23.3.23

Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος (Tα ξόρκια)

Μελετούσα τότε πολύ. Και μολονότι είχα αποτραβηχθεί από κείνο το ανεκδιήγητο μουσικοθρησκευτικό σύλλογο, οι λέξεις εξακολουθούσαν να είναι για μένα τα μόνα υπάρχοντά μου, ο μόνος τρόπος που ερχόμουν σε κάποια επαφή με τα πράγματα. Μ’ αυτές άγιαζα και μ’ αυτές αμαρτούσα. Δε φρόντιζα καθόλου να τις επιβεβαιώσω και μερικές, αλίμονο, δε θα τις επαληθεύσω ποτέ. Όταν έπιανα στο χέρι μου λεξικά ή εγκυκλοπαίδειες, αμέσως άνοιγα τις λέξεις τις αμαρτωλές. Νομίζω πως η τάση μου αυτή δεν ήταν από ψυχική φθορά ή παρακμή, προερχόταν μάλλον απ’ τη φοβερή ηλικία. Είχα βρει κι εγώ κάποια διέξοδο, μια κι είχα τόσο τρομοκρατηθεί για τις πράξεις.

Θα ’ταν κατά το τέλος της περιόδου αυτής, όταν σταμάτησα μια μέρα εκστατικός μπροστά στο λατινικό ρήμα munio, που σημαίνει οχυρώνω, προφυλάγω, σκεπάζω. Ο ήχος του, μα και το νόημά του, μου έκαναν εντύπωση βαθιά. Δεν το ομολογούσα όμως σε κανέναν απ’ τους ελάχιστους γνωστούς ή φίλους μου. Φύλαγα ζηλότυπα το εύρημά μου, αμαρτάνοντας διαρκώς μαζί του πνευματικά. Ακόμα και στον ύπνο μου ψιθύριζα με αγαλλίαση τους αρχικούς χρόνους: munio, munivi ή munii, munitum, munire. Και δώσ’ του κάθε τόσο να κοιτάζω τη γραμματική για πώς κλίνεται το ένα και το άλλο, με αποτέλεσμα την τέταρτη συζυγία να τη μάθω καλύτερα απ’ όλες τις άλλες. Πάντως, ο νους μου δεν πήγαινε στο κακό ή σε τίποτε συγκεκριμένο. Λίγο αργότερα, όταν άρχισαν εναντίον μου οι ερωτικές επιθέσεις και οι προξενιές, το ρήμα αυτό το έκανα μυστηριωδώς αμυντικό σύνθημά μου, όχι βέβαια για τον ήχο του μα για την έννοια του. Μόλις πρόφερα μυστικά munio, όλα τα κακά θαρρείς και διακορπίζονταν από μπροστά μου. (…) Πάντως ωραίος δεν ήμουν για να πολυπιστέψω πως με επιθυμούσαν όλες αυτές που μου ρίχνονταν. Άλλωστε, μου το λέγαν πλάγια κι οι ίδιες, όταν κάθε τόσο δήλωναν πως στον άντρα η ομορφιά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Επομένως άλλα προσδοκούσαν. Κι όμως εμένα τίποτε άλλο δεν μπορούσε να με παρηγορήσει. Μόνον αν έβλεπα στα μάτια τους την αληθινή ερωτική λάμψη, θα παρατούσα ίσως και τα ξόρκια και τους ενδοιασμούς και όλα. (…) Όταν καταλάγιασαν κάπως οι ερωτικές, ας πούμε, επιθέσεις, άρχισαν απανωτές οι προξενιές. Μόλις αρραβωνιάζονταν ή παντρεύονταν καμιά από τις πολυάριθμες αδερφές μου, φούντωνε για αρκετό διάστημα το ενδιαφέρον πολλών και για το μέλλον το δικό μου.
Άνθρωποι απλώς γνωστοί ή και άγνωστοι δεν μπορούσαν, λέει, να ησυχάσουν εξαιτίας μου νύχτα και μέρα. Όταν μάλιστα παντρεύτηκε κι η τελευταία αδερφή μου, τότε ήρθαν σχεδόν για να με παραλάβουν. Και δεν το χωρούσε το μυαλό τους, πώς δεν ήμουν ολοπρόθυμος, τώρα που έκανα το χρέος μου το αδερφικό, να φορτωθώ και τα δικά τους βάρη, που ειδικώς για μένα τόσα χρόνια κόντευαν να πουν ότι τα κουβαλούσαν. Και τι υποσχέσεις ήταν εκείνες, τι γαλιφιές, τι οικειότητες και ταξίματα! Ευτυχώς σ’ αυτό το θέμα δεν υπήρξα διόλου ευγενικός. Μόλις οσμιζόμουν τον κίνδυνο, σήμαινα συναγερμό σ’ όλη την επικράτεια, έριχνα το μαγικό σύνθημα munio, το έκλινα σαν επωδή σ’ όλους τους χρόνους, τις φωνές και τις εγκλίσεις, κι άρχιζα να μάχομαι στα munimenta, παναπεί στα οχυρωματικά. Μαχόμουν από γραμμή σε γραμμή, προσέχοντας τη στιγμή της ξεκάθαρης πρότασής τους να μην τους θίξω. Όταν όμως επιμέναν πολύ, οπισθοχωρούσα στον τελευταίο και απόρθητο προμαχώνα μου, κραυγάζοντας με πείσμα: «Δεν τη θέλω!» (…)


Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος (Tα ξόρκια), σελ. 52-54 (αποσπασματικά),
 εκδόσεις Κέδρος, 1988