13.4.23

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ....Γιάννης Ρίτσος

Επιτάφιος (1936 )(Αποσπάσμα)
(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου,μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών
των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της) :

Ι
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, 
καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, 
ανθέ της ερημιάς μου,


Πως κλείσαν τά ματάκια σου
 και δε θωρείς που κλαίω

και δε σαλεύεις,
 δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,

που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορο μου,


Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα

και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσυ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη

πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πώς μ᾿ άφησες να σέρνουμε και να πονά μονάχη

χωριὶς γουλιά, σταλιά νερόὸ και φώς κι άνθο κι αστάχυ ;

Με τα ματάκια σου ‘έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ᾿ αυγερινό τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυό, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ᾿ είτανε για μένα.

Νιότη απ᾿ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,

τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα που θα κρατηθώ, που θα σταθώ, που θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, αν δε σού ναι βολετό να ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν ειν᾿ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.


ΙΙΙ

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάϊ σου ξαγρυπνούσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη

πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας

που πάνωθε τους κόπαζε κ᾿ η πίκρα μου κι ο αγώνας,
Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ᾿ τα μπαλκόνια,
Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ ευωδιαστό μου δάσο,
πως να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;


ΙV

Γιέ μου, ποιά Μοίρα στόγραφε και ποιά μου τόχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν᾿ ανάψει;

Πουρνό – πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά – πυκνά απ᾿ το παραθύρι

και βιαζόσουν σα νάτανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κι ήσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.

Και γω η φτωχιά κ᾿ η ανέμελη και γω η τρελλή κ᾿ η σκύλα,
σουψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
Μια – μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θωρὶ
κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθια μου να βάλω μπρός τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ᾿ αργά κι, ὤ, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ὦ, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου ἡ χώρα.


V

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και τὸ φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου τ᾿ ασβεστωμένο δώμα.
Θα καρτεράει κ΄ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ὁ ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.
Θα καρτεράει κ΄ ἡ ρούγα μας τ΄ αδρό περπάτημά σου  κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ᾿ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν
Και μπάζανε στο σπίτι μας το φώς, την πλάση ακέρια,  παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.
Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδὶ και μεσημέρι
να ρθει ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.

VI

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιέ, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τα δειχνες ένα-ένα τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα 

Και μού δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι, και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι 
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα, κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μού λεες, γιέ, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

ΙΧ


Ὦ Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιό μου θἄστελνες τον Άγγελο απὸ πέρα.
Κι, αχ, Θέ μου, Θέ μου, αν ήσουν Θεὸς κι αν ήμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν ήσουν δίκειος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση, 
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μου τάλεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:
Εμείς ταγίζουμε ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ᾿ εμείς ούτ᾿ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ᾿ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιέ μου, πια δε μούμεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.

Και, τώρα, επὰ σε ποιά φωτιά τα χέρια μου θ᾿ ανοίγω, τα παγωμένα χέρια μου νὰν τα ζεστάνω λίγο; 

XVII

Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Και δες, μ’ ανασηκώνουνε χιλιάδες γιούς ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Την άχνα απ’ την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,
άχ, κ’ ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κ ή λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα `το πόδι στέκει ακόμα` φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου, και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.