Γνωστός στους διάφορους πολιτισμούς με διαφορετικά ονόματα, ο Μάιος ονομάστηκε έτσι από τη ρωμαϊκή θεότητα Maja (Μάγια) της οποίας το όνομα... προήλθε με τη σειρά του από την ελληνική λέξη Μαία, τροφός και μητέρα. Η Μάγια ταυτίστηκε και με την Ατλαντίδα νύμφη Μαία, μητέρα του Ερμή στον οποίο και αφιερώθηκε ο μήνας. Σύμφωνα με τον τρόπο διαίρεσης του χρόνου των αρχαίων Ελλήνων, ο Μάιος αντιστοιχούσε σε μέρος του Μουνιχιώνα και του Θαργηλιώνα που σημαίνει το μήνα που ο ήλιος καίει, θερμαίνει τη γη. Ήδη από τους Ρωμαίους, η αρχή του μήνα σηματοδοτούνταν από τον εορτασμό της Αγαθής Θεάς ενώ σε όλη τη διάρκειά του τελούνταν γιορτές συνδεδεμένες με την ευφορία των αγρών.
Η φυσιογνωμία του Μαΐου στη λαϊκή αντίληψη είναι δίσημη: συνυπάρχει σ αυτήν το καλό και το κακό, η αναγέννηση και ο θάνατος. Όλες αυτές οι ιδιότητες συγκλίνουν και συγκεντρώνονται στην πρώτη του μέρα, την Πρωτομαγιά. Ο εθιμικός εορτασμός της ως της τελικής νίκης του καλοκαιριού κατά του χειμώνα και της κατίσχυσης της ζωής επί του θανάτου έχει μακρότατη παράδοση με ρίζες που ανάγονται σε προχριστιανικές αγροτικές λατρευτικές τελετές που αποσκοπούσαν στη γονιμότητα των αγρών και, κατ επέκταση, και των ζώων και των ανθρώπων.
Οι αρχαίοι Έλληνες, ως φλογεροί φυσιολάτρες, γιόρταζαν το άνοιγμα των λουλουδιών και το φτάσιμο της άνοιξης. Aπό τα αρχαιότερα χρόνια του πολιτισμού τους, που έφθασε στην Eλλάδα από τη Θράκη το ρόδο, μαζί με τις Oρφικές διδασκαλίες, το άνθος αυτό έγινε σύμβολο και υμνήθηκε ως η νύμφη των ανθέων. Ο Aνακρέων ύμνησε έτσι το άνθος αυτό του Mαγιού:
«Pόδον, άνθος των ερώτων
αναμίξωμεν τω Bάκχω
ρόδον, ω+ ωραίον άνθος
ενθέντες τοις κροτάφοις
ευθυμήσωμεν εν τούτοις».
Η γιορτή, όμως, της άνοιξης, η αρχαία Πρωτομαγιά, πήρε σιγά-σιγά κι επίσημη μορφή. Από τις παλαιότερες γιορτές, δημιουργήθηκαν τα Ανθεστήρια, η γιορτή των λουλουδιών. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη γιορτή ανθέων των Ελλήνων. Ιδρύθηκε πρώτα στην Αθήνα, όπου με μεγαλοπρέπεια βάδιζαν προς τα ιερά πομπές με κανηφόρες, που έφερναν άνθη. Έπειτα τα Ανθεστήρια διαδόθηκαν και σ άλλες πόλεις της Ελλάδος και πήραν πανελλήνια μορφή.
Στα Ανθεστήρια της Ελλάδας «ανασταινόταν» ο σκοτωμένος Ευάνθης θεός, επίθετο του Διόνυσου, που από το χυμένο αίμα του φύτρωσε, σύμφωνα με το μύθο, η άμπελος. Δρώμενο της Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα κατά τα νεότερα χρόνια ήταν η ανάσταση του Μαγιόπουλου. Ένας έφηβος εμιμείτο στα ξέφωτα του δάσους τον πεθαμένο, τάχατες, Διόνυσο. Κοπέλες τον στόλιζαν με άνθη και του τραγουδούσαν τον «κομμό, το θρήνο και τον οδυρμό, μέχρι που να «αναστηθεί» και μαζί με αυτόν όλη η φύση.
Όταν η ειδωλολατρία προσωποποίησε τις ιδιότητες της Φύσης και τις προσκύνησε σαν συγκεκριμένους θεούς, τότε τις αρχικές εκείνες γιορτές της ’νοιξης μοιράστηκαν μεταξύ τους η Ίσιδα, ο Διόνυσος, η Δήμητρα, ο Απόλλωνας, η Χλωρίδα (Flora) και αν κάποιος άλλος θεός θεωρήθηκε επόπτης της φυσικής παραγωγής ή αίτιος της βλάστησης των φυτών.
Και λοιπόν αντί για την αρχική και ενστικτώδη εκείνη χαρά των ανθρώπων από τη θέα της ζωής που ξαναγεννιέται στη φύση, γιόρταζαν οι δικοί μας πρόγονοι , από υποχρέωση πια, γιορτές, σαν τα Ανθεσφόρια περίπου, τα Ηροσάνθεια, τα Χλόεια, τα Θαλήσια και τέλος τα περίφημα Διονύσια για των οποίων την εξύμνηση συναγωνίζονται οι μεγαλύτεροι λυρικοί ποιητές της Ελλάδας που για την ανοιξιάτικη λαμπρότητά τους ψάλλει ο ουράνιος Πίνδαρος ότι:
Φοίνικος έρνος οπότ΄οιχθέντος Ωράν θαλάμου.
Εύοδμον επαιωσιν έαρ, φυτά νεκτάρεα.
Τότε βάλλεται , τότ΄επ΄αμβρόταν χέρσον εραταί
ίων φόβαι ρόδα τε κόμαισι μίγνυται,
αχεί τ΄ομφαί μελέων συν αυλοίς,
αχεί τε Σεμέλαν ελικάμπυκα χοροί.
(Το βλαστάρι του φοίνικα, των Ωρών σαν ανοίξει ο θάλαμος
και τα μυρωδάτα φυτά μυριστούν την εύοσμη άνοιξη,
τότε πετιέται, τότε στη γη των αθανάτων σωρός
χαριτωμένοι μενεξέδες και τριαντάφυλλα
με τα μαλλιά ανακατεύεται
και ηχεί γλυκιά φωνή με λυρικούς αυλούς
και σέρνουνε χορούς για την ανθοστεφάνωτη Σεμέλη).
Αργότερα, με το πέρασμα των αιώνων, η αρχική έννοια της Πρωτομαγιάς χάθηκε και τα έθιμα επιβίωσαν απλώς ως λαϊκές γιορτές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται περιφορά δέντρων, πράσινων κλαδιών ή στεφάνων με λουλούδια, ανακήρυξη του βασιλιά ή της βασίλισσας του Μάη, χορός γύρω από ένα δέντρο ή ένα στολισμένο κοντάρι-γαϊτανάκι. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες γιορτές χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο που έχουν διατηρηθεί ως τις μέρες μας με εκδηλώσεις που απαντώνται στον λαϊκό πολιτισμό πολλών ευρωπαϊκών λαών.
Το στεφάνι
Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι είναι, σχεδόν, το μοναδικό έθιμο που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές. Στις μέρες μας η Πρωτομαγιά με το μάζεμα των λουλουδιών για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ενισχύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, από την οποία οι περισσότεροι έχουμε απομακρυνθεί, ζώντας στις πόλεις.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αικατερίνη Καμηλάκη, το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κλήματος ή άλλο και στολιζόταν με λουλούδια και κλαδάκια καρποφόρων δέντρων, όπως η αμυγδαλιά, η συκιά και η ροδιά. Ακόμα, το διακοσμούσαν με στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, με κρεμμύδι αλλά και σκόρδο για το μάτι. Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της γονιμότητάς τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό χώρο, μάλιστα, δε θεωρείτο απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών. Αρκούσε η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού μιας δέσμης από χλωρά κλαδιά ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς και άλλα μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν, επίσης, η ύπαρξη μεταξύ τους φυτών αποτρεπτικών του κακού, όπως είναι η τσουκνίδα, το σκόρδο και άλλα.
Σύμφωνα με κείμενο του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Μιχάλη Τιβέριου, το μαγιάτικο κλαδί ή το άνθινο στεφάνι, έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα: «Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα τέτοια κλαδιά ή στεφάνια τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση του δημόσιου, ιδιωτικού και θρησκευτικού βίου. Επιπλέον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλίωνος, που αντιστοιχούσε, περίπου, με το δικό μας Μάιο, περιλάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία αναρτούσαν κρεμμύδι και σκόρδο».
Στις μέρες μας που έχουμε καθιερώσει στεφάνια από λουλούδια του αγρού ή των κήπων, τα οποία τοποθετούμε για μερικές μέρες στην κύρια είσοδο των σπιτιών μας. Δύσκολα μπορεί, πια, να ανιχνευτεί συμβολισμός στο σύγχρονο πρωτομαγιάτικο στεφάνι, κατά το Μιχάλη Τιβέριο, αφού για τους περισσότερους δεν αποτελεί, ίσως, τίποτα περισσότερο από μια όμορφη και μυρωδάτη σύνθεση λουλουδιών, χωρίς να παραπέμπει σε συσχετισμούς σύμφωνα με τους οποίους «χαρίζει» στους ενοίκους ενός σπιτιού υγεία, καλή τύχη, ειρήνη, ευτυχία και ευφορία. Σίγουρα, όμως, η κατασκευή του χαρίζει ευφορία σε μεγάλους και μικρούς, που ξεφεύγοντας από τις πόλεις αναζητούν τη χαρά της άνοιξης στην ολάνθιστη φύση. https://www.valentine.gr
Η φυσιογνωμία του Μαΐου στη λαϊκή αντίληψη είναι δίσημη: συνυπάρχει σ αυτήν το καλό και το κακό, η αναγέννηση και ο θάνατος. Όλες αυτές οι ιδιότητες συγκλίνουν και συγκεντρώνονται στην πρώτη του μέρα, την Πρωτομαγιά. Ο εθιμικός εορτασμός της ως της τελικής νίκης του καλοκαιριού κατά του χειμώνα και της κατίσχυσης της ζωής επί του θανάτου έχει μακρότατη παράδοση με ρίζες που ανάγονται σε προχριστιανικές αγροτικές λατρευτικές τελετές που αποσκοπούσαν στη γονιμότητα των αγρών και, κατ επέκταση, και των ζώων και των ανθρώπων.
Οι αρχαίοι Έλληνες, ως φλογεροί φυσιολάτρες, γιόρταζαν το άνοιγμα των λουλουδιών και το φτάσιμο της άνοιξης. Aπό τα αρχαιότερα χρόνια του πολιτισμού τους, που έφθασε στην Eλλάδα από τη Θράκη το ρόδο, μαζί με τις Oρφικές διδασκαλίες, το άνθος αυτό έγινε σύμβολο και υμνήθηκε ως η νύμφη των ανθέων. Ο Aνακρέων ύμνησε έτσι το άνθος αυτό του Mαγιού:
«Pόδον, άνθος των ερώτων
αναμίξωμεν τω Bάκχω
ρόδον, ω+ ωραίον άνθος
ενθέντες τοις κροτάφοις
ευθυμήσωμεν εν τούτοις».
Η γιορτή, όμως, της άνοιξης, η αρχαία Πρωτομαγιά, πήρε σιγά-σιγά κι επίσημη μορφή. Από τις παλαιότερες γιορτές, δημιουργήθηκαν τα Ανθεστήρια, η γιορτή των λουλουδιών. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη γιορτή ανθέων των Ελλήνων. Ιδρύθηκε πρώτα στην Αθήνα, όπου με μεγαλοπρέπεια βάδιζαν προς τα ιερά πομπές με κανηφόρες, που έφερναν άνθη. Έπειτα τα Ανθεστήρια διαδόθηκαν και σ άλλες πόλεις της Ελλάδος και πήραν πανελλήνια μορφή.
Στα Ανθεστήρια της Ελλάδας «ανασταινόταν» ο σκοτωμένος Ευάνθης θεός, επίθετο του Διόνυσου, που από το χυμένο αίμα του φύτρωσε, σύμφωνα με το μύθο, η άμπελος. Δρώμενο της Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα κατά τα νεότερα χρόνια ήταν η ανάσταση του Μαγιόπουλου. Ένας έφηβος εμιμείτο στα ξέφωτα του δάσους τον πεθαμένο, τάχατες, Διόνυσο. Κοπέλες τον στόλιζαν με άνθη και του τραγουδούσαν τον «κομμό, το θρήνο και τον οδυρμό, μέχρι που να «αναστηθεί» και μαζί με αυτόν όλη η φύση.
Όταν η ειδωλολατρία προσωποποίησε τις ιδιότητες της Φύσης και τις προσκύνησε σαν συγκεκριμένους θεούς, τότε τις αρχικές εκείνες γιορτές της ’νοιξης μοιράστηκαν μεταξύ τους η Ίσιδα, ο Διόνυσος, η Δήμητρα, ο Απόλλωνας, η Χλωρίδα (Flora) και αν κάποιος άλλος θεός θεωρήθηκε επόπτης της φυσικής παραγωγής ή αίτιος της βλάστησης των φυτών.
Και λοιπόν αντί για την αρχική και ενστικτώδη εκείνη χαρά των ανθρώπων από τη θέα της ζωής που ξαναγεννιέται στη φύση, γιόρταζαν οι δικοί μας πρόγονοι , από υποχρέωση πια, γιορτές, σαν τα Ανθεσφόρια περίπου, τα Ηροσάνθεια, τα Χλόεια, τα Θαλήσια και τέλος τα περίφημα Διονύσια για των οποίων την εξύμνηση συναγωνίζονται οι μεγαλύτεροι λυρικοί ποιητές της Ελλάδας που για την ανοιξιάτικη λαμπρότητά τους ψάλλει ο ουράνιος Πίνδαρος ότι:
Φοίνικος έρνος οπότ΄οιχθέντος Ωράν θαλάμου.
Εύοδμον επαιωσιν έαρ, φυτά νεκτάρεα.
Τότε βάλλεται , τότ΄επ΄αμβρόταν χέρσον εραταί
ίων φόβαι ρόδα τε κόμαισι μίγνυται,
αχεί τ΄ομφαί μελέων συν αυλοίς,
αχεί τε Σεμέλαν ελικάμπυκα χοροί.
(Το βλαστάρι του φοίνικα, των Ωρών σαν ανοίξει ο θάλαμος
και τα μυρωδάτα φυτά μυριστούν την εύοσμη άνοιξη,
τότε πετιέται, τότε στη γη των αθανάτων σωρός
χαριτωμένοι μενεξέδες και τριαντάφυλλα
με τα μαλλιά ανακατεύεται
και ηχεί γλυκιά φωνή με λυρικούς αυλούς
και σέρνουνε χορούς για την ανθοστεφάνωτη Σεμέλη).
Αργότερα, με το πέρασμα των αιώνων, η αρχική έννοια της Πρωτομαγιάς χάθηκε και τα έθιμα επιβίωσαν απλώς ως λαϊκές γιορτές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται περιφορά δέντρων, πράσινων κλαδιών ή στεφάνων με λουλούδια, ανακήρυξη του βασιλιά ή της βασίλισσας του Μάη, χορός γύρω από ένα δέντρο ή ένα στολισμένο κοντάρι-γαϊτανάκι. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες γιορτές χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο που έχουν διατηρηθεί ως τις μέρες μας με εκδηλώσεις που απαντώνται στον λαϊκό πολιτισμό πολλών ευρωπαϊκών λαών.
Το στεφάνι
Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι είναι, σχεδόν, το μοναδικό έθιμο που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές. Στις μέρες μας η Πρωτομαγιά με το μάζεμα των λουλουδιών για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ενισχύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, από την οποία οι περισσότεροι έχουμε απομακρυνθεί, ζώντας στις πόλεις.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αικατερίνη Καμηλάκη, το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κλήματος ή άλλο και στολιζόταν με λουλούδια και κλαδάκια καρποφόρων δέντρων, όπως η αμυγδαλιά, η συκιά και η ροδιά. Ακόμα, το διακοσμούσαν με στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, με κρεμμύδι αλλά και σκόρδο για το μάτι. Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της γονιμότητάς τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό χώρο, μάλιστα, δε θεωρείτο απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών. Αρκούσε η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού μιας δέσμης από χλωρά κλαδιά ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς και άλλα μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν, επίσης, η ύπαρξη μεταξύ τους φυτών αποτρεπτικών του κακού, όπως είναι η τσουκνίδα, το σκόρδο και άλλα.
Σύμφωνα με κείμενο του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Μιχάλη Τιβέριου, το μαγιάτικο κλαδί ή το άνθινο στεφάνι, έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα: «Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα τέτοια κλαδιά ή στεφάνια τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση του δημόσιου, ιδιωτικού και θρησκευτικού βίου. Επιπλέον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλίωνος, που αντιστοιχούσε, περίπου, με το δικό μας Μάιο, περιλάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία αναρτούσαν κρεμμύδι και σκόρδο».
Στις μέρες μας που έχουμε καθιερώσει στεφάνια από λουλούδια του αγρού ή των κήπων, τα οποία τοποθετούμε για μερικές μέρες στην κύρια είσοδο των σπιτιών μας. Δύσκολα μπορεί, πια, να ανιχνευτεί συμβολισμός στο σύγχρονο πρωτομαγιάτικο στεφάνι, κατά το Μιχάλη Τιβέριο, αφού για τους περισσότερους δεν αποτελεί, ίσως, τίποτα περισσότερο από μια όμορφη και μυρωδάτη σύνθεση λουλουδιών, χωρίς να παραπέμπει σε συσχετισμούς σύμφωνα με τους οποίους «χαρίζει» στους ενοίκους ενός σπιτιού υγεία, καλή τύχη, ειρήνη, ευτυχία και ευφορία. Σίγουρα, όμως, η κατασκευή του χαρίζει ευφορία σε μεγάλους και μικρούς, που ξεφεύγοντας από τις πόλεις αναζητούν τη χαρά της άνοιξης στην ολάνθιστη φύση. https://www.valentine.gr