Δημιουργία (αποκηρυγμένα)
Είμαι ζωντανός και πρόλαβα τ ΄αστέρια της αυγής.
Η σύντροφος συνεχίζει να κοιμάται και δεν ξέρει.
Όλοι οι σύντροφοι κοιμούνται. Η ημέρα
καθαρή στέκεται μπροστά μου πιο διαυγής
απ΄ τα πρόσωπα αυτών που κοιμούνται.
΄Ενας γέρος περνά σε μια απόσταση, και πάει για δουλειά
ή για ν ΄ απολαύσει το πρωινό. Δεν διαφέρουμε,
και οι δυο μας αναπνέουμε την ίδια καθαρότητα
και καπνίζουμε ήσυχοι να ξεγελάσουμε την πείνα.
Και το σώμα του γέρου πρέπει να είναι ευθύ
και δονούμενο- θα πρεπε να είναι γυμνό μπροστά στο πρωινό.
Σήμερα το πρωί η ζωή τρέχει επάνω στο νερό
και στον ήλιο: γύρω η λάμψη του νερού
πάντοτε νέου, τα σώματα όλων θα γυμνωθούν.
Θα είναι ο μεγάλος ήλιος και η τραχύτητα της λίμνης
και η βάρβαρη κούραση που μειώνεται στον ήλιο
κι η ακινησία. Θα είναι η σύντροφος
-ένα μυστικό των σωμάτων. Ο καθένας θα δώσει την δική του φωνή.
Δεν υπάρχει φωνή που να σπάζει την σιωπή του νερού
κάτω απ ΄ την αυγή. Και ούτε κάτι ανατριχιάζει
κάτω απ ΄ τον ουρανό. Υπάρχει μονάχα μια θερμότητα που διαλύει τ ΄ αστέρια.
Σε κάνει να τρέμεις να αισθάνεσαι το πρωϊνό που δονείται
όλο παρθένο, σχεδόν κανένας από μας είχε ξυπνήσει.
Είμαι ζωντανός και πρόλαβα τ ΄αστέρια της αυγής.
Η σύντροφος συνεχίζει να κοιμάται και δεν ξέρει.
Όλοι οι σύντροφοι κοιμούνται. Η ημέρα
καθαρή στέκεται μπροστά μου πιο διαυγής
απ΄ τα πρόσωπα αυτών που κοιμούνται.
΄Ενας γέρος περνά σε μια απόσταση, και πάει για δουλειά
ή για ν ΄ απολαύσει το πρωινό. Δεν διαφέρουμε,
και οι δυο μας αναπνέουμε την ίδια καθαρότητα
και καπνίζουμε ήσυχοι να ξεγελάσουμε την πείνα.
Και το σώμα του γέρου πρέπει να είναι ευθύ
και δονούμενο- θα πρεπε να είναι γυμνό μπροστά στο πρωινό.
Σήμερα το πρωί η ζωή τρέχει επάνω στο νερό
και στον ήλιο: γύρω η λάμψη του νερού
πάντοτε νέου, τα σώματα όλων θα γυμνωθούν.
Θα είναι ο μεγάλος ήλιος και η τραχύτητα της λίμνης
και η βάρβαρη κούραση που μειώνεται στον ήλιο
κι η ακινησία. Θα είναι η σύντροφος
-ένα μυστικό των σωμάτων. Ο καθένας θα δώσει την δική του φωνή.
Δεν υπάρχει φωνή που να σπάζει την σιωπή του νερού
κάτω απ ΄ την αυγή. Και ούτε κάτι ανατριχιάζει
κάτω απ ΄ τον ουρανό. Υπάρχει μονάχα μια θερμότητα που διαλύει τ ΄ αστέρια.
Σε κάνει να τρέμεις να αισθάνεσαι το πρωϊνό που δονείται
όλο παρθένο, σχεδόν κανένας από μας είχε ξυπνήσει.
Fin che ci saran nuvole sopra Torino
sarà bella la vita. Sollevo la testa
e un gran gioco si svolge lassù sotto il sole.
Masse bianche durissime e il vento vi circola
tutto azzurro – talvolta le disfa
e ne fa grandi veli impregnati di luce.
Sopra i tetti, a migliaia le nuvole bianche
copron tutto, la folla, le pietre e il frastuono.
Molte volte levandomi ho visto le nuvole
trasparire nell’acqua limpida di un catino.
Anche gli alberi uniscono il cielo alla terra.
Le città sterminate somiglian foreste
dove il cielo compare su su, tra le vie.
Come gli alberi vivi sul Po, nei torrenti
così vivono i mucchi di case nel sole.
Anche gli alberi soffrono e muoiono sotto le nubi
l’uomo sanguina e muore, – ma canta la gioia
tra la terra ed il cielo, la gran meraviglia
di città e di foreste. Avrò tempo domani
a rinchiudermi e stringere i denti. Ora tutta la
vita son le nubi e le piante e le vie, perdute nel cielo.
La poesia di Cesare Pavese – Poesie del disamore
(1934 – 1938)