϊκτσή, διακινητή τόσων ψυχών, και τόνιζε την ευγνωμοσύνη της προς το Θεό που, κατά τη γνώμη της, δεν επέτρεψε την κακοποίηση ή το θάνατό τους.
Την ίδια διαδρομή προς τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας ακολούθησαν και άλλοι πολλοί Έλληνες φυγάδες. Από τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας με τη Γεωργία και την Αρμενία διέφευγαν χιλιάδες επίσης Ρωμιοί με τα πόδια ή με τα υποζύγια, αφού δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τους θαλάσσιους διακινητές.
Σκεφθείτε, τώρα, να υπήρχε, τότε, αποτρεπτικός, αντιμεταναστευτικός φράχτης σαν αυτόν του Έβρου και οι άνθρωποι αυτοί να εγκλωβίζονταν πίσω από τα σύνορα ενός εχθρικού κράτους που είχε από χρόνια ξεκινήσει διαδικασίες εθνοκάθαρσης. Σκεφθείτε ακόμη να υπήρχε Frontex στα θαλάσσια σύνορα και ο Τούρκος καϊκτσής να τους έλεγε ότι επιστρέφουν πίσω χάνοντας τα τελευταία τους χρήματα και όλες τους τις ελπίδες για μια ελεύθερη ζωή. Τελικά το 1927 και μετά από 10 χρόνια παραμονής στην σοβιετική πια Γεωργία, έφτασαν στην Ελλάδα από το λιμάνι του Νοβοροσίσκ και αφού αναγκάστηκαν να «λαδώσουν» τις αρχές καθώς το επίσημο ελληνικό κράτος τους θεωρούσε «ανεπιθύμητους».
Η επίσημη δικαιολογία ήταν η αδυναμία υποδοχής περισσότερων προσφύγων (βρίσκονταν σε εξέλιξη η αποκατάσταση των «άλλων» προσφύγων της Συνθήκης της Λωζάνης) αλλά στην πραγματικότητα δεν επιθυμούσε το ελληνικό κράτος να υποδεχθεί Έλληνες αμφισβητούμενων πολιτικών πεποιθήσεων. Που να ήξερε (το ελληνικό κράτος) ότι οι παππούδες μου έφευγαν για να αποφύγουν τον κομμουνισμό και τις σταλινικές εκκαθαρίσεις.
Δεκαετίες μετά οι απόγονοι αυτών των προσφύγων, λαθρομεταναστών ή παράτυπων μεταναστών, γινόμαστε εμείς πρώτοι αποδέκτες των προσφυγικών κυμάτων που ξέσπασαν την τελευταία δεκαετία ως αποτέλεσμα πολέμων, φτώχειας και τελευταία της κλιματικής αλλαγής. Αντί όμως να αφήσουμε τις διαδρομές ελεύθερες, για τους διωκόμενους (από διάφορες αιτίες) συνανθρώπους μας, κλείνουμε σύνορα, υψώνουμε φράχτες και οργανώνουμε θαλάσσιες περιπολίες.
Πέρα από την απάνθρωπη συμπεριφορά που συνιστούν αυτές οι μέθοδοι αποτροπής του «μεταναστευτικού-προσφυγικού» (όταν τις εφάρμοζε ο Τράμπ στις ΗΠΑ στα σύνορα με το Μεξικό τον κατηγορούσαμε) ξεχνάμε ότι πολλοί από εμάς υπάρχουμε σήμερα γιατί δεν αποτράπηκε κάποτε η διαφυγή των προγόνων μας. Ξεχνάμε επίσης ότι επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες ενός προβλήματος και όχι τις αιτίες που το δημιουργούν. Σχηματικά λέμε ότι πόλεμοι, φτώχεια και κλιματική αλλαγή υπάρχουν γιατί αντίστοιχα υπάρχουν γεωπολιτικά οικονομικά συμφέροντα, έμποροι όπλων, πλούσιες χώρες, ταξικές κοινωνίες και περιβαλλοντική καταστροφή από την αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με σκοπό το κέρδος.
Πόσο υποκριτικό, παράλογο και ανήθικο είναι να πιστεύουμε ότι έτσι αντιμετωπίζουμε τον «κίνδυνο» που συνιστά η παγκόσμια μετακίνηση πληθυσμών για τον πλούσιο και «άφρονα» δυτικό πολιτισμό. Και μετά τάχα «πενθούμε» και εκτοξεύουμε ανέξοδα ευχολόγια ή συγκρατημένα παράπονα κατά της Ευρωπαϊκής «αδελφότητας» που μας άφησε μόνους ή σχεδόν μόνους.
Από τις βραβεύσεις για την περίθαλψη των προσφύγων, προ δεκαετίας, φτάσαμε σήμερα να καμαρώνουμε για τους φράχτες που δεν θα τους επιτρέπουν να μετακινηθούν προς τις πλούσιες χώρες της δυτικής Ευρώπης (γιατί αυτός είναι ο προορισμός τους).
Η άποψή μου είναι ότι λησμονώντας το προσφυγικό μας παρελθόν, τις αρχές του ανθρωπισμού και του χριστιανισμού που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας και παρακάμπτοντας την κοινή λογική για τον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων (ότι πρέπει να θεραπεύομε την αιτία και όχι το αποτέλεσμα) γινόμαστε απλώς θύματα της πολιτικής εργαλειοποίησης του προσφυγικού/μεταναστευτικού και αμήχανοι θεατές ή ασυνείδητοι χειροκροτητές επαίσχυντων πρακτικών. «Έικιτι τέι, ντο θαρρείς; Ο Τούρκο να εθέλνε ούλτς εφούρκιζέ μας» που έλεγε η γιαγιά μου!
Κατερίνη 15.6.2023
Με αφορμή το «ναυάγιο της Πύλου»
Γιάννης Χ. Ποικιλίδης