Η συγκυριακή συγκινησιακή φόρτιση ανήκει στις μάλλον αυθόρμητες, ίσως και υποσυνείδητες συμπεριφορές ενός ανθρώπου, η παράταση της ταύτισης με ένα δραματικό γεγονός ωστόσο, είναι κάτι το τελείως διαφορετικό.
Μπορεί η μελαγχολία να προσεγγίζεται επιστημονικά ως η φυσική κατάσταση ενός νοήμονος ανθρώπου, που καταλαβαίνει δηλαδή ότι, η γενετική φύση της ζωής είναι τέτοια ώστε, να σου προσφέρει λιγότερες αφορμές για χαμόγελο σε σχέση με τα προβλήματα και τη θλίψη, η δημόσια εκτόνωση εσωτερικής συντριβής ωστόσο, δεν συνηθίζεται.
Πολύ περισσότερο για δημόσια πρόσωπα. Για δημοσιογράφους δε… αφήστε το καλύτερα.
Τα εμβληματικά, απαξιωτικά και υβριστικά για την ποιότητα του λειτουργήματος συνθήματα, που συναντά κανείς σε τοίχους στους δρόμους, στα social media ή στις εξομολογητικές κουβέντες της παρέας, έχουν κατατάξει τα ΜΜΕ και τους εκπροσώπους τους, σε κατηγορία προχωρημένης τοξικότητας, σε αυτό που περιγράφεται ως δημόσιος βίος.
Γιατί τέτοια αυθόρμητη συγκίνηση για τον Βασίλη Λυριτζή λοιπόν; Ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την απώλειά του, στις 2 Απριλίου του 2019. Φυσικά οι απαντήσεις, όπως και αφετηρίες τους, δεν είναι μονοδιάστατες και μονολιθικές.
Γιατί τέτοια αυθόρμητη συγκίνηση για τον Βασίλη Λυριτζή λοιπόν; Ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την απώλειά του, στις 2 Απριλίου του 2019. Φυσικά οι απαντήσεις, όπως και αφετηρίες τους, δεν είναι μονοδιάστατες και μονολιθικές.
Ας σταθούμε λοιπόν στην ανθρωποκεντρική διάσταση της ταυτοτικής αποτύπωσης διαδρομής του σπουδαίου δημοσιογράφου, που “έφυγε” πρόωρα, απρόσμενα και σιωπηλά.
Ο Βασίλης Λυριτζής επέλεξε να πορευτεί ως εξαίρεση. Αυτόν τον δύσκολο δρόμο του εσωτερικού φρένου αξιοπρέπειας, που τον διασχίζεις μοναχικά, όσοι κι αν βρίσκονται δίπλα, γύρω και κοντά σου.
Ο Βασίλης Λυριτζής επέλεξε να πορευτεί ως εξαίρεση. Αυτόν τον δύσκολο δρόμο του εσωτερικού φρένου αξιοπρέπειας, που τον διασχίζεις μοναχικά, όσοι κι αν βρίσκονται δίπλα, γύρω και κοντά σου.
Η αίσθηση της μοναξιάς, προκύπτει από τη σύγκριση με εκείνους που επέλεξαν, επίσης συνειδητά, άλλη διαδρομή.
Άλλη “ταυτότητα”. Διαφορετική εκφορά δημόσιας παρουσίας.
Δημοσιογράφος που “έγραφε” ακόμη και στον προφορικό λόγο.
Δημοσιογράφος που “έγραφε” ακόμη και στον προφορικό λόγο.
Δηλαδή, με αρχιτεκτονική δομή στο επιχείρημά του.
Το εξηγούσε, το υπερασπιζόταν, και άφηνε ζωτικό χώρο ώστε να ακουστεί ο αντίλογος, αντί να διεκδικεί την αποκλειστικότητα της αλήθειας. Πολύ περισσότερο να προσπαθεί να την επιβάλλει.
Το storytelling της δημόσιας διαδρομής του Βασίλη Λυριτζή, είχε στοιχεία με τα οποία μπορούσε να ταυτιστεί κάποιος. Να δει εικόνες και παραδείγματα, ανίστοιχα ή ανάλογα με πτυχές της δικής του καθημερινότητας.
Το storytelling της δημόσιας διαδρομής του Βασίλη Λυριτζή, είχε στοιχεία με τα οποία μπορούσε να ταυτιστεί κάποιος. Να δει εικόνες και παραδείγματα, ανίστοιχα ή ανάλογα με πτυχές της δικής του καθημερινότητας.
Εκεί εντοπίζεται η ανθρωποκεντρική διάσταση του παραδείγματος. Και φυσικά, στον ήπιο και νηφάλιο λόγο.
Που λείπει σκανδαλωδώς από τη χώρα-μαιευτήριο της Δημοκρατίας και των πιο ανθεκτικών στη φθορά της Ιστορίας ιδεών.
Μια “ξεχασμένη” δημοσιογραφία.
Μια “ξεχασμένη” δημοσιογραφία.
Ή μάλλον, μια δημοσιογραφία που δεν προσέλκυσε επαρκή αριθμό “σταυροφόρων” για να την υπερασπιστούν στην πατρίδα μας, με φυσικό αποτέλεσμα να εξελιχτεί σε επιταχυντή και ανατροφοδότη της εθνικής κρίσης και της παρακμής των θεσμών.
Αντί να λειτουργεί ως φυσικό φρένο στη διολίσθηση, και ως φυσικό καταφύγιο και υπερασπιστής του δικαίου και των αδυνάτων.
Επιλογικά, προσθέστε και τις σημειολογικές παραμέτρους. Ο Βασίλης Λυριτζής ήταν επί σειρά πολλών ετών, ένας άνθρωπος που, μέσω της τηλεόρασης, έμπαινε στο σαλόνι του σπιτιού μας, τις πάντα στοχαστικές πρωινές ώρες.
Επιλογικά, προσθέστε και τις σημειολογικές παραμέτρους. Ο Βασίλης Λυριτζής ήταν επί σειρά πολλών ετών, ένας άνθρωπος που, μέσω της τηλεόρασης, έμπαινε στο σαλόνι του σπιτιού μας, τις πάντα στοχαστικές πρωινές ώρες.
Όχι ως απρόσκλητος “εισβολέας”. Αλλά αφού πρώτα χτυπούσε διστακτικά την πόρτα, και ζητούσε ευγενικά να του επιτρέψουμε να μπει. Πλέον, το χτύπημα στην πόρτα δεν θα ακούγεται. Φεύγουν πολλοί από εκείνους με τους οποίους “μεγαλώσαμε μαζί”.
Και φυσικά, το δέος του μη αναστρέψιμου της απώλειας. Που λειτουργεί σωρευτικά, αθροιστικά και εν πολλοίς βίαια, για όσους έχουν σεργιανίσει στο στάδιο της απόπειρας διαχείρισης της απώλειας ενός δικού τους, αγαπημένου προσώπου.
Μάνος Οικονομίδης |
Όσα λόγια παρηγοριάς κι αν ακούσεις ή διαβάσεις, όσες συμπονετικές συμπεριφορές κι αν εισπράξεις, στο τέλος της ημέρας, τις ώρες που μένεις μόνος με τις βασανιστικές σκέψεις, κατανοείς ότι, η ζωή δεν θα είναι πλέον ποτέ η ίδια. Δεν θα είναι περισσότερο γενναιόδωρη.
Συνεχίζεται μεν, αλλά είναι διαφορετική. “Λιγότερη”. Γι’ αυτό και η σκέψη πρέπει να εστιάζει σε εκείνους που μένουν πίσω.
Στους δικούς του ανθρώπους.
Συνεχίζεται μεν, αλλά είναι διαφορετική. “Λιγότερη”. Γι’ αυτό και η σκέψη πρέπει να εστιάζει σε εκείνους που μένουν πίσω.
Στους δικούς του ανθρώπους.
Που είναι πλέον υποχρεωμένοι να ζήσουν μια “λιγότερη” ζωή. Χωρίς το ευγενικό χτύπημα της πόρτας να διακόπτει τις βασανιστικές σκέψεις.