Οι ήρωες του βιβλίου, παρά το γεγονός ότι ζουν, ερωτεύονται, δημιουργούν, εργάζονται, περισσότερο από όλα, πασχίζουν για έναν καλύτερο κόσμο, διαθέτουν δηλαδή κοινωνική συνείδηση, η οποία φωτίζει ακόμη και τις πιο δύσκολες γωνίες της ζωής. Παράλληλα διαθέτουν βαθιές, υπαρξιακές αγωνίες, μιλώντας για παράδειγμα, για τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, την ομορφιά, το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο.
Μέσα στο βιβλίο βρίσκουμε εξαιρετικές σελίδες περιγραφών, όπως για παράδειγμα σκηνές της πόλης, αναφορές κι εικόνες από τον πόλεμο του 40 κι επιπλέον, κάποιες στιγμές μαγικού ρεαλισμού, όπως στα ημερολόγια του κεντρικού ήρωα (η επίμονη επιστροφή του Νικόλα Μιχόπουλου στο όνειρο του Ηλία ενώ είναι ήδη νεκρός, κάποιοι πεσόντες του πολέμου που υψώνουν κεριά στα τοιχώματα ενός πηγαδιού για να κρατήσουν άσβεστη την ύπαρξή τους, η σκύλα Μούρκα που αλυχτώντας βγάζει κραυγές πεσόντων). Επιπλέον ο κεντρικός ήρωας συνδιαλέγεται σε διάσπαρτα σημεία του ημερολογίου του, με στίχους του Διονύσιου Σολωμού, έτσι διευρύνει την αφήγηση, υποβάλλοντας τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της εποχής κι ανοίγεται περαιτέρω, σε δελεαστικά πεδία ιδεών. Η δουλεμένη γλώσσα, η οικονομία του κειμένου, ενισχύουν την αφηγηματική ροή ενώ οι αντιλήψεις των ανθρώπων της εποχής, το αρχείο, τα ημερολόγια, σύντομα θραύσματα εσωτερικής συνομιλίας, κρατούν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Οι δεκαετίες με τις οποίες ασχολείται η συγγραφέας, αντικατοπτρίζουν μια Ελλάδα που άλλαξε μέσα στο χρόνο, μέσα από τις κοινωνικές, πολιτικές κι οικονομικές μεταβολές, τις ταραγμένες περιόδους, που μας οδήγησαν στο παρόν κι είναι σελίδες, γραμμένες μαεστρικά.