Μεταξωτό μου άγαλμα
κίονας διάφανος δίπλα σου ανεμοδέρνομαι
ακίνητος στο χώμα ριζωμένος στις απουσίες.
Λίγη ζεστασιά προσμένω στην καταχνιά.
Ευτυχισμένος που σ’ αντικρίζω κάθε πρωί
δίπλα σου στέκομαι καρτερικά στο αγιάζι
δύο βήματα από την ανάσα σου
-ανάμεσα μας η σιωπή, το πιο άγριο κενό-
της άνοιξης το λουλουδοΰφαντο χιτώνα σου
να με τυλίξει προσδοκώ.
Τις νύχτες ξαγρυπνώ
σκορπίζοντας τις προσευχές πάνω στην πάχνη.
Σκορπίζοντας τα δάκρυα πάνω στη στάχτη.
Κάποιος τραγουδάει την ανατολή
στους ήχους του Ορφέα.
Ξημερώνει.
Χωρικοί παριστάνουν τα σύννεφα.
Τα σκυλιά καμώνονται πως είναι άλογα.
Το ποτάμι βυθίζεται στη γη με τ’ όνομα Βαφύρας.
Δανείζομαι μερικές ρανίδες χαμόγελα
να με προσέξεις
στο φως της αυγής.
Την απόσταση των ματιών σου να μηδενίσω,
ορατός.
Αχ και να μπορούσα όλα αυτά που θέλεις.
στο φως της αυγής.
Την απόσταση των ματιών σου να μηδενίσω,
ορατός.
Αχ και να μπορούσα όλα αυτά που θέλεις.
ΠΟΙΗΣΗ: Θεοχάρης Μπικηρόπουλος,
ΚΟΛΑΖ: Ειρήνη Μητούδη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΤΙ